ΤΗΣ ΔΑΝΑΗΣ ΚΑΡΥΔΑΚΗ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Ο Ντενκτάς στον Νότο. Η κανονικοποίηση της
διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά, εκδόσεις Ψηφίδες,
σελ. 288
«Η Κύπρος κείται
μακράν» είπε το ’74 ο Καραμανλής. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για την
παραγωγή μελετών που να προσεγγίζουν την τραυματική ιστορία της Κύπρου χωρίς να
εξωτικοποιούν το νησί και τους κατοίκους του φορώντας του ανεφάρμοστα ερμηνευτικά
σχήματα ή να αναπαράγουν μύθους περί καλού εναντίον κακού, ξανατραυματίζοντας
εν τέλει τα υποκείμενα. Το βιβλίο του Γρηγόρη Ιωάννου Ο Ντενκτάς στον Νότο, που παρουσιάζει τη σταδιακή κανονικοποίηση
της διχοτόμησης στον λόγο των Ελληνοκύπριων και την απομυθοποίηση του
ηγεμονικού αφηγήματος για το Κυπριακό, ότι για τη μη επίλυση φέρουν
αποκλειστική ευθύνη οι Τουρκοκύπριοι, αποτελεί μια αξιοσημείωτη εξαίρεση σε
αυτόν τον κανόνα και, ελπίζω, την αρχή μιας νέας βιβλιογραφικής παραγωγής -οι
εκδόσεις Ψηφίδες και η κυπρολογική σειρά «Ρότσος» μπορούν να αποτελέσουν
εγγυητές (για να χρησιμοποιήσω έναν προσφιλή στο Κυπριακό όρο) αυτής της νέας
σοδειάς.
Από τις κύριες
αρετές του βιβλίου είναι η αίσθηση της ιστορικότητας που το διατρέχει. Παρότι ο
συγγραφέας αφορμάται από τις κοινωνικές επιστήμες, δεν χάνει την επαφή του με
τον ιστορικό χρόνο, αναδεικνύοντας ότι το Κυπριακό και τα νοήματα που φέρει για
τα υποκείμενα δεν υπάρχουν σε ιστορικό κενό αλλά δημιουργούνται, διαμορφώνονται
και επηρεάζονται από τις κοινωνικές, οικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες που
το περιβάλλουν. Τόσο οι ενδοκοινοτικές και οι διακοινοτικές σχέσεις όσο και το
πλέγμα των διεθνών συγκυριών, όπως π.χ. η αποαποικιοποίηση και ο Ψυχρός
πόλεμος, σκιαγραφούνται με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο ώστε να μην παρουσιαστεί
ξανά το Κυπριακό αποκλειστικά ως ένα «μείζον εθνικό ζήτημα» των ελληνοτουρκικών
σχέσεων.
Ο τρόπος με τον
οποίο οργανώνονται οι πληροφορίες, με άξονα αναλυτικές κατηγορίες όπως η τάξη,
η φυλή και το φύλο, είναι επίσης αξιοσημείωτος. Η αναλυτική κατηγορία της
τάξης, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα ώστε να προσδώσει
υλική διάσταση σε κάτι που καμιά φορά φαντάζει ομοιογενές και διαταξικό. Η
εθνικιστική ιδεολογία, υποστηρίζει ο Ιωάννου, έχει έντονο αστικό ταξικό στίγμα,
ενώ η ελληνοκυπριακή εργατική τάξη -που δεν παρουσιάζεται, όπως συχνά συμβαίνει
στην Αριστερά, ρομαντικοποιημένη- έχει διαχρονικά διαποτιστεί από τον εθνικισμό
και μέσα από το εθνοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα που εργαλειοποιεί το βαθύ
κράτος για την αναπαραγωγή του υπάρχοντος status quo.
Η αναλυτική
κατηγορία της φυλής, ή της εθνότητας, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, επίσης
παίζει ρόλο στην ανάλυση του Ιωάννου όταν περιγράφει τις διακοινοτικές σχέσεις
μεταξύ Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων. Κυρίως, όμως, εμφανίζεται σε ένα πολύ
κρίσιμο διακύβευμα: την εν δυνάμει και εν εξελίξει δημιουργία μιας νέας εθνικής
ταυτότητας, της κυπριακής.
Η τελευταία
αναλυτική κατηγορία στην οποία θα ήθελα να σταθώ είναι το φύλο. Στη συζήτησή
του για την κρατική προπαγάνδα των Ελληνοκύπριων, ο Ιωάννου αναφέρεται στην
έμφυλη διάστασή της, θίγοντας ένα πολύ σημαντικό θέμα: τη χρησιμοποίηση των
γυναικών, μανάδων και συζύγων αγνοουμένων, που στέκονταν παραταγμένες με μαύρα
ρούχα, κρατώντας φωτογραφίες των οικείων τους, σε εκδηλώσεις και επετείους. Λόγω
του πεπερασμένου χώρου, δεν αναλύεται το ότι σε μια τόσο τραυματική και
διχαστική συνθήκη, οι γυναίκες στην κυπριακή κοινωνία (και όχι μόνο φυσικά)
έχουν δικαίωμα, και ενδεχομένως και υποχρέωση, αναπαράστασης σχεδόν
αποκλειστικά ως σύμβολα του πόνου, της συμφοράς και του τραύματος. Έχουν
δικαίωμα ως πενθούσες τα χαμένα (κυριολεκτικά ως αγνοούμενα ή μεταφορικά ως
νεκρά) ανδρικά σώματα των γιών τους κατά κύριο λόγο (η μάνα πάντα αποτελεί κάτι
σαν πανανθρώπινο, άχρονο σύμβολο) και δευτερευόντως των συζύγων και αδερφών
τους. Ένα τραυματικό γεγονός που αφορούσε τις ίδιες τις γυναίκες και το σώμα
τους, όπως π.χ. οι βιασμοί που έγιναν το ’74, αποτελεί, φυσικά, πολύ μεγαλύτερο
ταμπού και όχι άξιο διαδήλωσης ή μετατροπής των γυναικών σε σύμβολα. Παρότι μια
τέτοια ανάλυση ενδεχομένως να ξέφευγε κατά πολύ από τους σκοπούς του βιβλίου,
θα είχε αξία, με αφορμή αυτή τη χρήση της πενθούσας γυναίκας στην κρατική
προπαγάνδα, να μελετηθεί περισσότερο η άρρηκτη σχέση μεταξύ εθνικισμού και
πατριαρχίας.
Το πόνημα του Ιωάννου
είναι σπουδαίο διότι ασκεί κριτική στην κρατούσα αντίληψη περί Κυπριακού. Αλλά
είναι και σπουδαίο επειδή ασκεί αυτή την κριτική με την ενσυναίσθηση που πρέπει
σε μια ιστορία τόσο βαθιά περιπεπλεγμένη με το τραύμα. Με άλλα λόγια, αν και
ασκείται δίκαιη κριτική στους Ελληνοκύπριους για το αφήγημα της διχοτόμησης, ο
Ιωάννου δεν τους αποδίδει την ιδιότητα του «κακού» ή του μοναδικού υπαίτιου,
αλλά λαμβάνει υπόψη το τραύμα τους. Καθώς όταν έχει λάβει χώρα ένα τραύμα, ο
τραυματισμένος γυρίζει ξανά και ξανά εκεί, επαναλαμβάνοντας και ξαναζώντας την
εμπειρία μέσα στον νου του, χωρίς στην πραγματικότητα να το επεξεργάζεται και
να μπορεί να κάνει κάτι για να το αλλάξει. Αν και ο ιστορικός χρόνος περνάει, ο
ψυχικός χρόνος θαρρείς και μένει στάσιμος. Στο μυαλό του τραυματισμένου η μόνη
δυνατή αλλαγή είναι η αλλαγή του παρελθόντος και η ως δια μαγείας αναίρεση του
τραύματος. Καθώς αυτό δεν είναι φυσικά δυνατόν, ο τραυματισμένος αντιστέκεται
στην όποια αλλαγή, μένοντας σε μια προσωρινή κατάσταση που συνειδητά
αναγνωρίζει ίσως και ως μη ευνοϊκή, καθώς οποιαδήποτε τελεσίδικη απόφαση θα τον
οδηγούσε αναγκαστικά στην επαναδιαπραγμάτευση του τραύματος. Σε κάθε περίπτωση,
όπως κάθε τραυματισμένος, έτσι και η Κύπρος, όπως λέει ο συγγραφέας στην
τελευταία φράση του βιβλίου, «αξίζει κάτι καλύτερο».
Η Δανάη Καρυδάκη
είναι ιστορικός
Σωτήρης Πανουσάκης, SUPER STAR, 2018, λάδι σε καμβά, 50 x 50 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου