8/7/18

Ο Μπάιρον στην Ελλάδα της Επανάστασης


ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ



RODERICK BEATON, Ο πόλεμος του Μπάιρον. Ρομαντική εξέγερση, ελληνική επανάσταση, μετάφραση Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 509

Την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, ο Roderick Beaton μίλησε σε άπταιστα Ελληνικά, από το βήμα της Παλαιάς Βουλής, ως νέος φιλέλληνας, για το βιβλίο του Ο πόλεμος του Μπάιρον. Το βήμα πλαισίωναν από τη μία μεριά ο ιστορικός πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη, Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, και από την άλλη η περικεφαλαία του Λόρδου, μόνιμο έκθεμα του Μουσείου.
Στον πίνακα φαίνονται ο Edward John Trelawny, που συνοδεύει τον Λόρδο, και οι τοπικές αρχές· ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ασκεπής σε ένδειξη σεβασμού, ο εκπρόσωπος της εκκλησίας με όλη τη μεγαλοπρέπεια των αμφίων του και οι φουστανελοφόροι. Ο Μπάιρον, πάνω από τα ενδύματά του, φέρει ιμάτιο ελληνικό, σαν εκείνον που φορά ο Περικλής στην Ακρόπολη. Η σημειολογία των ενδυμάτων, της στάσης του σώματος και των χειρονομιών δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Ξαφνικά, και με λίγη αφαίρεση, ο χρόνος καταργείται. Το εδώ και τώρα του Ρόντρικ Μπίτον συναντάται με το εκεί και τότε, 1823, του Μπάιρον, όταν μάλιστα ο σπουδαίος μελετητής συνδέει την παρούσα οικονομική μας κρίση με τα δάνεια της επαναστατημένης Ελλάδας. Έξω από το Μουσείο της Παλαιάς Βουλής, έφιππος ο Κολοκοτρώνης, ο μέγας αντίπαλος των εκσυγχρονιστών και του Μαυροκορδάτου, διδάσκει τους λαούς πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι…

Ο ομιλητής αναλύει το χαρακτήρα του Φιλέλληνα Μπάιρον, ο οποίος είχε αναλάβει, το καλοκαίρι του 1823, «μια δέσμευση που ποτέ δεν αιτιολογήθηκε πραγματικά, αλλά ήταν ολόθερμη» και που μόνο η παρουσία του έκανε την ελληνική υπόθεση διεθνή, άλλαζε τη ματιά του κόσμου απέναντι στην Ελλάδα, που χάρη στη φιλοδοξία του γινόταν μια σύγχρονη χώρα. Ο Μπάιρον παραγγέλλει «πορφυρόχρυση» στολή, πάνω σε σχέδιο που ο ίδιος εμπνεύστηκε από την περιγραφή της πανοπλίας του Έκτορα στην Ιλιάδα, και περικεφαλαίες. Αβέβαιο αν φόρεσε καμία, η μία πάντως ήταν η προαναφερθείσα.
Το υλικό του βιβλίου θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο μεγάλα μέρη. Το ένα είναι η προετοιμασία του ταξιδιού και ο ρόλος του φίλου και ποιητή Πέρσυ Μπις Σέλλεϋ, και το άλλο η άφιξη στην Ελλάδα και ειδικά οι τελευταίες εκατό μέρες στο Μεσολόγγι.
Συγκεκριμένα, ο Μπάιρον απέπλευσε από τη Γένουα την Παρασκευή, 16 Ιουλίου 1823, με το αγγλικό μπρίκι Hercules και τη συνοδεία του. Έφερε μαζί του πάρα πολλά χρήματα και χρεόγραφα. Ερχόταν για να συνεισφέρει στον Αγώνα που είχε ξεσπάσει πριν δυο χρόνια εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς, όμως, να ξέρει ούτε ποιος είναι ο αρχηγός ούτε πώς διεξάγεται ο αγώνας. Για τον Λόρδο ακούγεται πως είναι «τρελός, κακός, επικίνδυνος να τον γνωρίζεις». Ωστόσο, είχε πάρει επαινετική επιστολή από τον Γκαίτε, τον πιο σεβαστό και μεγάλο διανοούμενο του αιώνα, και η φήμη του είχε φτάσει ως την Αμερική. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα που του είχε δώσει την ευκαιρία, με το «Grand Tour» στη Μεσόγειο (1809-1811), για την πρώτη του μεταμόρφωση σε Τσάιλντ Χάρολντ, τώρα που έδινε μια δεύτερη, να γίνει ο «Νέος Προμηθέας»· δημόσιος άνδρας και πολιτικός ηγέτης.
Στη μεταμόρφωση αυτή είχε πάντα στήριγμα και εμπνευστή του τον Πέρσι Μπις Σέλλεϊ, που τον παρότρυνε, και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, του οποίου ο ρόλος ακόμη παραμένει αδιευκρίνιστος. Ο Σέλλεϋ, σημαντικότατη προσωπικότητα, έμοιαζε να είναι το ιδανικό alter ego του Μπάιρον. Όμως ο Σέλλεϋ δεν πρόλαβε να έρθει. Πνίγηκε έξω από το Λιβόρνο, βυθίζοντάς τον σε μεγάλο πένθος. Ένα μήνα μετά, ο Μπάιρον, αφού ξέθαψε το θαμμένο στην άμμο πτώμα, ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, πολύ σημαντική για τους καθολικούς, ετοίμασε ταφή δια πυράς· «είχε αποφασίσει ο ομότεχνός του ποιητής … να εγκαταλείψει τον φθαρτό κόσμο όπως ένας ομηρικό ήρωας». Κι ο Σέλλεϋ που είχε εξιδανικεύσει τους αρχαίους Έλληνες έγινε ένας από αυτούς, λέει ο Μπίτον. Είναι ο ίδιος τρόπος με τον οποίο τελείωσε τη ζωή του και ο θεατρικός του ήρωας, ο Σαρδανάπαλος.
Την ημέρα εκείνη, κι ενώ η φωτιά κατέτρωγε το σώμα του Σέλλεϋ, ο Μπάιρον, αφού κολύμπησε κάτω από τον καυτό ήλιο, κάηκε, γέμισε φλύκταινες, ξεφλούδισε και ούρλιαξε από τους πόνους σαν τον Άγιο Βαρθολομαίο που τον έγδαραν ζωντανό, σαν φίδι άλλαξε δέρμα. Στον Κύκλο της Πίζας, Όφις ήταν ο Σέλλεϋ.
Οι στίχοι από το ποίημα «Σήμερα έκλεισα τα 36 μου χρόνια», γραμμένο στο Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824, «Τα στήθια μου έρημη φωτιά τα κατατρώει,/ σαν κάτι ηφαιστειογέννητα νησιά. Πυρσός δεν είναι, είναι η πυρά που καίει/ νεκρόν, στην ερημιά, περιγράφουν την κηδεία του Σέλλεϋ και τη δική του μεταμόρφωση. Δεν απομένει παρά να πεθάνει για την Ελλάδα.

 ***

Ο Μπίτον υποβάλλει απανωτά ερωτήματα. Γιατί ήρθε ο Μπάιρον στην Ελλάδα; Γιατί να υποβάλει τον εαυτό του σ’ αυτή τη δοκιμασία; Βαρέθηκε την προηγούμενη ζωή του, φοβόταν τα γηρατειά, έβλεπε ως διέξοδο έναν βίαιο θάνατο, λαχταρούσε τη δράση και τη δόξα, αγαπούσε την ελευθερία και ήθελε να ξαναζήσει τις απαγορευμένες σεξουαλικές περιπέτειες της νιότης του, ήθελε να συναγωνιστεί τον ήρωά του, τον Ναπολέοντα; Ό,τι και να ήταν, η ουσία της ρομαντικής ποίησής του μεταφράστηκε σε πολιτική και οι λέξεις του είχαν μετατραπεί επιτέλους σε «πράγματα»· «η μόνη θετική πράξη για την οποία ήταν ακόμη ικανός ήταν ο θάνατος» και το σίγουρο είναι πως δεν το έκανε για τους Έλληνες, τους οποίους θεωρούσε ανάξιους. Από την άλλη, ίσως ήταν η κορύφωση όλης της σταδιοδρομίας του ως ποιητή ή ένας φόρος τιμής σε όλα όσα αντιπροσώπευε για εκείνον ο Σέλλεϋ.
Στις 3 Αυγούστου αγκυροβολεί στο Αργοστόλι, συναντιέται με τον κυβερνήτη της Κεφαλονιάς, γνωρίζει την αριστοκρατία του νησιού, στέλνει ερωτήματα στην κυβέρνηση και, επί έξι μήνες, περιμένει νέα από τους εκπροσώπους του ελληνικού έθνους. Όσο περιμένει εξερευνά το νησί -απέναντι είναι η Ιθάκη, τελικός προορισμός του Οδυσσέα- και διοργανώνει γιορτή αναβίωσης της ομηρικής συζήτησης που είχε με τον Χομπχάους, τον φίλο στο Grand Tour, όταν αναζητούσαν την Τροία.
Ο Μπάιρον «απολάμβανε εξαιρετικής υγείας και ήταν πάντα σε καλά κέφια», γράφει ο Τρελόνι. Υποτίθεται χωρίς μεγάλες μεταπτώσεις, σχολιάζει ο Μπίτον. Ο Μπάιρον σιχαίνεται «τις αρχαιόπληκτες αρλούμπες», ενώ ο Τρελόνι θαυμάζει το τοπίο: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο ευχάριστο απ’ αυτό στην Ελλάδα και τα νησιά της. Αν τούτο το νησί ήταν δικό μου, ‘‘θα έσπαγα τη βακτηρία μου και θα έθαβα τα βιβλία μου’’ – Τι ανόητοι που είμαστε όλοι». Τα λόγια αυτά του Μπάιρον ταιριάζουν στον Πουκ, στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, αλλά και στον Πρόσπερο που αποχαιρετά τη μαγική του τέχνη, στην Τρικυμία. Είναι ο Σαίξπηρ που εγκαταλείπει την τέχνη του και είναι ο Μπάιρον που νοιώθει μεγάλη νοσταλγία για τον Σέλλεϋ.
Στις 16 Αυγούστου ανεβαίνουν στο μοναστήρι. Ο Μπάιρον, αφού έχει ψηθεί στον ήλιο, έχει κολυμπήσει και έχει καταναλώσει αρκετό τζιν, θα πάθει κρίση και θα ουρλιάζει : «το κεφάλι μου καίγεται». Βασανιζόταν από την ανάμνηση του Σέλεϋ, και ήταν η ίδια εκείνη μέρα πριν ένα χρόνο, που είχε κολυμπήσει και είχε «ψηθεί» στον ήλιο, ενώ στην ακτή η φωτιά κατέτρωγε τη σορό του. Όταν κατέφθασε στα Μεταξάτα της Κεφαλλονιάς ο 31χρονος Τζορτζ Φίνλεϋ, ο Μπάιρον έμεινε να τον κοιτάζει έκθαμβος: «Νόμιζα ότι ήσαστε το φάντασμα του Σέλλεϋ» του είπε. Ο Σέλλεϋ πίστευε στη μεταφυσική, ο Μπάιρον όχι.
Αν και η κατάστασή του έχει «θαυμαστά βελτιωθεί», «φαίνεται να προμηνύει το θάνατό του και να εκφράζει την επιθυμία να ταφεί στην Ελλάδα». Στην Ελλάδα όμως είχε αρχίσει ένας πόλεμος διαφορετικός από εκείνον για τον οποίο ερχόταν, ένας εμφύλιος ανάμεσα σε αντίπαλες ομάδες ελευθερωτών· στους πολιτικούς, Φαναριώτες, με ευρωπαϊκή παιδεία, αλλά χωρίς περιουσία στην Πελοπόννησο και χωρίς νεκρούς στον πόλεμο, που συναναστρέφονταν με τους ξένους, για προσωπικά και ξένα συμφέροντα. Από την άλλη ήταν οι οπλαρχηγοί, ο Κολοκοτρώνης, με σημείο τριβής τις κατακτημένες γαίες και τις παραδοσιακές τακτικές. Ο Μπάιρον απογοητεύεται. Όμως «Είναι ο αγώνας που τα κάνει όλα» είχε γράψει στο Ημερολόγιο από την Κεφαλλονιά, και ο Μπίτον συμπεραίνει ότι ο Μπάιρον έχει αποκτήσει σοβαρότητα και ενδιαφέρεται για την υστεροφημία του. Ήθελε να μάθουν οι επερχόμενες γενιές ότι «δεν είχε έρθει εδώ για να συνδεθεί με μία φατρία αλλά με το έθνος», ότι δεν ήταν τυχοδιώκτης, η άφιξή του στην Ελλάδα δεν ήταν θεατρινισμός, πόζα αυτοθυσίας ή δόξας.
Στο Μεσολόγγι έφτασε την παραμονή των Χριστουγέννων. Και αρχίζει η περίοδος των εκατό ημερών. Ο εμφύλιος που είχε αρχίσει από την Πελοπόννησο έχει περάσει στο Μεσολόγγι. Του ζητούν συνεχώς χρήματα. Οι αγαπημένοι του Σουλιώτες τον προδίδουν, Έλληνες έρχονται σε συμφωνίες με Τούρκους εναντίον άλλων Ελλήνων, ο Καραϊσκάκης διεκδικεί τα Άγραφα με άνομους τρόπους και τρομοκρατεί τα χωριά, ο Μαυροκορδάτος κινείται χωρίς να τον ενημερώνει, στήνει δίκη και καταδικάζει τον Καραϊσκάκη, κι ο Μπάιρον καταλαβαίνει για ποιους ήρθε να πολεμήσει και να διαθέσει την περιουσία του. Απογοητεύεται, μελαγχολεί και αηδιάζει, νοιώθει ότι «το όνειρο ήταν όμορφο», αλλά έχει τελειώσει. Θέλει να φύγει πρόξενος στην Αμερική για να επιταχύνει την αναγνώριση της Ανεξάρτητης Ελλάδας και μετά να πάει στο σπίτι του, στη σύζυγό του και στην κόρη του που είχε να δει από βρέφος.
Δεν πρόλαβε. Ένα δυνατός πυρετός τον κατέβαλε και η αφαίμαξη, που δεν ήθελε, τον αποτελείωσε, λίγο μετά τις 6 μ.μ. στις 19 Απριλίου. Τα τελευταία του λόγια ήταν μυστηριώδη: io lascio qualque cosa di caro nel modo (αφήνω κάτι πολύτιμο στον κόσμο). Θα πολεμήσω, έστω και με λέξεις (και, αν η τύχη το θελήσει, και με πράξεις)… είχε γράψει στον Δον Ζουάν.
Είχε έρθει στο Μεσολόγγι μία μέρα πριν από τα Χριστούγεννα. Πέθανε μία μέρα μετά το Πάσχα. Ο Χομπχάους στο τελευταίο του γράμμα του είχε γράψει: «Μετά από ό,τι έχεις κάνει για το Μεσολόγγι πρέπει να σε θεωρούν λυτρωτή», και ο Μπίτον σχολιάζει: «Η τυχαία χρονική συγκυρία της άφιξης και του θανάτου στο Μεσολόγγι θα προσέδιδε νέους απόηχους σε αυτά τα εγκώμια». Και τέλος, «Η Ελλάδα για την οποία αγωνίστηκε ο Μπάιρον – η Ελλάδα που ακόμη υπάρχει… αποτελεί το θεμέλιο της Ευρώπης όπως τη γνωρίζουμε σήμερα».
Ο πόλεμος του Μπάιρον είναι ένα θαυμάσιο ιστορικό αφήγημα.

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι κριτικός λογοτεχνίας


Δεν υπάρχουν σχόλια: