10/2/19

Η σφαγή στο Δίστομο και η διαχείριση της τραυματικής μνήμης

ΖΕΤΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Τραυματική μνήμη και δημόσια ιστορία: Δίστομο 1944-2018, Ταξιδευτής, σελ. 487

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗ
           
Τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο συχνά, η αναφορά στην ιστορία του 20ού αιώνα συνοδεύεται από την έννοια του τραύματος. Οι ιστορικοί χρησιμοποίησαν τη δανεισμένη από την ψυχανάλυση αυτή έννοια επιχειρώντας να κατανοήσουν διαδικασίες και εμπειρίες που αφορούσαν την παρελθούσα ατομική και συλλογική μνήμη. Τι σημαίνει, όμως, η αναγνώριση ενός παρελθόντος ως τραυματικού; Πότε στη συλλογική μνήμη καταχωρείται ως τέτοιο, συνδεδεμένο με την οδύνη και τον θάνατο; Πώς αυτό το παρελθόν ξαναδιαβάζεται και ενσωματώνεται στη συλλογική μνήμη και ιστορία, εγγράφεται δηλαδή σε μια συνεχή πορεία, αποκτώντας παραδειγματική ή αποτρεπτική σημασία;
H Ζέτα Παπανδρέου θέτει στο επίκεντρο της μελέτης της ένα από τα πιο στυγερά ναζιστικά εγκλήματα στην κατοχική Ελλάδα, εκείνο της σφαγής στο Δίστομο, στις 10 Ιουνίου 1944, όταν η κωμόπολη πυρπολήθηκε από τους Ναζί και 218 κάτοικοι δολοφονήθηκαν, ανάμεσά τους παιδιά και βρέφη. Η συγγραφέας αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην ίδια τη σφαγή, περιγράφοντας τα γεγονότα και αναδεικνύοντας μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις το τραύμα που προκλήθηκε στις ζωές όσων επέζησαν, αλλά και τις διαφορετικές εκδοχές για το πώς και γιατί συνέβη.

Η ιστορικός, για να μπορέσει να κατανοήσει το γεγονός, επεκτείνει την έρευνά της στον χρόνο και στον χώρο. Μελετάει καταρχάς τον τρόπο που συγκροτήθηκε η μνήμη του γεγονότος στο ίδιο το Δίστομο. Τη σιωπή που επικράτησε αρχικά, αναμενόμενη αντίδραση απέναντι σε ένα τόσο τραυματικό γεγονός, αλλά και τις διεργασίες που γίνονταν στο εσωτερικό της κοινότητας, όπου υπήρξαν διχασμένες ερμηνείες και αιτιολογήσεις του συμβάντος. Εύλογα εξετάζει άλλους δύο κρίσιμους παράγοντες: τη στάση του ελληνικού κράτους, το οποίο, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, χάριν των εμπορικών σχέσεων με τη Δ. Γερμανία, της εξασφάλισης οικονομικής βοήθειας μέσω δανεισμού και της στήριξης για την ένταξή μας στην ΕΟΚ, αδιαφόρησε για την υπόθεση ή διεκδίκησε λιγότερο δυναμικά αποζημιώσεις για όσα είχαν συμβεί, φτάνοντας ακόμη και στην απελευθέρωση Γερμανών εγκληματιών πολέμου, όπως ο Μαξ Μέρτενς. Από την άλλη, η γερμανική κοινωνία, μετά το τέλος του πολέμου, επέλεξε τον δρόμο της θυματοποίησης, αρνούμενη αρχικά να δεχτεί την ευθύνη για όσα είχαν διαπράξει οι Ναζί. Ακόμη όμως και όταν πια το ναζιστικό παρελθόν έγινε ένα αποδεκτό βάρος, το γερμανικό κράτος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη διάσταση του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, αντιμετωπίζοντας περιπτώσεις όπως το Δίστομο ως καταδικαστέες μεν πράξεις, στο πλαίσιο δε του πολέμου. Το τραύμα της σφαγής αποτέλεσε ένα στίγμα για τους ανθρώπους που το βίωσαν ή είχαν να διαχειριστούν τη μνήμη του, με δεδομένη την αδράνεια της ελληνικής πολιτείας και την αρνητική στάση των γερμανικών κυβερνήσεων.
Η Παπανδρέου θέτει ως ορόσημο αλλαγής της επεξεργασίας του τραύματος την ίδρυση του Πολιτιστικού Συλλόγου Διστόμου (1976) και την εμφάνιση μιας νεότερης γενιάς, η οποία πλέον αντιμετώπισε με διαφορετικό τρόπο το παρελθόν, όπως αποτυπώθηκε και στην αγωγή εναντίον του γερμανικού Δημοσίου 258 κατοίκων, με αντιπρόσωπο τον νομάρχη Βοιωτίας Ιωάννη Σταμούλη. Η αγωγή, η οποία σήμανε την εκκίνηση μιας σειράς δικαστικών αγώνων, απαιτούσε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του γερμανικού κράτους να αποζημιώσει τους απογόνους των κατοίκων στο Δίστομο για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από τις πράξεις των γερμανικών στρατευμάτων κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Η προσέγγιση της Ζέτας Παπανδρέου χαρακτηρίζεται από έναν ευρύ αναστοχασμό και τη χρήση πλουσιότατης βιβλιογραφίας γύρω από την έννοια του τραύματος και τη σύνδεσή του με το ιστορικό γεγονός. Παράλληλα, εντάσσεται σε ένα ευρύ πλαίσιο, χωρικά και χρονικά, καθώς στο τελευταίο μέρος αναφέρεται σε τρεις διαφορετικές χώρες, οι οποίες βρέθηκαν στη δίνη συζητήσεων γύρω από το τραυματικό παρελθόν τους, συνδεδεμένο με αυταρχικά καθεστώτα. Εμπλουτίζοντας τη συζήτηση, αναφέρεται στη Νότια Αφρική, την Αργεντινή και τη Χιλή, αναδεικνύοντας ένα ρεπερτόριο αντιμετώπισης των παραβιάσεων της ανθρώπινης δικαιοσύνης και αυτό που ονομάζουμε επανορθωτική δικαιοσύνη.
Μέσα από τη μελέτη του τραύματος που προκάλεσε η σφαγή σε πραγματικό και συμβολικό επίπεδο, τη διερεύνηση της τύχης των υλικών κληρονομιών και των απαιτήσεων που άφησε, η συγγραφέας καταδεικνύει ότι η ανάκληση και η νοηματοδότηση ενός παρελθόντος ως τραυματικού δεν αποτελεί μια αυταπόδεικτη, αναπόφευκτη, διαδικασία, ούτε σε ατομικό ούτε σε συλλογικό επίπεδο. Συνιστά μια ιστορική διαδικασία, η οποία εξαρτάται από την εξέλιξη της κοινωνίας που το ανακαλεί. Δεν είναι, όμως, και μια κατασκευή. Βασίζεται στη μνήμη πραγματικών γεγονότων, που προκάλεσαν όλεθρο και καταστροφή, διαπραγματεύεται υπαρκτές εμπειρίες, συνομιλεί με συναισθήματα που βιώθηκαν από τους μάρτυρες ή με τις μνήμες που πέρασαν από γενιά σε γενιά. Με βάση τα γεγονότα συγκροτούνται μια σειρά από μνημονικές αφηγήσεις. Το ερώτημα είναι, από εκεί και πέρα, ποια μνημονική αφήγηση θα επιλεγεί, ποια στοιχεία της θα επικρατήσουν, ποια θα εξακολουθούν να μνημονεύονται και ποια διαγράφονται από τη συλλογική μνήμη. Σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι σημαντική η κριτική της συγγραφέως για τον τρόπο που επέλεξε η κοινότητα να διατηρήσει τις τελευταίες δεκαετίες τη μνήμη του γεγονότος. Από το ετήσιο μνημόσυνο που γινόταν στο χωριό την 10η Ιουνίου, έως σήμερα, με τη δημόσια αργία, το Μουσείο, τις εκδηλώσεις, περιγράφει τη διαδρομή από την κυριολεκτική στην παραδειγματική μνήμη, η οποία όμως αφήνει ακόμη πολλά σημεία ανεπεξέργαστα και σκοτεινά.
Η μελέτη της Ζέτας Παπανδρέου εγγράφεται σε μια αναπτυσσόμενη τα τελευταία χρόνια ελληνική βιβλιογραφία γύρω από την έννοια της επανορθωτικής δικαιοσύνης, μια έννοια που συνδέθηκε με κοινωνίες σε μετάβαση, με κοινωνίες που αναζητούσαν την ισορροπία ανάμεσα, αφενός, στην ανάγκη να ικανοποιηθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αφετέρου, στην ανάγκη συμφιλίωσης στο εσωτερικό τους. Σε αυτό το πλαίσιο η συγγραφέας δεν εγγράφει τις αποζημιώσεις και τη διεκδίκησή τους σε μια παροντική λογική ικανοποίησης των επιγόνων. Τις αντιμετωπίζει ως στοιχείο απαραίτητο για τη συμφιλίωση, στη λογική της έμπρακτης παραδοχής του εγκλήματος. Τις εγγράφει σε μια διαδικασία επανόρθωσης, παραδοχής, αντιμετώπισης του πένθους. Δεν τις θεωρεί αυτοσκοπό αλλά τις εντάσσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνομιλίας και κατανόησης του άλλου.
Με το βιβλίο της, η συγγραφέας δεν μας προσφέρει μόνο μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μελέτη περίπτωσης, αλλά επαναφέρει τη συζήτηση γύρω από τη σχέση της ιστορίας με την ηθική, για το εάν η ιστορία οφείλει να στραφεί στη φροντίδα εκείνων που πόνεσαν, να γλυκάνει τη μνήμη τους ή πρέπει να παραμείνει στη λογική της αναζήτησης και μόνο του τι πραγματικά συνέβη; Κρίσιμα ερωτήματα και δύσκολες απαντήσεις, σε μια κοινωνία που η αναφορά στην ιστορία μεταβάλλεται όλο και πιο συχνά σε αφορμή για συγκρούσεις και διαχωρισμούς.

Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι ιστορικός (ΕΚΠΑ - ΑΣΚΙ)

Ανάργυρος Δρόλαπας, Athenian Banner I, αρχειακή εκτύπωση ψεκασμού μελάνης σε καμβά, 2018

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό βιβλίο όπως και η παρουσίασή του. Το ζήτημα της "κατασκευής" στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας όπως και στην ανασκαφική διαδικασία της ψυχανάλυσης φτάνει σε ένα πραγματικό όριο που συνιστά το γεγονός του πραγματικού σώματος που χάνεται,τραυματίζεται,εξαφανίζεται. Το σώμα της γραφής αποτελεί χώρο αναμνημόνευσης και ανασύστασης και στο σώμα του πραγματικού τόπου με τις παραδειγματικές όπως αναφέρονται τελετές χαράσσεται ένα αποτύπωμα. Οι οικονομικές αποζημιώσεις αποτελούν επίσης ένα τέτοιο συμβολικό ίχνος. Μακάρι να συμβεί αυτό και για τις Γερμανικές αποζημιώσεις της χώρας συνολικά που όσο εκκρεμούν τόσο το τραύμα, χαίνων, συντηρεί συγκρουσιακές καταστάσεις.
Βέρα Παύλου