Στέλλα Ν. Χρίστου, “Homofaber in space”, 2019-2020, ηχητικό γλυπτό-εγκατάσταση, (πολυπρόσωπες πέτρες του Σύμη Σουκιούρογλου, ηχεία, σίδηρος, καλώδια, μπάλες), 3,20 x 1,50 x 1,00μ. |
ΤΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ
Εκείνη
την ημέρα αυτός ο άνθρωπος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Ξύπνησε μάλλον
βαρύθυμος, με τον ύπνο του στοιχειωμένον από ονείρατα που δεν θυμόταν όμως.
Ζωντανοί και πεθαμένοι σε έναν τρελό χορό. Το γαϊτανάκι της φρίκης. Διονυσιακές
τελετές ανείπωτης έντασης. Γονιμολατρικά έθιμα χαμένα βαθιά στο σκοτεινό
υποσυνείδητο της ανθρωπότητας. Ανήλιαγα κελιά που άνοιξαν απότομα και ξέβρασαν
τη μούχλα τους παντού. Γέμισαν οι τοίχοι σκεπτομορφές και ξεραμένη χολή.
Όμως
αυτός είχε το γιατρικό. Δεν ήταν και χθεσινός! «Η άνθρωπους», έτσι τον έλεγαν
στο στρατό. Είχε αφήσει εποχή στη Λάρισα. Λοχίας με τα όλα του. «Γαμούσε κι
έδερνε», που λέει ο λόγος. Όχι ότι δεν το έκανε και κάποιες φορές. «Αλλά αυτά
δεν τα λέμε. Είναι τα μυστικά της ψυχής μας. Δεν τα λέμε ούτε στον παππά μας».
Μετά
η ζωή του κύλισε ομαλά. Τυφλοσούρτης. Αρκεί να πατάς στα χνάρια των άλλων. Να
κρατάς την ουρά του μπροστινού σου. Σαν τα ζώα στο βουστάσιο. Από την κούνια
μέχρι το σφαγείο δεν είναι μακρύς ο δρόμος. Τα βρήκε όμως σκούρα στη δουλειά
του. Στην αρχή. Μέχρι να μάθει τα κατατόπια. Μέχρι να μυηθεί στα κόλπα. Μέχρι
να «εγκληματιστεί». Το «ι» με «ήττα». Ναι, ήτανε ήττα αυτό, όπως και να το
πάρεις, ακόμα και για έναν ρεζίλη, έναν χαμένο, ένα ρεμάλι σαν αυτόν, που δεν
είχε μήτε ιερό μήτε όσιο. Μίζες, ρεμούλες, λαμογιές, ίντριγκες, μαφιόζικα
χτυπήματα κάτω από τη μέση… Απ’ όλα είχε ο μπαξές. Όμως ήταν σκληραγωγημένος
αυτός. Βουνίσιο κόκκαλο. Στο χωριό επάνω εκεί μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού
τα οικήματα. «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια», ή «μικρό χωριό κακοί γειτόνοι».
Έτσι,
όσο κι αν στην αρχή τα βρήκε κάπως σκούρα και κάθε Παρασκευή που έφευγε από το
γραφείο ήθελε να παραιτηθεί και κάθε Δευτέρα «έβαζε την ουρά κάτω από τα
σκέλια» και χτύπαγε την καρτούλα του. «Την Αγία Καρτούλα μου», όπως έλεγε μια
συνταξιούχα καθαρίστρια του Δήμου, που διέμενε στην πολυκατοικία τους, δεύτερο
υπόγειο δεξιά, δίπλα στο καλοριφέρ που μπουμπούνιζε…. Τελικά, που λέτε, για να
μην μακρηγορώ, τα κατάφερε ο τύπος και ανελίχθηκε στην ιεραρχία. Έγινε και
προϊστάμενος, αφού παραγκώνισε, συκοφάντησε κι εξόντωσε άλλες και άλλους,
απείρως ικανότερους και τιμιότερους… Έφτασε να γίνει μέχρι και διευθυντής,
μόλις πέθαναν οι δύο προηγούμενοι. Όχι, δεν έβαλε το χεράκι του. Ήτανε η μοίρα,
θέλημα διαβόλου να κάτσει σε υψηλό θώκο. Κι από εκεί και πέρα ξεσάλωσε. «Ποιος
είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε». Αυταρχισμός και άγιος ο θεός. Τις κατάρες
με τη σέσουλα τις έτρωγε από τους υφισταμένους του. Κι ελέω κρίσης, μνημονίων
και κορωνοϊού, μακροημέρευσε στην δερμάτινη καρέκλα.
Μέχρι
εκείνο το πρωί. Που το υποσυνείδητό του τον έφτυσε κατάμουτρα. Ένιωθε λερός και
τρισάθλιος. Ήξερε όμως το γιατρικό: ξύρισμα, προσεκτικό, κόντρα, ένα καλό
λούσιμο, πιστολάκι, ζελ, η κολώνια, η ακριβή, εκείνη που του χαρίσανε οι
δουλοπάροικοί του πέρυσι στα γενέθλιά του, για να τον καλοπιάσουνε, για να τον
έχουνε από κοντά, για να τους προσέχει και να μην τα βάζει συνέχεια μαζί τους
για ψύλλου πήδημα. Έκανε και αφρόλουτρο, αργό, ηδονικό, με κίνδυνο να αργήσει να
εμφανιστεί στη δουλειά, όμως «δεν έτρεχε κάστανο», δεν είχε να δώσει λογαριασμό
σε κανέναν. Εντάξει;
Μα
κάτι μέσα του τον έτρωγε. Ήξερε, από παιδί, εκεί ψηλά στο χωριό, που πήγαινε
ξυπόλητος στο σχολείο και κρέμαγε τα παπούτσια του στο λαιμό, μην του χαλάσουνε
και δεν έχει να φορέσει το Πάσχα, ήξερε πως τα όνειρα, τέτοιου είδους όνειρα
δεν βγαίνουνε ποτέ σε καλό. Πήγε λοιπόν και κάθησε στην καρέκλα με τα καρφιά,
στο πολυπόθητο πόστο του, στο πολύπαθο Ελληνικό Δημόσιο, αγκιστρωμένος από το
πρόσκαιρο αξίωμά του, που είχε «πατήσει επί πτωμάτων» για να το πάρει και δεν
σκόπευε να το αφήσει πάση θυσία.
Εκείνο
ειδικά το πρωί φέρθηκε ιδιαίτερα απαξιωτικά σε όλους, ειδικά στους ικανούς.
«Καρότο και μαστίγιο, καρότο και μαστίγιο…». Μόνο που τα δικά του καρότα είχανε
τελειώσει προ πολλού και δεν θυμάται κανείς τη γεύση τους. Έκανε όλες τις
κατινιές που είχε στο ρεπερτόριό του, διέπραξε όλα τα ατοπήματα, παρέβη άπειρες
φορές τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα. Είχε κερδίσει ασυλία, είχε σχηματίσει τη
μαφία του, αργά και μεθοδικά, η συμμορία, η δική του συμμορία ήταν πάντα έτοιμη
να τον υπερασπίσει, να βάλει το στήθος της μπροστά και να τον βγάλει ασπροπρόσωπο.
Τα είχε όλα υπολογίσει σωστά, άπειρες φορές, με το νι και με το σίγμα. Όμως
κάτι δεν πήγαινε καλά, ειδικά εκείνη την ημέρα. Κάτι του διέφευγε. Έμοιαζε ο
χρόνος παγωμένος. Σε κάποιο απροσδιόριστο «εκεί»…
Μέχρι
που χτύπησε στο τηλέφωνο. Στην αρχή πάνιασε. Μετά ζήτησε «λίγο νερό». Κατόπιν
λιποθύμησε. Τον πήρε ασθενοφόρο. Την άλλη μέρα μάθανε τα καθέκαστα οι πάσης
φύσεως καλοθελητές και αργόσχολοι: «είχε πεθάνει, που λέτε, η μοναχοκόρη του
στην Αμερική, εκείνη ντε που έκανε μεταπτυχιακό στην Βιοηθική, ναι, έτσι το
λένε αυτό το πράγμα, ή κάπως έτσι… Κι επειδή συμμετείχε σε πειράματα απόρρητα,
δεν θα του δώσουν ούτε τη σωρό της να την θάψει. Βαρύ το χτύπημα, ειδικά τώρα,
μετά τον θάνατο της γυναίκας του σε ατύχημα, βρήκανε στο αίμα της μεγάλες
ποσότητες αλκοόλ…». Αυτά λέγανε οι καλοί του υπάλληλοι και τρέμανε τη στιγμή
που θα επιστρέψει, αν ποτέ επιστρέψει. Γιατί τότε, τότε, ένας θεός ξέρει τι θα
τους κάνει, σε ποια λεπτά μαρτύρια θα τους υποβάλλει, τι κατάχρηση εξουσίας θα
κάνει, πόσες φορές και πώς θα παραβεί το καθήκον του. «Αλλά δίκιο έχει, αφού
βρίσκει και τα κάνει. Καλά, δεν βρίσκεται κανένας ανώτερός του να του τραβήξει το
αυτί;».
Αυτά
λέγανε οι ταλαίπωροι υφιστάμενοι στους διαδρόμους και στις τουαλέτες. Και
μετρούσανε, όλοι και όλες, τις μέρες ανάποδα μέχρι την ευλογημένη την σύνταξη.
Σαν τους στρατιώτες που μαδούσαν τα δόντια μιας τσατσάρας υπολογίζοντας τις
μέρες που μένουν μέχρι να απολυθούν. Σαν τους φυλακισμένους. Ιδρυματισμός είν’
αυτός. Και μάλιστα από τους χειρότερους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου