Σάββας Χριστόδουλίδης, Χωρίς τίτλο, 1994, μικτή τεχνική (χαρτόνι συσκευασίας, πλαστική διαφάνεια, κλωστή, αντικείμενα), 21 x 34 x 5 ε |
ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Ποιος,
πότε και γιατί συνέθεσε το «επίγραμμα» που ακολουθεί, καθώς και την τιτλοφόρηση
του παρόντος κειμένου; Δηλαδή,
«Ενθάδε κείτεται ο Πικρός και να τον κλαις,
διαβάτη,
έζησε ως Γκόρκι ιμιτασιόν και πέθανε ως
Ιστράτι!».
Γράφτηκε από τον Ασημάκη Πανσέληνο (βλ. το
βιβλίο του: Τότε που ζούσαμε,
1982,216,228) και δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος των Νέων Πρωτοπόρων (Δεκέμβριος 1931) όταν δηλαδή «καθαιρέθηκε» ο
Πέτρος Πικρός (=Ιωάννης Γεναρόπουλος, Κων/πολη 1900 – Αθήνα 1956) για να
κλείσουν οι Πρωτοπόροι (βλ. τα βιβλία
μου: Για το ιστορικό «υπόβαθρο» της
λογοτεχνίας [2017:357-362] και Η
σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τ. Γ΄ [1993] 413-423).
Ως προς τη λογοτεχνική κριτική της
κομμμουνιστικής Αριστεράς του Μεσοπολέμου θα μπορούσαν να συνοψισθούν τα εξής
(κυρίως με το άρθρο του Π. Πικρού, «Πάνω στη μορφή και το περιεχόμενο της
Τέχνης, Πρωτοπόροι, τχ.2,
1931,327-331):
1) Η κοινωνική συνείδηση και τα προϊόντα της
πνευματικής ζωής εξηγούνται με την προσφυγή στην «αντικειμενική» κοινωνική θέση
των δημιουργών τους. Ο «νομοτελειακός» σύνδεσμος του «εποικοδομήματος»
με τη «βάση» αποδεικνύει γιατί οι νέες μορφές της τέχνης προέρχονται από την
«οικονομική διάρθρωση» της νέας κοινωνίας.
2) Η τέχνη, ως εκδήλωση του «εποικοδομήματος»
ενός κοινωνικού σχηματισμού, αποτελεί «ιδεολογική» έκφραση της πάλης των
τάξεων. Η πρόταση για αποχή απ’ αυτήν και η απόπειρα υπονόμευσης της
«προλεταριακής τέχνης» προδίδει «κούφιο ιδεαλισμό».
3) Η αισθητική συγκίνηση δεν έχει αυτοτέλεια,
ιδίως στην εποχή της επαναστατικής μεταβολής της αστικής κοινωνίας, και
επομένως η καλλιτεχνική πράξη προϋποθέτει τη γνώση. Το καλλιτέχνημα διαθέτει
«απόλυτα σωστή» αντίληψη της ιστορικής πραγματικότητας μόνο χάρη στην
«προλεταριακή ιδεολογία», που ορίζεται ως «συστηματοποιημένη αντανάκλαση όλης
της ζωής».
4) Το πρωτείο αποδίδεται στο περιεχόμενο και όχι
στη μορφή των έργων τέχνης. Προέχει το «θέμα» - ακόμη και η «ανοιχτή
αντίδραση», ο φασισμός, εγκαταλείπει την απαίτηση της «κούφιας ‘τέχνης δίχως
θέμα’» - και η μορφική σύλληψη εμφανίζεται ως «δευτερογενές» στοιχείο της
επαναστατικής τέχνης.
5) Η τέχνη, όπως και κάθε άλλη ιδεολογική ή
θεσμική πτυχή του εποικοδομήματος, εγκλείει τεράστια μορφοπλαστική δύναμη,
ιδιαίτερα χρήσιμη στην περίοδο οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Τούτο
δεν αντιφάσκει με τη στόχευση του ερμηνευτικού σχήματος «βάση – εποικοδόμημα»
και υπονοεί τη δυνατότητα εκ των άνω, με την παρέμβαση του κράτους που
επιβάλλει την ενοποίηση των ποικίλων αισθητικών αναζητήσεων και των φυγόκεντρων
καλλιτεχνικών συλλόγων, να επιταχυνθεί η αναδιάρθρωση των παραγωγικών σχέσεων,
η οποία αναμένεται να συμβεί με την πραγματοποίηση του πρώτου πενταετούς
προγράμματος, στο οποίο οι πνευματικοί δημιουργοί στρατεύονται ως «αρχιτέκτονες
των ψυχών».
Όμως η εντεινόμενη δυσπιστία του κομματικού
φορέα, που κατά το καταστατικό του εκπροσωπεί την εργατική τάξη, προς τις
πρωτόγνωρες επιτεύξεις των εκπροσώπων της διανοητικής εργασίας καθιστούσε
επιτακτική την ανάγκη να κωδικοποιηθούν οι αρχές που εναρμονίζονται με την
αποστολή της «προλεταριακής τέχνης». Έτσι οι Νέοι Πρωτοπόροι («Η γραμμή μας», τ.1, 1931, 152-153) ενδιαφέρονται
για τον «παστρικό» καθορισμό της «γραμμής» τους που απευθύνεται στην «εργατιά,
την αγροτιά και τα πλατιά στρώματα των τίμιων διανοούμενων». Οι τελευταίοι
φαίνονται ιδιαίτερα επιρρεπείς στους δαιδάλους της μικροαστικής νοοτροπίας,
κατά τη συνήθη πολιτική περιγραφή των αμφισβητιών διανοουμένων.
Τον Δεκέμβριο του 1931, πάλι ως «ομαδική
προσπάθεια» και ως μηνιαίο «όργανο των Πρωτοπόρων της Ελλάδας», εκδίδονται οι Νέοι Πρωτοπόροι που ανελλιπώς (με δύο
εξαιρέσεις, την άνοιξη και το φθινόπωρο του 1935) θα κυκλοφορούν ώς τη μεταξική
διδακτορία. Εκτός από τις εξηγήσεις της συντακτικής επιτροπής για την
αναγκαιότητα της συνέχισης αυτού του εγχειρήματος χωρίς τον Πικρό, ενδιαφέρον
παρουσιάζει η πρώτη απόπειρα αποσαφήνισης της «γραμμής» της (Α΄, 152-153):
«Γύρω
από κάθε έργο που γεννάει μια λίγο, πολύ ζωντανή κίνηση, είναι φυσικό να ξεφυτρώνουν
λογής - λογής γνώμες κι αντιγνωμίες. Πολύ περισσότερο είναι φυσικό γύρω από το
πρωτοποριακό κίνημα, κι ιδιαίτερα γύρω από τους Νέους Πρωτοπόρους, που ’ναι κίνημα μαζικό και ομαδική προσπάθεια να
γεννηθούν, όχι μόνο γνώμες κι αντιγνωμίες, μα ολότελα αντιμαχόμενες παρατάξεις,
να γεννηθούν αυταπάτες, κι ακόμα ήταν φυσικό να βρεθούν και κείνοι που θέλουν
να μεταχειριστούν το περιοδικό σαν σκαλί για το ατομικό τους ανέβασμα, για την
ικανοποίηση της προσωπικής τους φιλοδοξίας κι οι άλλοι που θα το ’θελαν για
βήμα που θα σπέρνει τη σύγχυση και την αυταπάτη, για βήμα εχτρικό ουσιαστικά
στην τάξη που ’χει σκοπό να εξυψώσει και να μορφώσει, για βήμα αντεπαναστατικό.
Είναι διάφορες οι τέτοιες εκδηλώσεις, άλλες πιο σκεπασμένες, άλλες πιο
απροκάλυπτες, είναι διάφοροι οι τρόποι που μ’ αυτούς ζητούν οι οχτροί –συνειδητοί
ή ασυνείδητοι– να χτυπήσουν την προσπάθεια των Πρωτοπόρων και να διοχετέψουν στις γραμμές μας λαθεμένες κι
εχθρικές στο κίνημά μας θεωρίες».
Ο
Ασημάκης Πανσέληνος (Μυτιλήνη 1905 - Αθήνα 1984), δικηγόρος έλκεται προς την
«κοινωνιστική» λογοτεχνία ̇ από τον Νουμά
και από τις στήλες της Νέας Επιθεώρησης
και των Πρωτοπόρων θα εμφανισθεί ως
σατιρικός ποιητής, ενώ στους Νέους
Πρωτοπόρους θα επιδοθεί κυρίως στην κριτική και το δοκίμιο. Συμμετέχει στην
Εθνική Αντίσταση, μετά την Απελευθέρωση δημοσιεύει τους σατιρικούς στίχους Μέρες οργής (1945), συνεργάζεται στα Ελεύθερα Γράμματα, αρθρογραφεί στη Μάχη (βλ. τις βιβλιοκρισίες: «Γ. Βαλέτα,
Το προδομένο 1821» και «Ν. Κατηφόρη, Ο άρχοντας», 28-10-1946, 2, και
2-12-1946,2) και εκλέγεται βουλευτής Λέσβου το 1950 της «Δημοκρατικής Παρατάξεως»
(ως εκπρόσωπος του ΣΚ-ΕΛΔ).
Από
τη συνεργασία του στους Νέους Πρωτοπόρους
θα μπορούσαν να μνημονευθούν τα εξής κείμενα:
- «Η γένεση του Χριστιανισμού και το κοινωνικό
του περιεχόμενο» (Α΄ 24-26).
- «Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας» (Α΄, 76).
- «Γ. Θεοτοκά, Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα» (Α΄, 155-156).
- «Κ. Καβάφης» (Β΄, 157).
- «Το έργο του Ψυχάρη κι εμείς» (Α΄, 360-361).
- «Κ. Βάρναλη, Το φως που καίει» (Β΄, 33-34).
- «Η καταδίκη των δικαστών» (Ε΄, 265-267).
Ο
Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας
του Παν/μίου Ιωαννίνων. Τελευταίο του βιβλίο: Αυτοβιογραφίας αφορμές (Παπαζήσης, 2018)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου