22/8/21

Σκυλεύοντας την Άνοιξη...

Έργο της Natalia De Mello

Του Κώστα Τσίβου*

ΝΙΚΟΣ Χ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Άνοιξη Πράγας. Μνήμη Τσεχοσλοβακίας 1968, Εκδόσεις Τυφλόμυγα, σελ. 306


Στην ελληνική βιβλιογραφία σπάνια μελέτες ασχολούνται με τη νεότερη ιστορία της Τσεχοσλοβακίας, πόσο μάλλον με τα γεγονότα του 1968 που έμειναν γνωστά ως Άνοιξη της Πράγας. Το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί την πρώτη απόπειρα αξιολόγησης της «Άνοιξης» από Έλληνα συγγραφέα, η οποία προφανώς έγινε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης πενήντα ετών από τη βίαιη καταστολή της (2018). Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τον συγγραφέα, καθώς απουσιάζει οποιαδήποτε βιογραφική αναφορά στο βιβλίο. Αν κρίνουμε από κάποιες αποσπασματικές αναφορές του ιδίου, πιθανολογούμε ότι πρόκειται για τον ελληνικής καταγωγής βουλευτή του σουηδικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.
Ο συγγραφέας παραθέτει ως πηγές γνωστά έργα της αγγλόφωνης βιβλιογραφίας. Κρίνοντας από τη σειρά των κεφαλαίων, θα λέγαμε ότι αυτά διακρίνονται από μια λογική, χρονολογική διάταξη του εξεταζόμενου θέματος. Ωστόσο, αρκετές απορίες και ενστάσεις εμφανίζονται όταν ο αναγνώστης διαπιστώνει τον ερασιτεχνισμό με τον οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις πηγές του. Απορία προκαλεί επίσης το γεγονός ότι από τις παρατιθέμενες πηγές (οι περισσότερες στα αγγλικά και λίγες παλαιότερες εκδόσεις στα ελληνικά) απουσιάζουν (άραγε από αστοχία ή από επιλογή; ) οι μελέτες των γνωστών Τσέχων ιστορικών Κάρελ Κάπλαν και Ζντένιεκ Μλίναρζ, μολονότι έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και ο συγγραφέας τούς αναφέρει στο βιβλίο του.
Από τον πρόλογο καθίσταται προφανές ότι ο συγγραφέας δεν σκοπεύει να προβεί σε μια αποστασιοποιημένη και με επιστημονικούς όρους αποτίμηση των γεγονότων του ’68. Με αφορμή την Άνοιξη της Πράγας, επιχειρεί να «ξοφλήσει λογαριασμούς» όχι μόνο με τον σοβιετικό ή τον τσεχοσλοβάκικο κομμουνισμό αλλά και με την ελληνική αριστερά, κομμουνιστική και μη, τον Τσίπρα και τους «συνοδοιπόρους» του. Το πλαίσιο στο οποίο κινείται είναι η αμφιλεγόμενη «εξίσωση των δυο άκρων», δηλαδή του ναζισμού και του κομμουνισμού. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί διακρίνεται από τον παρωχημένο αντικομμουνισμό της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στον πρόλογο (σ. 10), «η γνώση της απάνθρωπης πραγματικότητας του κομμουνισμού, όσο και του ναζισμού, αποτελεί το πιο αποφασιστικό παράδειγμα γνώσης για το πεπρωμένο μας [sic!] και δεν πρέπει να την λησμονήσουμε επειδή οι απαρτίζοντες τον ιδεολογικά ηγεμονεύοντα στην Ελλάδα χώρο που αποκαλούμε “Αριστερά” την αρνούνται και την καταδιώκουν».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τρίτο και στο τέταρτο κεφάλαιο (σ. 91-211), τα οποία απαρτίζουν τον κορμό του βιβλίου, απαντάται πάνω από 40 φορές η έκφραση «όπως γράφει ο ΜακΝτέρμοτ» ή «όπως λέει ο ΜακΝτέρμοτ», σε σημείο που ο αναγνώστης να αναρωτιέται γιατί δεν προτίμησε να μεταφράσει καλύτερα το συγκεκριμένο βιβλίο (Kevin McDermott, Communist Czechoslovakia, 1945-89. A Political and Social History, Palgrave, 2015). Αντίστοιχα, το πρώτο και το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, που είναι αφιερωμένα κυρίως στην περίοδο 1945-1948, βασίζονται ουσιαστικά σε δύοο μάλλον ξεπερασμένες πηγές: στο βιβλίο του Edward Táborský, γραμματέα του Τσεχοσλοβάκου προέδρου Edvard Beneš, Communism in Czechoslovakia, 1948-1960 (Princeton University Press, 1961) και στο βιβλίο του ουγγρικής καταγωγής πολιτικού επιστήμονα François (Ferenc) Fejtő Το πραξικόπημα της Πράγας (Σιδέρης, 1978). Ακόμα και τότε η αντιγραφή, γιατί ουσιαστικά περί τούτου πρόκειται, των γεγονότων από τις πηγές γίνεται χωρίς σύστημα και χωρίς σεβασμό στα έργα των ιστορικών στους οποίους ο συγγραφέας παραπέμπει.
Εκεί όπου ο συγγραφέας δεν αντιγράφει τις πηγές του το κείμενο βρίθει ανακριβειών. Περιγράφοντας το βιοτικό επίπεδο των Τσεχοσλοβάκων κάνει λόγο για «συνθήκες υλικής ένδειας και μιζέριας», για «σπάνη διατροφικών αγαθών πρώτης ανάγκης», «για συνθήκες γενικευμένης φτώχειας και υπανάπτυξης», για στέρηση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κ.ά. (σ. 93-94). Ασφαλώς η κατάσταση στον εφοδιασμό δεν ήταν ιδανική, όμως στον διατροφικό τομέα, στην παραγωγή και διάθεση καταναλωτικών αγαθών, η Τσεχοσλοβακία δεν ήταν Αλβανία, ούτε Βουλγαρία. Κατείχε (και εξακολουθεί να κατέχει) τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως στην κατανάλωση κρέατος, μπίρας, παραγωγής ΙΧ αυτοκινήτων. Το δε σύστημα υγείας ήταν (και παραμένει) εφάμιλλο των σκανδιναβικών χωρών.
Στη συνέχεια, σχολιάζοντας το επίπεδο χειραφέτησης των γυναικών της Τσεχοσλοβακίας κάνει λόγο για «εκατομμύρια γυναικών (που) προθυμοποιούνταν να “δοθούν” στους νομενκλατουρίστες του “προλεταριακού κράτους” για ένα γεύμα, μερικά χρήματα ή δώρα προϊόντων του δυτικού κόσμου» (σ. 266). Από πού, άραγε, αντλεί στοιχεία και πώς ο συγγραφέας τεκμηριώνει τις παραπάνω παιδαριώδεις αντιλήψεις; Αναφερόμενος στο επίπεδο πολιτισμού στη χώρα κατά τη δεκαετία του ’60, κάνει λόγο για «πνευματική απερήμωση». Πώς μπορεί να τεκμηριωθεί μια τέτοια άποψη όταν, ακόμα και σήμερα, η δεκαετία του ’60 χαρακτηρίζεται κορυφαία στον τομέα της πολιτιστικής δημιουργίας και στην ανάδειξη παγκοσμίως γνωστών λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων; Παρόμοιες ανακρίβειες και ανακολουθίες δημοσιεύονται σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου και θα χρειαζόταν πολύς χρόνος και χώρος για την ανασκευή τους.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου («Η εποχή της λήθης και η καινούργια Άνοιξη»), στο οποίο συνήθως οι συγγραφείς ιστορικών βιβλίων συνοψίζουν τα συμπεράσματά τους αναφορικά με τις αρχικές τους υποθέσεις, ο συγγραφέας αναφέρεται μόνο επιδερμικά στο εξεταζόμενο θέμα. Αντ’ αυτού, επιλέγει να λοιδορήσει συλλήβδην με ευρηματικούς χαρακτηρισμούς -«ακροαριστερές ύαινες» (σ. 284), «Αριστερά χωριάτικου πελατειασμού», «ροκ χωριάτες του ελληνικού σταλινισμού» (σ. 272)- τους εκπροσώπους της αριστεράς. Ο συγγραφέας δεν μπαίνει στον κόπο να εξαιρέσει ούτε εκείνους τους αριστερούς που, όντας έγκλειστοι στις φυλακές της χούντας, στην παρανομία ή στην εξορία, δεν δίστασαν να καταδικάσουν την εισβολή του Σοβιετικών και τη βίαιη καταστολή της Άνοιξης της Πράγας.
Κλείνοντας την παρούσα βιβλιοκριτική δεν απομένει παρά να εκφράσουμε τη λύπη μας για το γεγονός ότι το πρώτο βιβλίο Έλληνα συγγραφέα που είναι αφιερωμένο στην Άνοιξη της Πράγας δεν αποτελεί παρά ένα ατέχνως δομημένο συμπίλημα, με πλήθος ανακριβειών και παρωχημένων ιδεολογικών στερεοτύπων. Ας ελπίσουμε ότι τα γεγονότα της Άνοιξης της Πράγας θα γίνουν γνωστά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μέσα από μια πιο αξιόπιστη αφήγηση.

* Ο Κ. Τσίβος είναι επίκουρος καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Καρόλου, στην Πράγα

Δεν υπάρχουν σχόλια: