ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Η «γλώσσα» της τέχνης μπορεί να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δύο σφαίρες. Τον κόσμο τον
οποίο αρνείται και τους κώδικές του, και συνάμα την αλλαγή παραδείγματος στο
εσωτερικό της ιδεολογικής σκευής όσων αντιπαρατίθενται συντονισμένα στον
κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό σχηματισμό, για να μείνω στα δικά μας. Και στις δύο
περιπτώσεις η «ιδιωτική» γλώσσα του καλλιτέχνη εκφράζει την έγνοια του να
διασφαλίσει την ιδιαιτερότητά του στην εκδίπλωση της επικοινωνίας του με τον
παραλήπτη του «μηνύματός» του.
Επίσης το καλλιτεχνικό ταξίδι, σε όλους τους δυνατούς κόσμους
και με όλες τις αναμενόμενες επιστροφές, προσφέρει την ευκαιρία για την
αναδίπλωση του υποκειμένου που το επιτελεί ως διανοούμενος περιηγητής. Προφανώς σ’ ένα
τέτοιο γίγνεσθαι επινοούνται κάθε φορά μορφές αμφισβήτησης της πρακτικής του. Η
οικεία «έξις» συγκροτείται μέσα από το
σύνολο των ενδεχόμενων (και όχι δεδομένων) λύσεων. Σε έναν κόσμο αγοραφοβικό
και συνάμα πρωτόγνωρο που τον καθιστά περισσότερο άξενο η επιβαλλόμενη «pensée unique» ως
νομιμοποίηση των οικείων εξουσιαστικών πλεγμάτων και χειραγωγήσεων. Ακόμη και
η οποιαδήποτε «αυλική» τέχνη του καιρού μας δεν προϋποθέτει την εγγραφή της σε
κάποιο «habitus» του
καλλιτεχνικού υποκειμένου που θα μπορούσε τάχα να προλαμβάνει την έκβαση του
παιγνιδιού του. Γιατί στα καταστατικά αντισώματα της τέχνης ανήκει η δυνατότητα
διπλασιασμού του κόσμου. Μια δυνατότητα που σπάνια κανείς την απεμπολεί.
Βέβαια, ο καλλιτέχνης-ταξιδευτής δεν παραμένει, ακόμη κι όταν
το αισθάνεται έτσι, το πρώτον κινούν ακίνητον στους δακτύλιους της
επικοινωνίας, τους οποίους ωστόσο επιδιώκει διαρκώς να διευρύνει και να
εμπλουτίζει σε βιώματα. Έτσι συνθέτει τις «μαρτυρίες»/μορφές μέσα από τη
δημιουργική αναστάτωση που εμπεριέχει το «έτερον», σε όποια διάσταση κι αν
αυτό νοηθεί. Προφανώς η εμπορευματική φαντασμαγορία της «virtual reality» μπορεί να οδηγεί σε
σκηνές εντυπωσιασμού, τις οποίες μπορεί να περιορίζει ο μηχανισμός της
καλλιτεχνικής γραφής που αναγνωρίζει την αντιθετική σύσταση της πραγματικότητας
και των εμπειριών της. Εδώ ακριβώς παρεμπίπτει η κατοπτρική λειτουργία της
τέχνης που ουδέποτε θα ξεθωριάσει, εφόσον ο καθρέφτης της είναι το «μέσα» και
το «έξω» για τα έργα που αυτή φέρνει στο φως. Το «θαυμαστό» παραμένει το
είδωλο ενός κόσμου που μας διαφεύγει, χωρίς όμως να το χαρίζουμε σε κανέναν. Από
τον δικό του κήπο/παρατηρητήριο ο ζωγράφος/ ποιητής αντιμετωπίζει την
ετερόνομη, αγοραφοβική και τεχνολογικά αναπτυγμένη κοινωνία του καιρού μας
χωρίς φόβο και αναστολές. Κοντολογίς, την κοροϊδεύει ως παίκτης χρωμάτων και
λέξεων.
Μπορεί
να ειπωθεί και έτσι, αν και η τέχνη ουδέποτε είχε αυτοπεριορισθεί στα εθνικά
σύνορα των δημιουργών της. Απλώς η εμπειρία των «Medicins Sans Frontières»
υπήρξε διδακτική για τα ρευστά όρια ανάμεσα στις κυβερνητικές πρακτικές και τις
«μη κυβερνητικές οργανώσεις». Τούτο σημαίνει ότι το «δικαίωμα» της τέχνης για
την αυτονομία των έργων της μπορεί να περάσει από συσπειρώσεις καλλιτεχνών που
έχουν ως όριο τον ορίζοντα του πλανήτη μας και όχι μόνο. Με την ιδιότητά τους
αυτή προσπαθούν να πείσουν, ακόμη και τον εαυτό τους, ότι η δημιουργία τους
διαρρηγνύει τα όποια σύνορα την εγκιβωτίζουν σ’ ένα στενό περιβάλλον
σκοπιμοτήτων έξω απ’ αυτήν.
Ως
ταξιδεύουσα τοπικότητα το έργο τέχνης έχει την ευχέρεια να απεκδύεται τον
αυτάρεσκο τοπικισμό που συνιστά την άλλη όψη του «επαρχιωτισμού». Αλλά και να
μην αποκρύπτει τα συγκεκριμένα μέσα της γείωσής του. Αυτή η περιπαίζουσα
διελκυστίνδα «ειδικού» και «γενικού», μέσα στο απλόχωρο «κοσμοθέατρο», είναι
που καθιστά απρόβλεπτο το «κείμενο» και το «συγκείμενο» ενός έργου. Καθώς και
τον «σκηνοθέτη» που το παρήγαγε για να επιτελεσθεί σε μια σκηνή απροσδιόριστη.
Γι’ αυτό ορθά έχει ειπωθεί ότι η τέχνη, «επισκοπώντας» τη συντελεσμένη
πραγματικότητα, όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι, αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα
που ακόμη δεν έχουν τεθεί.
Σ’ αυτό
το ταξίδι χωρίς φόβο η οικεία διακινδύνευση σημαίνει ότι διασφαλίζεται μια
ακόμη προσπάθεια υπερνίκησης της «αγοραφοβίας» που εδραιώνει η κατεστημένη
κοινωνία. Με το «τόλμα να ταξιδέψεις» μπορεί να αναδυθεί μια «νέα ηθική» στη
θέση της ισχύουσας. Αυτής που συνιστά τη ρίζα όλων των αναστολών μπροστά στο
«ασυνήθιστο», όπως το αφουγκράζεσαι σε οποιαδήποτε στιγμή της επικοινωνίας με
το «τοπίο» της τέχνης.
Έναν
τέτοιο προβληματισμό προσφέρει η έκθεση έργων της Βερονίκης Ροντογιάννη στα
Ιωάννινα. Η «επαναχρησιμοποίηση» υλικών της καθημερινότητάς μας με παρωθεί στη
συζήτηση για τη «restart» (βλ. και το βιβλίο
μου: Χρόνοι επανεκκίνησης, 2019). Η
καλλιτέχνιδα σπούδασε την επιστήμη του περιβάλλοντος, με μεταπτυχιακή
εξειδίκευση στην «οικολογική μηχανική». Έτσι τιτλοφορεί την παρούσα έκθεσή της:
«Επαν-αγαπησέ το! «Επανα-χρησιμοποίησέ το!», με καλλιτεχνική ευαισθησία να
δίδει τεχνουργήματα με γυάλινα σκεύη, ρούχα, εφημερίδες και ρολά χαρτιού υγείας
κ.λπ. και να μας ωθεί έτσι σε μια «έλξη του ασυνήθιστου» που βρίσκεται όμως
μπροστά μας...
Ο
Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας
του Παν/μίου Ιωαννίνων
Βαλέριος Καλούτσης, Παραλλαγές – Τριαντάφυλλο Α’, 1980, φωτογραφία, μολύβι, ξυλοχρώματα |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου