31/10/21

Στον Άρη

Εκεί που κάθε νόημα γλιστρά όπως η άμμος μέσ’ απ’ τα δάχτυλα

Ανδρέας Λόλης, Έξι παλέτες σε μάρμαρο California 110 x 90 εκ. και ένα κόκκινο γάντι σε μάρμαρο Ινδίας 30 x 13 x 4 εκ.

Της Χριστίνας Λιναρδάκη*

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ, Άρης, εκδόσεις Κίχλη, σελ. 72


Η υποχρεωτική απόσταση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που θέλουν να είναι μαζί αποτελεί αφόρητη συνθήκη – και η απόσταση φαίνεται αρχικά να είναι το βασικό ζήτημα στις επιστολικές αγωνίες τις οποίες μοιράζονται ένας αστροναύτης εξερευνητής που έχει μεταβεί στον Άρη και η γυναίκα του, η «αγαπημένη του Ελένη» όπως την προσφωνεί στις επιστολές, η οποία έχει μείνει πίσω στη Γη. Όμως η ακατόρθωτη απόσταση είναι μάλλον μια καλοστημένη πρόφαση, αφού το βασικό ζήτημα είναι η αμείλικτη μοναξιά. Από την πλευρά της Ελένης, είναι η μοναξιά που συνοδεύεται από τη λαχτάρα για τον αγαπημένο ο οποίος λείπει. Από την πλευρά του άντρα, είναι η υπαρξιακή μοναξιά που βρυχάται ανεξέλεγκτα από όλες τις γωνίες της συνθήκης μέσα στην οποία έχει βρεθεί.
Κι ενώ η πλευρά της Ελένης είναι η πιο κατανοητή, χωρίς αυτό να την κάνει λιγότερο οδυνηρή, η πλευρά του άντρα είναι άγρια: «Δεν πιστεύω στην ψυχή, το ξέρεις. Αλλά τι ’ναι αυτό που άφησα πίσω, στον δικό μας κόσμο;», αναρωτιέται ήδη στην πρώτη του επιστολή. Ο Άρης και η κενότητά του γκρεμίζουν σιγά-σιγά το όριο ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα το ένα να μπαίνει αξεδιάλυτα μέσα στο άλλο. Αυτό βαθύνεται από το γεγονός ότι, μέσα στις απέραντες σιωπηλές εκτάσεις, οι λέξεις αρχίζουν να χάνουν το νόημά τους, «γλιστρούν όπως η άμμος μέσ’ από τα δάχτυλα, γιατί ό,τι περιγράφουν έχει πια χαθεί». Η μνήμη δεν μπορεί να αναπληρώσει αυτό που δεν είναι πλέον παρόν. Ό,τι δεν μπορεί κανείς πλέον να νιώσει ή να δει, απλώς παύει να υπάρχει. Ωστόσο, οι λέξεις της Ελένης δεν μεγαλώνουν τη σιωπή, τη γεμίζουν: καθεμία από αυτές γίνεται «εικόνα ενός πολύτιμου χαμένου κομματιού του κόσμου». Ο άντρας μέσα από κείνη θυμάται τι είναι αυτό που τον συγκροτεί σαν οντότητα. «Στον πλανήτη δίχως ζωή, η αλήθεια είναι μια λάβα ρευστή και μεταβαλλόμενη που υπάρχει μονάχα για να βυθιστείς για λίγο μέσα της». Και μετά από αυτό το λίγο υπάρχει ένας κόσμος πέρα από την αλήθεια και το ψέμα, ο αμείλικτος κόσμος του απόλυτου τίποτα.
Γιατί πάνω στον Άρη δεν υπάρχει τίποτε ζωντανό, πέρα από τους τρεις αστροναύτες της αποστολής και τα φυτά που έχουν φυτέψει σε υδροπονικά εργαστήρια. Καθετί άλλο είναι νεκρό. Τόσο πανταχού παρόν είναι αυτή η αύρα της απονέκρωσης, που ο άντρας νιώθει πως αυτή θα περάσει από τις πέτρες στα χέρια του και από κει σε όλο του το σώμα. Και ο θάνατος όντως απλώνεται γύρω, καθώς το τέλος πλησιάζει γοργά.
Από την πλευρά της Ελένης, η συνθήκη είναι εξίσου σπαρακτική, αφού συνοδεύεται από φριχτή ανημπόρια. Η συνταρακτική απουσία του άντρα της θρυμματίζει την ύπαρξή της: «Χωρίς εσένα αλλάζω. Γίνομαι κάποια άλλη. Αδύναμη και δειλή». Οι θρυαλλίδες της έπειτα φεγγίζουν μέσα από τις μνήμες που ξεπηδούν από τα μικρά πράγματα: το λευκό πουκάμισό του στην ντουλάπα, το βιβλίο που εκείνος διαβάζει στον Άρη και έχει ένα ακόμη αντίτυπό του στη βιβλιοθήκη, τον κήπο τους. Αργά αλλά σταθερά ολισθαίνει σε έναν κόσμο ονείρου κι εκείνη, που εμφιλοχωρεί στον πραγματικό. Εμβαθύνοντάς στις επιστολές του άντρα της, συμπεραίνει ότι στον Άρη έχει γεννηθεί ένας ακόμη εαυτός του κατά έναν κοσμογονικό τρόπο. Δεν πρόκειται για θαύμα, αλλά για χάσμα που την τρομοκρατεί: πώς είναι δυνατόν εκείνος να επιζήσει μιας τέτοιας πολυδιάσπασης;
Και δεν επιζεί. Από κάποια στιγμή και μετά, ο άντρας βλέπει διαρκώς το ίδιο όνειρο: το σπίτι τους στη Γη βρίσκεται -λέει- καταμεσίς του Άρη με τους κήπους του, τα πουλιά που κελαηδούν πάνω στα δέντρα, τις γάτες. Έξω όμως από την αυλόπορτα υπάρχει μόνο η άγονη έρημος του πλανήτη. Και η Ελένη βρίσκεται σε κείνο το σπίτι, όμως το πρόσωπό της είναι κενό από χαρακτηριστικά.
Κάθε μέρα που περνά, το σπίτι πλησιάζει όλο και περισσότερο στον θόλο όπου ζει ο άντρας. Εκείνος όμως ξέρει πως δεν μπορεί να πάει μέχρι εκεί με τη διαστημική του στολή, γιατί όλα θα μετατρέπονταν σε «νεκρά υπολείμματα από μια αρχαία ζωή». Ξυπνώντας μια μέρα, βρίσκει τα πάντα σπασμένα στο εργαστήριο, τα φυτά στα υδροπονικά θερμοκήπια ξεριζωμένα. Είναι καταστροφές που προφανώς προξένησε ο ίδιος, αν και δεν το θυμάται. Το επόμενο βήμα είναι να ανοίξει την πόρτα του θόλου και να βγει. Χωρίς στολή, για να γυρίσει σίγουρα στο σπίτι. Χαμένη στον ονειρικό της κόσμο, η Ελένη επιστρέφει στο σπίτι τους από τη θάλασσα την ίδια μέρα, σίγουρη πως θα τον βρει εκεί να την περιμένει. Η απόσταση ήταν μονάχα μια πρόφαση.

H Χριστίνα Λιναρδάκη είναι φιλόλογος, μεταφράστρια, http://stigmalogou.blogspot.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια: