8/3/20

Μετά-γραφή

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ

ΕΛΕΝΗ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ, Κύριος Πηνελόπη, εκδόσεις Κίχλη, σελ. 176

Διακειμενικόν παίγνιον, ή plagiaristic fun, ό,τι κι αν είναι αυτό το υβριδικό ευθυμογράφημα με ελάχιστα ψήγματα υποκειμενικής αλήθειας, θα έπαιρνε ίσως άριστα ως μεταπτυχιακή άσκηση ύφους (απουσία λογοτεχνικού ύψους), αλλά του λείπει εντελώς το αφηγηματικό «ψαχνό» και το μυθοπλαστικό «δόλωμα». Η υπέρ-μόρφωση των σύγχρονων νέων που τους καθιστά ενίοτε «over-qualified» για την αγορά εργασίας (όχι μόνο τη ντόπια αλλά και τη διεθνή) οδηγεί αναπόδραστα σε μια νοητική παρά-μόρφωση, όχι όμως και στην πολυπόθητη μετά-μόρφωση σε κάτι ανώτερο, λειτουργικό, δημιουργικό κι ελπιδοφόρο. Ηχηρή σιωπή κραυγάζει μέσα από τη διαμεσολαβημένη εμπειρία. Ο τριτογενής τομέας παροχής υπηρεσιών έφτασε τώρα και στη λογοτεχνία, αφού η πραγματική, ζησμένη ζωή απουσιάζει εντελώς και συγγραφείς, ως ανήλιαγα φυτά εσωτερικού χώρου, ψελλίζουν δειλά τον αναμασημένο κι αναχαραγμένο λόγο τους, που είναι κυρίως νοητικός και δεν παραπέμπει στις άλλες διαστάσεις του ανθρώπου.
Υβριδικό δοκίμιο παραπομπών, παραθεμάτων το ανάγνωσμα, χαριτωμενιά διακειμενικότητας, βασίλειο του ελεύθερου αχαλίνωτου συνειρμού είναι κατά την επαγγελματική μου γνώμη το βιβλίο αυτό. Νοητικό κατασκεύασμα, υπέρ-λογοτεχνία, σπορά αβαρών λέξεων σε ανύπαρκτο χωράφι. Βιβλίο μετά-γραφής και μετά-ποίησης. Θα προτιμούσα, ως επαρκής αναγνώστης, να διάβαζα ένα βιβλίο από-ποίησης, όπως στα ελάχιστα χωρία αυτού του πονήματος που μιλάει για την ανασφάλεια και την ηττοπάθεια των παραμορφωμένων νέων μας όταν πάνε σε «οντισιόν» για εργασία ή ασχημονούν πάνω σε αγάλματα αγαπημένων λογοτεχνών του συστήματος, οργισμένοι από τους «καταξιωμένους». Σε εκείνες τις λιγοστές αληθινές σελίδες, τις βιωμένες, έστω κι έμμεσα, τις βγαλμένες από μια αυθεντική προσωπική μυθολογία, διέγνωσα ψήγματα αφηγηματικής πρωτοτυπίας και υφολογικής επάρκειας. Κατά τα άλλα, το βιβλίο αυτό σα σύνολο μοιάζει με άσφαιρο βόλι, πρόκειται για έναν αυτοσαρκασμό που ξεκινάει με τη σωστή δόση ειρωνείας και καταλήγει σε φαρσοκωμωδία, ανιαρή, ανούσια, ακούσια και χιλιοπαιγμένη. Ακόμα κι αν είχε κάποιο νόημα στην αρχή, έστω και ως πρόθεση, το χάνει καθ’ οδόν με την αλόγιστη επανάληψη.

Τόσο αδιέξοδος λοιπόν φαντάζει ο κόσμος μας στους σύγχρονους τριαντάρηδες-σαραντάρηδες που έζησαν ως μωρά-νήπια-παιδιά κι έφηβοι ακόμα την ψευδαισθητική και παραισθητική Αφθονία των χρυσών δεκαετιών 1980 και 1990 και τώρα απολαμβάνουν τα αγαθά της αυτολύπησης στα χρόνια της Κρίσης; Φαίνεται πως η γεωργο-κτηνοτροφική Ελλάδα που εξαστικοποιήθηκε απότομα από το 1958 έως το 1973, μαζί με τους ακαλλιέργητους αγρούς διαθέτει κι ακαλλιέργητους (αλλά γραμματισμένους) εαυτούς. Δεν αρκούν τα Γράμματα για τη Μόρφωση. Κι η Μόρφωση δεν αρκεί για τη Λογοτεχνία. Απαισιοδοξίας το ανάγνωσμα, θλιβερό παρά-προϊόν μιας πολιτισμικής κρίσης που είναι παγκόσμια και υπέρ-εθνική. Κι αν γράφω κάπως αυστηρά για αυτό το συμπαθητικό πόνημα της πρωτοεμφανιζόμενης θεατρολόγου και φιλολόγου Ελένης Γιαννάτου, που γεννήθηκε το 1979 στον Πειραιά κι εργάζεται στην Αθήνα, είναι γιατί πιστεύω πως η Κριτική δεν πρέπει να σωπαίνει και να χαμογελά συμβατικά χαϊδεύοντας μάτια και αυτιά, γιατί μετά το κάθε τι παγιώνεται, πολλαπλασιάζεται, γίνεται πρότυπο μίμησης, ειδικά αν φέρει τη σφραγίδα ενός σοβαρού εκδοτικού οίκου και πρόκειται για ένα καλο-επιμελημένο τυπογραφικό εγχείρημα με απαιτήσεις.
Δεν θέλω να σας πω κάτι άλλο δικό μου, αντιγράφω απλώς ένα σύνθημα από τον τοίχο γηπέδου της Έδεσσας, λίγο πριν τους καταρράκτες: «Αφού δεν έχεις τι να πεις γιατί ταλαιπωρείς τις λέξεις;». Ο τίτλος, «Κύριος Πηνελόπη», ομολογώ πως είναι προκλητικός, καθώς και ο αντίστοιχος «ήρωας», όμως οι καλές προθέσεις πνίγονται σε μια κουταλιά διακειμενικό νερό που μας κατακλύζει. 

Γιώργος Μπουζιάνης, Ο θείος, 1950, λάδι σε κοντραπλακέ, 101 x 72 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: