Νίκος Χουλιαράς, Χωρίς τίτλο, 1996, ακρυλικά, 60 x 100 εκ. |
ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗ
ΖΕΦΗ
ΔΑΡΑΚΗ, Το χαμένο ποίημα, Αθήνα,
Νεφέλη, 2018
Όλη η ποίηση, το απολύτως διακριτό
λογοτεχνικό σύμπαν, της πολυγραφότατης ποιήτριας Ζέφης Δαράκη, συμπυκνώνεται
και κορυφώνεται στην πρόσφατα εκδεδομένη, ευρηματική ποιητική σύνθεση, με
τίτλο, Το χαμένο ποίημα. Ανάμεσα στην
«ειρωνεία» και την «περιπάθεια», τον «τρόμο» και την «περιέργεια», το «πένθος»
και το «πάθος», σε ένα σκηνικό κυριολεκτικά outland, η Δαράκη διερευνά τα
«ερείπια ενός μέλλοντος παρόντος», «μέσα από τον πάγο της μνήμης». Στο κέντρο
της αφήγησης η ποιητική της οδύνης και της απώλειας ως ατομικής, συλλογικής και
καλλιτεχνικής αυτοσυνειδησίας.
Το ποιητικό υποκείμενο, με έντονη θεατρικότητα (διαλόγους, δραματικούς
μονολόγους, απεύθυνση στο ή στον Αόρατο Άλλο), στον ρόλο του παντεπόπτη
σκηνοθέτη, υφαίνει μια πολυφωνική και ταυτόχρονα αυτοαναφορική ποιητική σύνθεση·
ο ελεύθερος στίχος εναλλάσσεται με σποραδικά versets και
ρυθμοποιείται με διάσπαρτες ειρωνικές ρίμες, δεκαπεντασύλλαβους και
εγκιβωτισμένες λαϊκές (ενίοτε μελοποιημένες) αφηγήσεις .
Στην πρώτη ενότητα του τυπογραφικά πρωτότυπου, σε σχήμα pocket book, καλαίσθητου βιβλίου, αρθρώνεται η
προσωπική απόγνωση, το πένθος «το ανείπωτο των χρυσανθέμων». Στη δεύτερη
ενότητα, με υπότιτλο «Οδοιπορία» (I-VI), και με το σολωμικό μότο (κλαίγε κλαίγε ελευθεριά…) που ενισχύει την
εικόνα μας για τις ρομαντικές καταβολές του οδοιπορικού, η Δαράκη συνθέτει μια
μπαλλάντα ή μια ελεγεία για τους μετανάστες, για την απόγνωση του ξεριζωμένου
από τον τόπο του ανθρώπου. Η διηγηματικότητα αποτελεί μείζονα υφολογικό δείκτη
της ποίησής της και σε τούτη τη νευρώδη, καταγγελτική ποιητική σύνθεση, στην
οποία εντάσσεται η λαϊκή μούσα (έμμετρο μικρασιατικό τραγούδι), σε μιαν ατμόσφαιρα
αποκαλυπτικής βιβλικής οργής για το «πελώριο αόρατο» κακό που εκβάλλει στο
«ανωφέλευτο» τίποτα. Ισχυρή η υποβολή της ιδέας της επανάστασης μέσα από την «αργυρέα
ομίχλη» της καλβικής ποιητικής («Εις Αγαρηνούς»). «Σπασμένος καθρέφτης/ ο
ουρανός στην αργυρέα ομίχλη/του χρόνου». Η συλλογική οδοιπορία παραλληλίζεται
με την ατομική εσωτερική απόγνωση.
εν
ουτοπία
Υπήρχε
μια λέξη,/ επανάσταση – όπως όταν
έλεγες,/ τι απελπισμένα που σε θέλω/ Υπάρχει μια λέξη,/ επανάσταση/ Που
αποτυχαίνει/ Όμως υπάρχει μια λέξη ονείρου/ Όπως όταν προσευχήθηκες μέσα σε
κείνη/ την άγνωστη εκκλησία
Η ποίηση ως καταφύγιο ή ως «κήπος με εγκαύματα», δύναται να εγκιβωτίζει
το κλάμα, το τραγούδι («Amapola»),
με την πολυδιάστατη σημειολογία του, στο «κουρασμένο τραγούδι» («chanson fatiguée») της ποίησης, όπου το ακίνητο
εμμένει. Ποικίλα διακείμενα, κρημνώδεις αυτόχειρες και μη, παρελαύνουν υπόρρητα
στο -εκτός «Απάντων»- χαμένο ποίημα. Ο φύλακας
ερειπίων, ιδανικός αυτόχειρας Αλέξης Τραϊανός, ο Βύρωνας Λεοντάρης («Καμιά
λύπη δε δίνει/ τη θέση της σε άλλη», Παλιοί
κήποι) και η παρέα του. Η σύνθετη και πολυεπίπεδη πνευματική συνομιλία της
Δαράκη με οριακούς νεκρούς ποιητές (Σολωμός, Κάλβος, Χαίλντερλιν, Μπωντλαίρ, Παπαδιαμάντης,
Φλωμπέρ, Λεοντάρης, Τραϊανός), φιλοσόφους - πάντα δεσπόζουσα και ελπιδοφόρα η
«ομιλητική απουσία» του υπαρξιστή
Κίρκεγκωρ που αποτελεί ένα θαυμαστό έρεισμα στον τρόπο του ζην - και ηρωίδες
ή γυναίκες μύθους που πλήρωσαν τον έρωτα με το φόρο του αίματος και «υποδέχτηκαν
η μία την άλλη/στα υπόγεια/ του αίματος χρόνου» (Καρένινα, Ρεγγίνα Μποβαρύ), οι
ενδοδιακειμενικές αναφορές, ανασημασιοδοτούν τη διαρκή μετάβαση από το όνειρο
στο θαύμα, από τη λύπη και το κλάμα στο τραγούδι· «κουρασμένο τραγούδι» «σε
άκρα σιγή» η ποίηση «σιωπηλό καράβι περνά πάνω από τα δέντρα τα κρημνά και τ’
άφατα». Σ’ έναν καταιγιστικό ρυθμό, μια «βροχή από ιδέες», υπάρχει μια ανάσα
πένθους για κάτι το διαρκώς επερχόμενο, συγχρόνως, όμως, ο «ποιητικός» χειρισμός αφήνει μια ρωγμή στην
επίγεια ελπίδα.
Αλλόφρον, αινιγματικό το κύμα, στο οποίο εκβάλλει το χαμένο ποίημα,
αλλόφρονες οι σημασίες, αλλότρια η εικονοποιΐα, η οποία επιτείνει τη μοναξιά
του Θεού και του θανάτου «στη σκοτεινή αλέα» της ποιητικής γραφής. Η απόγνωση
της μοναξιάς που κάτι πενθεί διατρέχει τη συλλογή. Και πάλι μια απεύθυνση προς
το αόρατο - ξανά μας κάνει νοήματα ο Κίρκεγκωρ -αυτή τη φορά μαζί με τον
Φλωμπέρ. Πάλι ο Σέρεν (τόπος της ποίησής της) παραμιλάει για την (ανέφικτη
άραγε;) σύνδεση της ειρωνείας με την περιπάθεια ομοφωνώντας με τον Φλωμπέρ. Η στιχομυθία
εκτυλίσσεται ανάμεσα στον υποβολέα, τον φανταστικό ποιητή και την εκπεσμένη μούσα.
Muse
Περπατώ
στ’ ακροδάχτυλα της ποίησής του/ με τα μαλλιά μου έρημα προς όλους τους ανέμους/
Το πρόσωπό μου υποδύεται το πρόσωπό μου/ Δεν έχω τόπο διαμονής - έχω μια κρύπτη
υψηλού/ κινδύνου, ανάμεσα οδύνης και ηδονής,/ του ποιητή μου/ Στον έρωτα μ’
εγκαταλείπει με φυλλορροεί/ καθώς μοιράζομαι τον εκπεσμό μου/ αυτό το αλλότριο
ήθος το δικό μου/ με το περίλυπο ρίγος της γραφής…
Το ημερολόγιο «ξεσκισμένο ρούχο που δεν φόρεσε ποτέ τα ψέματά του»
δέχεται τα ειρωνικά πυρά της αφηγήτριας μέσα σε εικόνες ρίγους, επιτείνοντας
την ασάφεια. Στην εικόνα του «σπασμένου καθρέφτη» συμβολοποιείται το
κατακερματισμένο ποιητικό υποκείμενο, η αμφισβήτηση της «αλήθειας»· η συντριβή
της ποίησης, η παραδοχή της ήττας, της αυτοκαταστροφικής διάστασης της ποίησης
που «αγγίζει τον βυθό του πόνου»· η ουτοπία της επανάστασης· η επανάσταση
επισημαίνεται ως εσωτερικό βίωμα, ανίκανο να χωρέσει στο παρόν. «Το
ουρανοκατέβατο» (αφιερωμένο στον Γιάννη) «υπομειδιά» ως «ειρωνική δέσμη σκοτεινής χαράς».
Το
χαμένο ποίημα που καθορίζει τελικά και την ταυτότητα του βιβλίου ως ένα τραγικό
ερώτημα της τέχνης προς την τέχνη, με τρόπο τελεσίδικα δραματικό, με μια ειρωνική
μπωντλαιρική αποστροφή προς τον φιλαναγνώστη, δεν αυτοκαταστρέφεται, περιπλέει
τον εαυτό του, αναχωρεί προς τον εαυτό του προσπερνώντας τα βήματά του και
διαπλέοντας με αγωνιώδη τρόπο ως εκκρεμές. Όλη η τέχνη ένας σπασμός – ένα
χαμένο ποίημα, ένα εκκρεμές που σημαίνει· η τέχνη ως το αιώνιο εκκρεμές του
εαυτού της. Και βέβαια το ποίημα που τελικά «καίγεται μέσα του» απολιθώνοντας
τα αποτυπώματά του και ξεπερνώντας τον ίδιο του τον βηματισμό προς τον δικό του
ρεμβασμό, προς το ακατοίκητο της γραφής.
Το
ποίημα που χάθηκε/ σε μια δική του νύχτα/ ψάχνοντας τα ίχνη του,/ τριγυρνάει
μόνο του/ εκτός «Απάντων»/ φιλαναγνώστη,/ μιας κατοικίδιας ποίησης
Ανατριχιάζοντας
από ηδονή/ μέσ’ στο βροχόνερο,/ διαπλέει το σκοτάδι του – θέλεις/ να με πάρεις
από πίσω;/ Να σου πέσω απ’ τα χέρια;/ Να με χάσεις;
Εν
τρόμω ανασαίνοντας/ πάνω στο σώμα του/ ανεκμυστήρευτα μυστικά,/ τυφλώθηκε,/ σε μια δική του
νύχτα δίχως/ τον ιδεώδη αναγνώστη
Άλλωστε
όλη η τέχνη - ένας σπασμός/ ένα χαμένο ποίημα είναι που/ σαν εκκρεμές σημαίνει/
πού ήσουν;/ - πού ήμουν…/ - πού ήσουν ;/ - πού ήμουν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου