5/8/18

Το καλύβι στο δάσος

ΔΙΗΓΗΜΑ

Κώστας Ιωαννίδης, Memory of, memory of, memory of, 2016


ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ

Στο όρος Βίγλα, ανάμεσα Καστοριάς και Φλώρινας κατέφυγε ένας παλαίμαχος μισθοφόρος κι έχτισε το κονάκι του. Πύργος με τα όλα του. Μόνον οι πολεμίστρες των μεσαιωνικών πύργων έλειπαν. Κι η ειδική προεξοχή στην κύρια πύλη απ’ όπου έριχναν τα ζεματιστά τηγανόλαδα πάνω στους ανεπιθύμητους επισκέπτες.
Για την ακρίβεια, όλοι οι επισκέπτες ήταν ανεπιθύμητοι για αυτόν που λέγαν οι κοντοχωριανοί του πως «έπασχε από το σύνδρομο του Κόλπου». «Ποιανού κόλπου;». Ανάθεμα κι αν ήξεραν. Έτσι άκουσαν στην τηλεόραση και τους αποτυπώθηκε σαν φράση. Λένε επίσης πως γέμισε την «περίμετρο» του οικοπέδου του με νάρκες, κάμερες πάνω σε ειδικούς αδιάβροχους (;) τσιμεντένιους στύλους. Έγραψε μάλιστα μια επιγραφή, πινακίδα, δεν ξέρω πώς μπορείς να το πεις αυτό, που έλεγε grosso modo σε διάφορες γλώσσες: «Προσοχή! Private property!!! Όποιος διασχίσει αυτό το κατώφλι έχει δωρεάν κηδεία. Δεν θα βρουν τίποτα για να θάψουν!!!». Και πολλά θαυμαστικά. «Τρία ή πέντε», θυμάται ο δημοδιδάσκαλος Βορειοηπειρώτης που κατέφυγε εκεί με την πενιχρήν του σύνταξιν για να γλιτώσει από την κακία του κόσμου και τους «πρώην συγγενείς» του, όπως συχνά-πυκνά τους αποκαλούσε, οι οποίοι του είχαν φάει όλη την πατρική περιουσία και του είχαν καταπατήσει κι ένα χωραφάκι που είχε αγοράσει με τα μισθούς του: μια συκιά, μια ροδιά, δυο βερικοκιές, μια μανταρινιά, δυο-τρεις ψωριάρικες δαμασκηνιές, μία μπουρνελιά κι επτά ελιές. Μόνο κληματαριά που δεν πρόλαβε να σηκώσει.

Μπήκαν στην περιουσία του οι εχθροί με το προσωπείο  φίλων και του τα έκαναν γης-μαδιάμ. «Εσύ δεν έχεις παιδιά. Τι να τα κάνεις; Μαγκούφης ήσουνα πάντα, μια ζωή, μαγκούφης θα πεθάνεις. Εμένα ο γιος μου σπουδάζει κτηνίατρος στην Αγγλία, κάνει και διδακτορικό κιόλας και θα έρθει να το κάνει αυτό το υποστατικό φάρμα των ζώων. Έτσι το λένε εκεί στα ξένα κράτη τα προοδευμένα». Βέβαια, τα γαϊδουράκια τους τα φόρτωναν μέχρι σκασμού και τα χτύπαγαν μέχρι θανάτου. «Η φάρμα των ζώων τους μάρανε», σκεφτόταν ο μειλίχιος δασκαλάκος, τους τα παραχώρησε όλα δια λόγου –«δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά, μπορεί να χρειαστεί να ξαναγυρίσει, ένας πόλεμος,  κάτι να συμβεί, ας έχουμε και μια πόρτα ανοικτή, ένα πιάτο φαγητό…»– που λέει ο λόγος δηλαδή. «Αλίμονό σου αν βρεθείς στην ανάγκη τους, θα σε κόψουν κιμά και θα σε πλάσουν κεφτεδάκια με μπόλικο κύμινο και μυρωδικά, έτσι αχώνευτο όπως σε έλεγαν μια ζωή», μονολογούσε ο ταλαίπωρος αυτοεξόριστος ορφανός (κι από τους δύο γονείς) καθώς έχτισε το πέτρινο καλυβάκι του μέσα στο δάσος, με ξύλινη οροφή και βυζαντινά κεραμίδια, «όπως τον παλιό καλό καιρό».
Έλα μου όμως που ο συνταξιούχος βετεράνος με το σύνδρομο του Κόλπου δεν πήρε με καλό μάτι αυτόν τον καινούργιο απρόσκλητο γείτονα, που οι ιδιοκτησίες τους συνόρευαν από μία πλευρά. «Αλβανό» τον ανέβαζε, «βρωμιάρη» τον κατέβαζε. Ο καθημερινός ρατσισμός πήγαινε σύννεφο. Συνωμότησε και με τα φασισταριά της περιοχής να τον διώξουν τον φουκαρά. «Να πάει στην πατρίδα του να χτίσει. Στα δικά μας τα μέρη ήρθε να μας κατσικωθεί;». Τι μηνύσεις του έκαναν, ότι δήθεν υλοτομούσε παρανόμως το δάσος… Ψέματα, όλα ψέματα. Εκείνος εμφανίστηκε πράος στο δικαστήριο κι ανέτρεψε όλες τις κατηγορίες. Οι ψευδομάρτυρες κατάπιαν τη γλώσσα τους όταν είπε: «Εγώ κυρία Πρόεδρε, είμαι ήσυχος άνθρωπος, σαν τους πραείς από τους μακαρισμούς της Βίβλου, ξέρετε… Εγώ όταν φάω ένα ροδάκινο, κρατάω το κουκούτσι, σκάβω, ρίχνω νερό με το ποτιστήρι και φυτεύω τον σπόρο τον καλό για να μην πάει χαμένος. Εγώ θα έκανα τέτοιο πράγμα φρικτόν και αποτρόπαιον να κόβω τα δέντρα στο δάσος; Μα εμένα αυτό το δάσος κι η μυρωδιά του με τράβηξε εδώ μακριά από τον κόσμο και τους ανθρώπους… Ωχ, αυτό δεν έπρεπε να το πω. Συγγνώμη. Παρακαλώ να διαγραφεί από τα πρακτικά».
Και όντως διεγράφη κι ο κατηγορούμενος «ηθωώθη λόγω αμφιβολιών» κι οι γείτονες άπαντες είχαν αρχίσει να συνηθίζουν αυτό το ήσυχο ανθρωπάκι που δεν πείραζε ούτε κουνούπι ούτε μύγα ούτε καν εκείνες τις βρωμούσες τις αλογόμυγες, τις μεγάλες…
Μέχρι που μια νύχτα αφέγγαρη, φλόγες έζωσαν το μικρό καλύβι στο δάσος κι ο γείτονας πάντα ετοιμοπόλεμος έσπευσε –εξ ενστίκτου φαντάζομαι κι ουχί εκ συμπαθείας– να σώσει τον αναξιοπαθούντα συνάνθρωπο «κι ας ήταν και βορειοηπειρώτης, πάντως τα ελληνικά τα μιλούσε μια χαρά, αν και κάπως παλαιϊκά, σαν τον πάππο μου τον συχωρεμένο».
Τι είχε συμβεί; Το αυτοσχέδιο φωτοβολταϊκό που είχε βάλει σε μια ειδική προεξοχή της ξύλινης στέγης ο άτυχος «συγγενικός μετανάστης» (καινούργιος όρος αυτός!)… το αυτοσχέδιο ηλεκτροπαραγωγόν μηχάνημα  είχε πάθει κάποιο βραχυκύκλωμα («από σαμιαμίδι ή αράχνη», απεφάνθη ο πολύπειρος βετεράνος) και παραλίγο να κάψει ζωντανό τον έρμο τον φτωχούλη του δάσους. Ο γείτονας όμως ο καλός (μέχρι πρότινος κακός κι ορκισμένος εχθρός) πήγε και τον έσωσε. Πού βρέθηκαν παρευθύς τόσοι πυροσβεστήρες, τόσες μάνικες; Όλο το χωριό πήγε να τον σώσει. Από ψυχοπόνια, από ιδιοτέλεια μην τύχει και φτάσουν οι φλόγες μέσα στις αυλές τους και τους κατακάψουν; Ποιος ξέρει; Και τι σημασία έχει; Το αποτέλεσμα μετράει.
Ας μην σκεφτόμαστε πάντα αρνητικά για τους ανθρώπους. Νείκος-φιλότητα: μηδέν-ένα. Για λίγες μέρες ο άτυχος δασκαλάκος φιλοξενήθηκε στο φρούριο με τις νάρκες. «Μην ανησυχείς, είναι ψεύτικες», τον καθησύχασε ο πρώην «παρανοϊκός διπολικός ιδιοκτήτης», όπως τον έλεγαν απαξάπαντες (το είχαν δει στην τηλεόραση το ποιόν του – «τι καλό να περιμένεις από κάτι τέτοιους;», έλεγαν προηγουμένως). Με τη βοήθεια των γειτόνων το καλυβάκι ξαναχτίστηκε καλύτερο κι από πριν κι ένα μαγαζί με ηλεκτρικά από την Φλώρινα του έκανε έκπτωση πενήντα τοις εκατό για να τα βάλει ξανά, μελετημένα όμως αυτή τη φορά. «Γιατί αυτοσχεδιάζετε; Δεν παίζουν μ’ αυτά τα πράγματα! Το κάθε πράγμα θέλει τον ειδικό του», τον μάλωσε χαριτωμένα η κόρη του ιδιοκτήτη που σπούδαζε φιλόλογος στη Θεσσαλονίκη.
Τελικά, βρέθηκαν οι μέχρι πρότινος κακοί γείτονες και τέως άσπονδοι εχθροί να παίζουν κάθε σούρουπο τάβλι, να κουτσοπίνουν τα ουζάκια τους με ελίτσες, τουρσί και φρέσκια σαρδέλα, να γελάνε και να τραγουδάνε. Σιγά σιγά τα είπαν όλα ο ένας στον άλλον για τη ζωή τους, ξεθάρρεψαν και δεν είχαν πλέον μυστικά. Βρήκανε έναν αδελφό που δεν είχαν. Κι εκεί που δεν το περίμεναν. Γίνανε κολλητοί κι αχώριστοι. Οι κακές γλώσσες άρχισαν να βάζουν άλλα με το μυαλό τους. «Πονηρές σκέψεις, ανθρώπινες… άφες αυτοίς ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν», εγνωμάτευσεν συγκαταβατικώς ο επίτιμος δημοδιδάσκαλος. Ένα είναι βέβαιον: Αγάπη-μίσος: τρία-ένα.
«Ααα, κι απόψε έχει μουντιάλ, μην το χάσουμε», είπεν ο πολεμιστής. Να μείνεις εδώ μέχρι αργά. Κι αν βαριέσαι… αν βαρεθείς καμιά φορά – λέμε τώρα – μπορείς να κοιμηθείς εδώ, σαν στο σπίτι σου…».
[Κάπου εδώ τελειώνει προσώρας κι η δική μου δουλειά ως διηγηματογράφος]

Δεν υπάρχουν σχόλια: