6/9/20

Επιστροφή της αρετολογικής ηθικής;

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

CORINE PELLUSON, Ηθική της υπόληψης, μετάφραση: Γιώργος Φαράκλας, εκδόσεις Πόλις, σελ. 422

«Προτού μιλήσουμε για απαγορεύσεις και επιταγές, για καθήκοντα και υποχρεώσεις, για το καλό και το κακό, πρέπει να εξετάσουμε τον τρόπο ύπαρξης των ηθικών δρώντων». Με αυτή τη φράση (σ. 15), η Κορίν Πελλυσόν ορίζει και το ζήτημα το οποίο εξετάζει στο βιβλίο της.
Πού και πώς, όμως, διαμορφώνεται ο ηθικώς δρων; Σε ποια συνθήκη είναι εφικτό οι άνθρωποι να αναλάβουν,  με ενσυνείδητο τρόπο, την ευθύνη να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον; Τέτοια ερωτήματα επαναφέρουν το ζήτημα που αφορά την σχέση ανάμεσα στην ηθική και την πολιτική, όχι ως ηθικολογικό καθορισμό της πολιτικής, αλλά ούτε και ως κυνική αποθέωση της πολιτικής ως τεχνικής της εξουσίας και μόνο, λογιζόμενης ως απολύτως ξένης από κάθε ηθικό προσδιορισμό. Εδώ νοείται μάλλον ως σχέση, η οποία διαρκώς μας υπενθυμίζει ότι οι άνθρωποι, όταν αποφασίζουν να πράξουν κάτι που δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ικανοποίηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους, δεν αποφασίζουν μόνο σκεπτόμενοι ως έλλογα όντα, αλλά αισθάνονται και κάτι.
Στη δημοκρατική ρεπουμπλικανική πολιτική φιλοσοφία –και την αντίστοιχη, βεβαίως, παράδοση– δηλαδή στον Πλάτωνα, στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, καθώς και στον Ρουσσώ, το συγκεκριμένο ζήτημα σχετίζεται ουσιωδώς με τη φύση των πολιτευμάτων. Το ερώτημα τίθεται ως εξής: σε ποιον τύπο, σε ποιο είδος πολιτεύματος μπορούν οι άνθρωποι να είναι έτσι; Σε ποιο πολίτευμα μπορούν οι άνθρωποι να είναι φορείς ατομικής ευθύνης, ως αυτοσυνειδησίας, η οποία θα συνιστά περιεχόμενο της ατομικότητάς τους –και όχι του βουλιμικού, κτητικού ατομικισμού– ώστε αυτή η πλούσια και περιεκτική ατομικότητα να είναι εκδήλωση της αυτονομίας τους;

Η σχέση ανθρώπου – πολίτη και πολιτεύματος είναι η σχέση ανάμεσα στην αυτοπραγμάτωση του πρώτου και την συνθήκη αυτής της αυτοπραγμάτωσης, που είναι το πολίτευμα. Έτσι, όμως, συναντάμε ξανά και την σχέση ελευθερίας και ισότητας, στον βαθμό τουλάχιστον που η ελευθερία, λογιζόμενη ως αυτονομία, άρα ως αυτόβουλος περιορισμός της ελευθερίας, πραγματώνεται ως ίση αυτονομία όλων. Φτάνει, όμως, να το πούμε αυτό μόνο ως άσκηση, ως  προσωπική και πολιτική αγωγή στην ενσυνείδητη αποδοχή και την συνεπή εκτέλεση ενός καθήκοντος; Μπορούμε να το κάνουμε αυτό, χωρίς να γνοιαστούμε για την σχέση ανάμεσα στο καθήκον και τα συναισθήματα που ωθούν έναν άνθρωπο στο να συνδέσει την αυτοπραγμάτωσή του με την ευθύνη τέτοιων καθηκόντων; Στην περιοχή που ορίζουν και χαρτογραφούν αυτά τα ερωτήματα, αναδεικνύεται η σχέση ηθικού καθήκοντος και αρετής. Ποια σημασία του ανθρώπου αναδεικνύει –ή και προϋποθέτει– αυτή η σχέση; Είναι η έννοια του αυτόνομου ανθρώπου, που επιλέγει να θέσει ο ίδιος νόμο στον εαυτό του, άρα και να περιορίζει ο ίδιος την ελευθερία του, ώστε να πράττει σύμφωνα με τον ηθικό γνώμονα που θα καθοδηγεί την πράξη του, και το τι αισθάνεται ο ίδιος, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους άλλους.
Μόνο που, σε αυτούς τους άλλους, η Κορίν Πελλυσόν συγκαταλέγει και άλλα πλάσματα, χωρίς δυνατότητα έλλογου αυτοκαθορισμού, χωρίς γλώσσα, αλλά με δυνατότητα να επικοινωνούν και, σίγουρα, να αισθάνονται: συγκαταλέγει και τα ζώα. Ωστόσο, το ζήτημα πάντα θα αφορά τα υποκείμενα που τελούν την ηθική πράξη. Αναφύεται, συνεπώς, και ένα ζήτημα σε σχέση με το πού θα εστιαστεί η σχετική θεώρηση. Άλλως πώς, το κέντρο της εστίασης θα είναι οι οδηγητικές αρχές του ηθικού πράττειν ή κάποια επιμέρους κίνητρα που παρωθούν τα δρώντα υποκείμενα της ηθικής πράξης, δηλαδή του ανθρώπους; Επιπλέον, αυτά είναι δύο διαφορετικά ζητήματα ή δύο εκδοχές ενός ενιαίου ζητήματος, στον βαθμό που οι οδηγητικές αρχές του πράττειν και τα κίνητρα που ωθούν στην τέλεσή του ταυτίζονται;
Όλα τα παραπάνω απολήγουν στο παμπάλαιο ερώτημα σχετικά με το πώς πρέπει να ζει κανείς. Είναι ένα σωκρατικό, πρωτίστως, ερώτημα. Είναι το πρωταρχικό, οδηγητικό ερώτημα, εφόσον με αυτό διανοίγεται η προοπτική του απορητικού  ηθικού στοχασμού, ως προς την παραδοχή ότι υπολείπονται σε ορθολογικότητα  οι πρακτικές στάσεις και συμπεριφορές, οι οποίες αντίκεινται στις ηθικές μας παραδοχές. Σε αυτές περιλαμβάνονται και οι ηθικές μας ενοράσεις ως προς τον αναγκαίο σεβασμό αρχών και κανόνων συμπεριφοράς.
Η κοινή εμπειρία, ωστόσο, δείχνει ότι είναι αλλιώς τα πράγματα. Αυτό, από την άλλη, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τον πρακτικό λόγο. Ο πρακτικός λόγος δεν είναι απλώς ένα σχέδιο για το πώς θα επιτύχουμε κάποιους σκοπούς, αλλά είναι ο γνώμονας για να αναζητήσουμε τέτοιους σκοπούς. Η αναζήτηση, όμως, των σκοπών, προς τους οποίους θα κατευθύνεται η πρακτική μας δραστηριότητα, προϋποθέτει ήδη μια ηθική σκοπιά, η οποία, πολύ συχνά, είναι σε διάσταση –ή και σε ανοικτή σύγκρουση– με τα ατομικά συμφέροντα.
Επιστρέφουμε, έτσι, στο κύριο ζήτημα το οποίο αφορά τον πράττοντα άνθρωπο. Επιστρέφουμε στο κατεξοχήν ζήτημα, που δεν είναι άλλο από το ποιος είναι ο αυτόνομος άνθρωπος, αυτός δηλαδή που προκρίνει στόχους, προς τους οποίους θα κατευθύνει ο ίδιος την πράξη του, οι οποίοι θα είναι συμβατοί με την ηθική σκοπιά, άρα και με την προτεραιότητα του πρακτικού λόγου. Αυτός αποτυπώνεται και με την πρόταξη αντίστοιχων πρακτικών αιτημάτων, όπως είναι η ίση μεταχείριση όλων, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, ο σεβασμός στην ίση αξιοπρέπεια όλων. Όμως, και πάλι η κοινή εμπειρία θα σταθεί απέναντί μας, διότι σε αυτήν προσκρούει κάθε σχέδιο για την συναγωγή ενός ηθικού συστήματος από τέτοιες γενικές αρχές.
Εδώ, είναι σημαντικό να αναστοχαστούμε τη δυνατότητα ενός εγχειρήματος που θα αποβλέπει στο να συνταιριάξει κανονιστικές αρχές του πράττειν με ουσιώδεις, αρετολογικούς προσδιορισμούς της ηθικότητας, ώστε αυτή να εμπλουτισθεί από αυτούς τους προσδιορισμούς. Σε αυτή την περίπτωση, εμπλουτίζεται και βαθαίνει και η ηθική ορθολογικότητα, εφόσον η ίδια θα προϋποθέτει έναν ισορροπημένο συντονισμό αρχών και αρετών, άρα και συναισθημάτων. Εδώ, ερχόμαστε ξανά στην προβληματική της Πελλυσόν, διότι το βιβλίο της μπορεί να διαβαστεί (και διαβάζεται και πολύ άνετα χάρις και στην πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου Φαράκλα) και από την σκοπιά αυτού του προβλήματος.
Εάν, δηλαδή, εξετάσουμε την ηθική πράξη και από αυτή την οπτική, τότε ίσως διαπιστώσουμε τα όρια της από μέρους μας κατανόησης των παραγόντων που καθορίζουν την ανθρώπινη πράξη και θέτουν σε λειτουργία τον μηχανισμό της, δηλαδή τις προθέσεις, τον πρακτικό συλλογισμό, τον συναισθηματικό μηχανισμό. Εάν, λοιπόν, σε αυτό το κατανοητικό εγχείρημα, συμπεριλάβουμε και τον ρόλο των συναισθημάτων ως προς την διαμόρφωση και την πρόκριση των λόγων που ωθούν στην ηθική πράξη –και, ως εκ τούτου, θα είναι και οι λόγοι που θα μπορούν να την δικαιολογήσουν– τότε θα έχουμε προχωρήσει προς το να κατανοήσουμε τα ίδια τα συναισθήματα ως καταστάσεις οι οποίες αποτελούνται –για την ακρίβεια συντίθενται– και από επιθυμίες και προθέσεις και από πεποιθήσεις. Νομίζω ότι η ηθική της υπόληψης, η οποία, όπως την ορίζει η Πελλυσόν, «είναι ένας τρόπος ύπαρξης που αποκτούμε κατά την πορεία μιας διαδικασίας μεταμόρφωσης του εαυτού μας»(σ. 18), αποτυπώνει και αυτήν την σύνθεση.
Η διαδικασία της μεταμόρφωσης του εαυτού, όμως, είναι και διαδικασία θεμελίωσης του αυτοσεβασμού, ο οποίος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον σεβασμό και την επάξια αναγνώριση και των άλλων ανθρώπων. Μόνο των ανθρώπων; Η Πελλυσόν θα προεκτείνει την εκδήλωση σεβασμού και στα ζώα και στο περιβάλλον, δηλαδή στο φυσικό σπίτι όλων των πλασμάτων. Καθολικεύει την εκδήλωση του αυτοσεβασμού, άρα μας επιτρέπει να συλλάβουμε το θεωρητικό της εγχείρημα, το οποίο ορίζει ως «ηθική της υπόληψης», όχι μόνο ως θεμελίωση αυτοσεβασμού, αλλά και αξιοπρεπούς ζωής. Άλλωστε το μέλημά της, η έγνοια της, έγκειται όχι μόνο στο  ποιος τρόπος ζωής θα πρέπει να ευνοείται, αλλά και στο να προκρίνεται αυτός ως ζωή με αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια. Είναι μια ζωή που την ζει κανείς μαζί με τους άλλους, οπότε προϋποθέτει και την τέχνη του να ζει κανείς μαζί με τους άλλους. Είναι μια πιο μεστή ζωή. Είναι μια νοηματικώς πυκνότερη θεώρησή της. Είναι μια συναισθηματικώς δοτικότερη και πλουσιότερη βίωσή της. Είναι, κυριολεκτικώς, συμβίωση.
Η συμβίωση είναι, για την Πελλυσόν, ένα επίτευγμα. Η Πελλυσόν πηγαίνει στον Πλάτωνα των «Νόμων» και στα καθήκοντα που έχει κάποιος έναντι του εαυτού του. Δεν πρόκειται για την εγωιστική φροντίδα του εαυτού, αλλά για το πώς, κατά τον Πλάτωνα, η αναγνώριση κάποιων αγαθών ως σκοπών μπορεί να επιφέρει την ηθική και ψυχική καλλιέργεια του εαυτού, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται και η μέριμνα για τους άλλους. Και, κατά τον Πλάτωνα, όταν κάποιος το επιτυγχάνει αυτό, τότε η μέριμνά του για τους άλλους γίνεται ένα καθήκον που έχει προς τον εαυτό του. Και τότε, κατά την πλατωνική απόφανση, τιμά την ψυχή του. Η ηθική της υπόληψης, που εκθέτει και μας προτείνει η Πελλυσόν, είναι, νομίζω, σε μεγάλο βαθμό, κεντημένη επάνω σε αυτόν τον καμβά.

Ο Στέφανος Δημητρίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.


Παναγιώτης Κεφαλάς, Χωρίς τίτλο, 2019, λάδι σε καμβά, 20 x 25 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: