ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Αλέξανδρος Λάιος, Annealing Point exercise #2, 2016, ζελατίνες θεάτρου, μέταλλο, 100 x 15 x 7 εκ. (λεπτομέρεια) |
Κάποτε δίδεται η αφορμή να αναδεικνύεται ξανά
η πολιτική «υπόσταση» λογοτεχνών. Ποιον στοχεύει στη σάτιρά του «Αισιοδοξία», ο
Καρυωτάκης; Με αναλυτικό τρόπο πρόσφατα η Μάρα Ψάλτη (Νίκος Καζαντζάκης – Κ. Γ. Καρυωτάκης, 2017) προσεγγίζει αυτήν ως το
«συνειδητό ποίημα αντιπαράθεσης με την κοσμοθεωρία της Ασκητικής». Ό,τι ήδη ο Γ. Π. Σαββίδης και ο Αλ. Αργυρίου
υποσημείωναν και πιθανολογούσαν εντελώς μονολεκτικά.
Στη
δεκαετία του ’20 που γράφει την Ασκητική
ο Καζαντζάκης και πραγματοποιεί τα ταξίδια του στη Σοβιετική Ένωση (από το 1925
ώς το 1929) συγκλονίζεται από το «πείραμα» της Ρωσικής Επανάστασης και έχει
πεισθεί ότι ο «νέος προλετάριος θεός θα συντρίψει όλα τα φρικώδη, άτιμα
πολιτικά, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά είδωλα και θα κηρύξει μια νέα ελευθερία
στον κόσμο». (βλ. Η σοσιαλιστική σκέψη
στην Ελλάδα, τ.Γ΄, 1993, passim
και
«Ιστορική αίσθηση» και λογοτεχνία,
2011,81-89).
Στο
περιοδικό Αναγέννηση, το οποίο
εμφανίζεται τον Σεπτέμβριο του 1926 με διευθυντή τον Δημήτρη Γληνό, ο
Καζαντζάκης θα συνεργασθεί εφτά φορές με κείμενα που προέρχονται από την Ασκητική ή που θα συμπεριληφθούν στο
ταξιδιωτικό του για τη Ρωσία. Συναφώς, κατά την ίδια περίοδο, αρθρογραφεί στο
αλεξανδρινό περιοδικό Ερμής. Ως προς την
Αναγέννηση, το περιοδικό αυτό θα
καταστεί όργανο του «σοσιαλιστικού δημοτικισμού», μετά τη διάσπαση του
Εκπαιδευτικού Ομίλου (Μάρτιος 1927), όταν δηλαδή ο διευθυντής του αρχίζει να
ακροβατεί «σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη Β΄ και τη Γ΄ Διεθνή».
Οι
συνεργάτες του περιοδικού, ακόμη και στη δεύτερη φάση του, δεν προέρχονται
αποκλειστικά από τους κόλπους του «σοσιαλιστικού δημοτικισμού», επικεντρώνουν
το ενδιαφέρον τους στα επίκαιρα προβλήματα της φιλοσοφίας και των επιστημών,
συνυφαίνουν τη διεθνή με την ελληνική τους διάσταση και με την υιοθέτηση μιας
προσεγμένης Δημοτικής καταργούν έμπρακτα το μονοπώλιο της καθαρεύουσας στη
σφαίρα του επιστημονικού λόγου. Αξιομνημόνευτη είναι η εκτενής συζήτηση για την
ύπαρξη κοινωνικών νόμων, επειδή κατά την εκδίπλωσή της αναδύονται διαφορετικοί
τρόποι αφομοίωσης του ιστορικού υλισμού από ένα ευρύ φάσμα διανοουμένων που
επιστρατεύουν συχνά μια αρθρωμένη επιχειρηματολογία για να υποστηρίξουν τις
θέσεις τους και ν’ αντικρούσουν τους επικριτές τους.
Το
έναυσμα δίνει ο Ν. Καζαντζάκης, όταν εκθέτει τις αντιρρήσεις του σε κάποιον από
τους «διανοητικούς αρχηγούς» των Μπολσεβίκων που διατείνεται ότι «όπως στον
υλικό κόσμο κατορθώνουμε, διατυπώνοντας το σταθερό, επαναλαμβανόμενο στοιχείο
να βρούμε τους νόμους που κυβερνούν τα φαινόμενα, να τα προβλέπωμε και να τα
χρησιμοποιούμε, όμοια σήμερα ερευνούμε και υποτάζομε σιγά - σιγά σε νόμους τα
κοινωνικά φαινόμενα». Στο τέλος του ίδιου τεύχους της Αναγέννησης ο Γληνός σημειώνει ότι στο φιλοσοφικό αυτό αφήγημα
τίθενται τέσσερα προβλήματα ομόκεντρα: α) οι νόμοι των «φαινομένων της ζωής»,
β) η επιστήμη των «κοινωνικών φαινομένων», γ) η πρόβλεψη στην ιστορία και δ) οι
παράγοντες που διαμορφώνουν την «κοινωνική ζωή». Στο τρίτο τεύχος ο Καζαντζάκης,
για να ευκολύνει τη συζήτηση που ανοίγει, κατατάσσει τον εαυτό του στους
οπαδούς ενός «Fiktionalismus»,
συναρτημένου βέβαια με το σύστημα ενός μετριοπαθούς ιδεαλισμού, όπως τον
εισηγήθηκε ο H. Vaihinger με
το έργο του Die
Philosophie des
Als-Ob
(1911). Χωρίς να μνημονεύει τον Γερμανό φιλόσοφο (σ’ αυτόν οφείλει τη διάκριση
της «υπόθεσης» από το «πλάσμα» και την αναφορά στον Goethe), ισχυρίζεται ότι επιβάλλεται να
παρακαμφθούν οι λέξεις («ύλη, πνεύμα, θεός, ζωή, ψυχή») για να μεταχειρισθούμε
κάποια «θετικά μέσα» (τα «πλάσματα»), με τα οποία θα δώσουμε «στις άγνωστες
δυνάμεις μια μορφή συνειδητά πρόσκαιρη, μα χρήσιμη να προχωρήσουμε».
Στο
ίδιο τεύχος της Αναγέννησης ανταπαντά
ο Καζαντζάκης με συντομία στον Καρούζο αναδιατυπώνοντας με «μαθηματική
αυστηρότητα» την αλληλουχία των συναφών ερωτημάτων για την ταύτιση φυσικών και
κοινωνικών νόμων και ειδικότερα για τη δυνατότητα του νου να συλλάβει τις «πιο
βολικές» σχέσεις των φαινομένων. Ο Γληνός με σημείωσή του θα ξαναφέρει τον
προβληματισμό στην αρχική του αφετηρία: ο ανθρώπινος νους, που αναδεικνύει μέσα
από τις «σχέσεις των φαινομένων του φυσικού κόσμου» τη νομοτελειακή
κανονικότητα εξασφαλίζοντας την πρόγνωση και τη σίγουρη δράση «μέσα σ’ αυτά»,
μπορεί με τον ίδιο τρόπο να αντιμετωπίζει τις σχέσεις των φαινομένων του «ηθικού
κόσμου» και να επηρεάζει την πορεία του; Με την ερωτηματοθεσία αυτή ωστόσο
υπαναχωρεί στη φρασεολογία του Καζαντζάκη που απηχεί τις αντιλήψεις του
θετικισμού για τη γνωσιμότητα των «σχέσεων των φυσικών φαινομένων και μόνο
(εξισώνοντας μάλιστα τον «ηθικό κόσμο» με την κοινωνία).
Όσο για τον Καρυωτάκη στην κριτική της
εγχώριας αριστερής σκέψης, θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε στους Α. Ζεβγά (=Αιμ.
Χουρμούζιο, 1928), Β. Βαρίκα (1938), Α. Ραμπαβίλα (1945) και Γ. Κοτζιούλα
(1952), πριν γενικευθεί μια θετική επαναξιολόγησή του.
Ο
Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας
του Παν/μίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου