26/7/20

Αναπαραστάσεις της ιστορίας και ιστορία των αναπαραστάσεων

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ, Κινηματογράφος και ιστορία. Η κατοχή και η αντίσταση στις ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους από το 1945 μέχρι το 1981, εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 408

Αραιά δόντια, άγριο βλέμμα, γένια, μεγαλοακρία: αυτή η αποκρουστική εικόνα του «Εαμοβούλγαρου» θα «μετοικήσει» από τα πρωτοσέλιδα του συντηρητικού Τύπου της εμφυλιακής και ψυχροπολεμικής περιόδου στις οθόνες του κινηματογράφου κατά την περίοδο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Αν και το βιβλίο του Γιώργου Ανδρίτσου, επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής του διατριβής (2009), μελετά συστηματικά, όπως προκαταθέτει και ο τίτλος του, τις μυθοπλαστικές αναπαραστάσεις της Κατοχής και της Αντίστασης, κατά την περίοδο 1945 έως 1981, κάθε προσεκτικός αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί, γενικότερα, ποιος είναι ο «ιστορικοποιημένος» κινηματογραφικός εαυτός μας, ποιος είναι ο συναφής κανόνας και πως διαμορφώθηκε, ποιες υπήρξαν οι ιστορικές αφηγήσεις, ποιες εικόνες υπήρξαν ευρέως διαθέσιμες και πώς συνδιαμόρφωσαν τη συλλογική μνήμη.
Το θέμα αφορά μια καίρια στιγμή της ελληνικής πολιτικής και πολεμικής Ιστορίας και η μελέτη είναι οργανωμένη με τον νόμιμο επιστημονικά τρόπο (ιστορικό και θεωρητικό πλαίσιο, κριτήρια περιοδολόγησης και μοντέλο ανάλυσης των ταινιών). Η οργάνωση των κεφαλαίων της μελέτης ακολουθεί την χρονολογική συνέχεια, σε άμεσο συσχετισμό με την ελληνική πολεμική και πολιτική Ιστορία. Η λογοκρισία (έννοια κλειδί) αλλά και η αποσιώπηση, η αυτολογοκρισία, οι υπαινιγμοί και οι μετωνυμίες στις δημιουργικότερες περιπτώσεις χαρακτηρίζουν την πρώτη φάση και τις υποπεριόδους της (σ. 63-160). Το ψυχροπολεμικό κλίμα και η βιαιότητα των παραχαράξεων που θα χαρακτηρίσουν την περίοδο της δικτατορίας (σ. 161-224) μελετώνται, επισταμένα και ευρηματικά, στο συναφές κεφάλαιο (σ. 161-224). Ο αντικομμουνιστικός οίστρος και οι κινδυνολογικές κραυγές των συγκεκριμένων ταινιών θα αντικατασταθούν από ωριμότερες απεικονίσεις κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο (1974-1981). Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο (σ. 227-269), ο Ανδρίτσος μελετά τόσο τον κινηματογραφικό λόγο όσο και τις αντιδράσεις που ήγειραν ταινίες από την «αριστερή όχθη» όπως ο Θίασος (1975) και οι Κυνηγοί (1977) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η Καγγελόπορτα (1978) του Δημήτρη Μακρή και Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1980) του Νίκου Τζίμα, αλλά και ταινίες που επιχείρησαν, καλλιτεχνικά ανισοβαρώς, την άρθρωση ενός δεξιόστροφου πολιτικά λόγου (17 σφαίρες για έναν άγγελο του Νίκου Φώσκολου και Κατάσκοπος Νέλλη του Τάκη Βουγιουκλάκη).

Διαβάζοντας τη μελέτη διαπιστώνει κανείς ότι η αναζήτηση της ελληνικότητας διαμορφώνεται ως αντίδραση σε μια κρίση εθνικής ταυτότητας, η οποία και ενεργοποιείται στο ζήτημα της ιστορικής και πολιτισμικής συμμετοχής. Εκτός από την  υπεράσπιση μιας «ευάλωτης» εθνικής ταυτότητας, ζητούμενο αποτελεί και η κινηματογραφική άρθρωση ενός είδους συνέχειας η οποία καλείται να εξοπλίσει με τα απαραίτητα επιχειρήματα ενάντια στους εξωτερικούς κινδύνους.
Το corpus των ταινιών από τις οποίες αλιεύονται στοιχεία ή αναλύονται διεξοδικά δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητο: στο παράρτημα (σ. 295-386) καταγράφονται, με εύχρηστο τρόπο, στοιχεία για 182 ταινίες της περιόδου 1945 έως 1981, από τις Ραγισμένες καρδιές (1945) μέχρι την Κατάσκοπο Νέλλη (1981), ενώ για τις αντιπροσωπευτικότερες από αυτές παρατίθενται αποσπάσματα από τις δημοσιογραφικές κριτικές που συντάχθηκαν σε ευρέως πολιτικού φάσματος εφημερίδες, υπογραμμίζοντας έτσι και τα στοιχεία της αντιρρητικής τους πρόσληψης. Χωρίς να μειώνει την αξία του εγχειρήματος και ακόμη και αν δηλώνεται προγραμματικά από τον Ανδρίτσο (σ. 13), μάς έλειψε μια επικαιροποίηση των προβληματισμών της διατριβής, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι την τελευταία δεκαετία έχει εμπλουτιστεί εντυπωσιακά η συναφής γενική και ειδική βιβλιογραφία και αρκετές ταινίες που ελάνθαναν είναι πια διαθέσιμες. Ως ταινίες-πιλότοι που κεντρίζουν το μελετητικό ενδιαφέρον αξιοποιούνται φιλμ με κατεστημένη αξία όπως Οι Γερμανοί ξανάρχονται, Ξυπόλητο τάγμα, Προδοσία, Μπλόκο, Το κανόνι και το αηδόνι, αλλά και (δίκαια) αγνοημένες ψυχροπολεμικές κατασκευές της ιστορικής συγκυρίας (δικτατορία), εξαφανισμένες πια ακόμη και από τους τηλεοπτικές δέκτες. Η προσέγγιση των τελευταίων ταινιών αποτελεί συμβολή στη μελέτη του ελληνικού σινεμά.
Ο Ανδρίτσος ταυτοποιεί και συστηματοποιεί τις περίπλοκες διαδράσεις και την αφηγηματική λειτουργία της στερεοτυπίας, χωρίς να παραγνωρίζει καταστάσεις και αλληλουχίες, οι οποίες ευθυγραμμίζονται με ευρέως διαδεδομένες πολιτισμικές διατάξεις. Στη μελέτη οι συνθετότερες απεικονίσεις μετατρέπονται σε «στερεότυπα ανοικτής δομής», τα οποία λειτουργούν ως συνδεδεμένα αποθέματα πολιτιστικής εμπειρίας και γνώσης. Άλλα από αυτά τα οπτικά «κείμενα», παρότι εκκινούν ως αληθοφανείς και αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, σταδιακά παγιώνονται σε συμβατικές οντότητες και άλλα ενεργοποιούν διακειμενικές αξίες (Αγγελόπουλος). Οι συμβάσεις της δράσης ως εντάσεις και απειλές της κοινωνικής και πολιτικής τάξης συναντώνται στην πλειονότητα των ταινιών μέχρι τη μεταπολίτευση (λογοκρισία πολλαπλών κατευθύνσεων). Στη μεταπολίτευση η κατανόηση της εθνικής ιδέας και η (ανα)κατασκευή μιας συλλογικής ταυτότητας γίνεται με διαφοροποιημένες στρατηγικές. Τότε ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την αφήγηση ενός παρελθόντος ως μάθημα για να σχολιάσει το παρόν (Αγγελόπουλος), γι’ αυτό και ανατρέπει τον παγιωμένο λόγο, δημιουργεί τομή και ενοχλεί. Η πρόσκληση για πειραματισμό δια της μπρεχτικής αποεξοικειοποίησης και η επιλογή στοιχείων από την περιοχή του λαϊκού πολιτισμού γίνονται εργαλεία κριτικής ανάλυσης. Αφηγηματικές αναδρομές στο παρελθόν και αφήγηση δια του μοντάζ (επικό θέατρο), τραγική ειρωνεία και διακριτές «φωνές» των χαρακτήρων, ερμηνευτική προσέγγιση των ηθοποιών πέρα από τον κηρυγματικό στόμφο.
Η μελέτη προσφέρεται για μια διαδικασία αναθεώρησης των μηχανισμών οικοδόμησης της εθνικής ταυτότητας και των διαδικασιών που ενεργοποιούν τους εθνικιστικούς λόγους. Ο «τόπος» της Ιστορίας εμφανίζεται ως μια στρατηγική επιχειρηματολογίας κατά τη διαδικασία της «αυτοπαρουσίασης» (εικόνα του εαυτού και ιστορικό παράδειγμα). Η Ιστορία επανεξετάζεται, ερμηνεύεται επιλεκτικά, εξατομικεύεται και υιοθετείται ως μια εθνική οχύρωση βασισμένη στην αφηγηματικότητα του παρελθόντος. Εκεί όπου ο ιστορικός χρόνος και χώρος αναμειγνύονται με την εθνική φαντασία.

Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

Κωστής Βελώνης, Pierrot in Love, 2020, ξύλο, κοντραπλακέ, ακρυλικό και μάρμαρο, 143 x 60 x 45 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: