17/3/19

Μια νέα ματιά στο Κυπριακό

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ο κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός (1191-2004): Από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση, εκδόσεις Τόπος, σελ. 832

Το βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου, Ο κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός (1191-2004), μετά τα, εκ νέου, αδιέξοδα αναφορικά με τη λύση του Κυπριακού, φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Το Κυπριακό αποτελεί ένα από τα παλιότερα άλυτα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Συχνά, αλλά δικαίως ίσως, περιγράφεται ως σύγκρουση ανάμεσα σε δύο εθνικισμούς, συγκεκριμένα του ελληνικού και του τουρκικού, στην κυπριακή τους εκδοχή. Παρότι ο ελληνοκυπριακός και τουρκοκυπριακός εθνικισμός, με τον πρώτο να προηγείται, απέκτησε γηγενή δυναμική, αυτοί ήταν πάντα στραμμένοι προς τα «εθνικά» κέντρα, με την Ελλάδα και την Τουρκία να διαιωνίζουν αυτήν την κατάσταση. Αλλά και οι δύο μεγαλύτερες κοινότητες του νησιού, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, συμβάλλουν σε αυτό, σαν ένα είδος «εσωτερικοποιημένης» αποικιοκρατίας, θα λέγαμε, αφού αποζητούν τη συμβολή των «μητέρων πατρίδων» συχνά.
Έτσι, αναπόφευκτα ίσως, οι περισσότερες μελέτες οι οποίες πραγματεύονται το ζήτημα της Κύπρου επικεντρώνονται στο ζήτημα του εθνικισμού, τόσο στην Κύπρο όσο και στις μεταμορφώσεις του στις «μητέρες πατρίδες». Ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό, τείνουν να αντιμετωπίζουν το Κυπριακό μέσα από το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα που διαμορφώθηκε στα εθνικά κέντρα και οικειοποιήθηκαν και εφάρμοσαν οι δύο κοινότητες, παραγνωρίζοντας τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δυναμικές που διαμορφώθηκαν ή/και εξακολουθούν να διαμορφώνονται στο εσωτερικό του νησιού.

Ως τέτοιο, δηλαδή ως θέμα όπου ο εκατέρωθεν εθνικισμός παίζει κυρίαρχο ρόλο, το Κυπριακό κατέχει κεντρική θέση στην πολιτική ατζέντα, ακόμα και σήμερα, όλων των εμπλεκόμενων πολιτικών κομμάτων και φορέων. Η τουρκική εισβολή το 1974 έχει επισκιάσει σε μεγάλο βαθμό την ιστορία του ζητήματος, με αποτέλεσμα εκπρόσωποι της πολιτικής σκηνής, είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, να το θεωρούν ως ένα «εθνικό» θέμα που προέκυψε από την παράνομη τουρκική εισβολή και κατοχή, αγνοώντας ή αποσιωπώντας την εθνοτική βία ανάμεσα στις δύο κοινότητες, αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές δυναμικές που διαμορφώθηκαν στα «εθνικά» κέντρα, με σημαντικές επιπτώσεις πρωτίστως στην Κύπρο, οι οποίες προϋπήρχαν της εισβολής, αλλά και διαμόρφωσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο πραγματοποιήθηκε.
Ο Κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός έρχεται σε αντιπαράθεση, αλλά και σε συζήτηση, με τις εύκολες αναγνώσεις και αναλύσεις που προαναφέρθηκαν. Σε ένα απαιτητικό, ογκώδες βιβλίο, αλλά με αναλυτικά περιεχόμενα που βοηθούν τον αναγνώστη να επικεντρωθεί σε συγκεκριμένες περιόδους και ζητήματα, ο Σακελλαρόπουλος έρχεται να καταρρίψει όλα τα επιχειρήματα τα οποία θέλουν το ζήτημα να ξεκινάει από το 1974.
Έτσι, η μελέτη του, σχηματικά, χωρίζεται σε τρία μέρη, με το πρώτο, που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει μια μακροσκελή εισαγωγή ή μια ξεχωριστή σύντομη πραγματεία, να ξεκινάει από το 1191, περίοδο που το νησί κατακτιέται από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, μέχρι την παραχώρηση της Κύπρου στους Βρετανούς, το 1878. Σκοπός του συγγραφέα είναι να αναδείξει, όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου, τον κοινωνικό σχηματισμό στην Κύπρο στη longue durée, και τους παράγοντες που συνετέλεσαν κατά τη διάρκεια όλων αυτών των αιώνων και οδήγησαν στη νεωτερικότητα. Το δεύτερο και πλέον εκτεταμένο ξεκινάει από τη βρετανική αποικιοκρατική διοίκηση στο νησί και φτάνει μέχρι την τουρκική εισβολή το 1974, ενώ, τέλος, το τρίτο καταλήγει στο 2004 και στο σχέδιο Ανάν.
Από την εν λόγω μελέτη και τη μαρξιστική οπτική της (άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την έννοια του «ασιατικού τρόπου παραγωγής» για να εξηγήσει αυτόν τον σχηματισμό από την οθωμανική περίοδο, προσέγγιση που θα επωφελούνταν ακόμα περισσότερο αν μπορούσε να παρακολουθήσει τη συζήτηση στην Τουρκία για το θέμα, όπως αυτή αναπτύσσεται από τον İdriş Küçükömer, τον Çağlar Keyder, την Huri İslamoğlu κ.ά.) δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν τα κατεξοχήν στοιχεία τα οποία διαμόρφωσαν το Κυπριακό, όπως ο ιμπεριαλισμός, η αποικιοκρατία και ο καπιταλισμός, και το πώς διαμορφώνουν τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις και συσχετισμούς στην Κύπρο, αλλά και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, είτε αυτές λαμβάνουν χώρα την περίοδο των αυτοκρατοριών είτε αργότερα στον 20ό αιώνα, και κυρίως την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Το πλούσιο αρχειακό και δευτερογενές υλικό (αγγλικές, γαλλικές, ελληνικές πηγές, αλλά και αδημοσίευτες διδακτορικές διατριβές) που χρησιμοποιεί ο Σακελλαρόπουλος καλύπτει σε μεγάλο βαθμό το κενό που δημιουργείται από την έλλειψη τουρκικών πηγών, προσφέροντας μια νηφάλια, αλλά κριτική, προσέγγιση, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ελλάδας, της Τουρκίας και των ΗΠΑ και τη στάση που κράτησαν το 1974, αλλά και σε άλλες περιόδους, όπως στις Συνθήκες Λονδίνου - Ζυρίχης ή στη Διασκεπτική το 1947. Ίσως το σημείο στο οποίο γίνεται περισσότερο αισθητή η απουσία τουρκικών πηγών να είναι η τουρκοκυπριακή Αριστερά, όπου τα τεκμήρια, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1970, είναι περιορισμένα ή ακόμη ανεξερεύνητα. Αυτό δεν εμποδίζει τον Σακελλαρόπουλο να ανασυνθέσει με μαεστρία το παζλ της Αριστεράς, να αναδείξει τον ρόλο της στις εξελίξεις, αλλά και να σταθεί κριτικά απέναντί της. Εύλογα θα μπορούσε, μάλιστα, να ισχυριστεί κανείς πως, ώς ένα βαθμό, με εντονότερη, ακόμα και σήμερα, την τουρκοκυπριακή περίπτωση, η στάση της Αριστεράς γενικότερα, αλλά και ειδικά απέναντι στο ζήτημα της Κύπρου, αποτελεί «υπεξούσιο υποκείμενο», έναν «Άλλο», που οποιαδήποτε κριτική ασκούσε ήταν επιβεβλημένο να αποσιωπηθεί, καθώς δεν συνήδε με την κυριαρχούσα, ηγεμονική αντίληψη περί «εθνικού συμφέροντος». Ο Σακελλαρόπουλος καταφέρνει να «δώσει» φωνή σε αυτόν τον «Άλλο» και να του προσδώσει τη θέση που του αρμόζει μέσα σε αυτό το σύνθετο ζήτημα. Ταυτόχρονα, μέσα από την εκτενή βιβλιογραφία, προσφέρει στον αναγνώστη όχι μόνο μια τεκμηριωμένη άποψη αλλά και τροφή για περαιτέρω σκέψη, αφού η προσέγγισή του είναι πολύπλευρή και πολυδιάστατη. Για παράδειγμα, πριν καταλήξει στη «Συζήτηση» που ακολουθεί το κάθε κεφάλαιο, όπου προσφέρεται μια κριτική τοποθέτηση από τον ίδιο, ο συγγραφέας έχει ήδη παραθέσει αναλυτικά και με μεθοδολογικά άρτιο τρόπο τη συμβολή όλων των εμπλεκόμενων μερών, ενταγμένη, ταυτόχρονα, στο ευρύτερο ιστορικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι εκάστοτε εξελίξεις. Με αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης είναι σε θέση, από τη μια, να κατανοήσει το τι συμβαίνει στην Κύπρο και, από την άλλη, να το εντάξει στις ευρύτερες διεθνοπολιτικές εξελίξεις.
Ο Κυπριακός κοινωνικός σχηματισμός δεν χωράει αμφιβολία πως πρέπει να διαβαστεί από όλους τους ενδιαφερόμενους, ενώ είναι σίγουρο πως θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να ξεπεραστεί.

* Ο Νίκος Χριστοφής διδάσκει τουρκική ιστορία και πολιτική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και στο Shaanxi Normal University της Κίνας.

Άλεξ Μυλωνά. Κούρος IΙ, 1993, μάρμαρο, 90 x 49 x 13 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: