ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση στην ταινία Ξενία του Πάνου Κούτρα
ΤΗΣ ΤΕΣΣΑΣ
ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ
Το Ξενία
είναι μια ταινία που πραγματεύεται ερωτήματα οικουμενικά, τα οποία τίθενται στη
ζωή κάθε ανθρώπινου υποκειμένου. O όρος «queer cinema» θα
περιόριζε κατά τη γνώμη μου υπερβολικά την εμβέλεια της προβληματικής τους: το
θέμα της ιδιοποίησης της ταυτότητας, της σεξουαλικής αλλά όχι μόνο, το πέρασμα
από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση, το τραύμα, η σχέση με την ετερότητα, το
«ξένο», το διαφορετικό.
Η ταυτότητα του
ανθρώπου, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεώρηση δεν είναι κάτι μόνιμο, αλλά βρίσκεται
σε διαρκή μετασχηματισμό. Το Εγώ συγκροτείται μέσα από πολλαπλές
ασυνείδητες ταυτίσεις που δηλώνουν την απαραίτητη κινητικότητα που διέπει τον
ψυχισμό. Για τον Φρόυντ, όπως και για τον Ρεμπώ, το Εγώ είναι ένας άλλος.
Οι έφηβοι ήρωες της
ταινίας του Π. Κούτρα για τους οποίους τίθεται εκ νέου το ζήτημα της
ταυτότητας, όπως για κάθε έφηβο, δηλαδή το ερώτημα «ποιος είμαι», «πόσο άντρας
είμαι ή πόσο γυναίκα», με το νέο δεδομένο του έμφυλου σώματός τους, ζουν σε ένα
περιβάλλον το οποίο δεν τους δίνει καμία ασφάλεια, στη σκιά ενός πατέρα που δεν
τους αναγνωρίζει ως παιδιά του και σε μια χώρα που τους αρνείται το δικαίωμα
της ταυτότητας και του ανήκειν.
Στην εφηβεία όλα
αλλάζουν: το σώμα, ο εσωτερικός κόσμος, ο τρόπος του σχετίζεσθαι με τους
άλλους. Για να μπορέσει να διαχειριστεί ο έφηβος αυτές τις αλλαγές, χρειάζεται
να έχει γύρω του ένα σταθερό πλαίσιο, κάτι που λείπει από τους πρωταγωνιστές
του Ξενία. Παρόλα αυτά τα δύο αδέλφια μάχονται, συγκρούονται,
διεκδικούν, ζώντας την κρίση της εφηβείας τους μέσα σε μια Ελλάδα σε κρίση
ταυτότητας κι εκείνη.
H επιλογή της
σκηνής στο εγκαταλειμμένο Ξενία, που έδωσε και το όνομα της ταινίας,
είναι εξαιρετικά ευρηματική, συμπυκνώνοντας πολλαπλά νοήματα. Θα μπορούσαμε να
δούμε στον χώρο του παλιού ξενοδοχείου, εκτός από την εικόνα μιας ρατσιστικής
και ξενόφοβης Ελλάδας που έχει εγκαταλείψει την πραγματική φιλο-ξενία,
την αποδοχή του ξένου, του διαφορετικού, και μια εικόνα του ασυνειδήτου, της
ετερότητας εντός μας, που τα δύο αδέλφια καταφέρνουν σιγά σιγά να κατοικήσουν,
να γεμίσουν με λίμπιντο και ζωή, δημιουργώντας μια από τις πιο δυνατές κατά τη
γνώμη μου σκηνές της ταινίας.
Εάν οι ταυτίσεις του
υποκειμένου είναι σε διαρκή κίνηση και ρευστότητα, θα μπορούσαμε να
ισχυριστούμε ότι αυτό που εννοούμε με τον όρο «ταυτότητα» είναι η προσπάθεια να
τις οργανώσει, ενώ είναι εξ ορισμού σε σύγκρουση μεταξύ τους, προκειμένου να
φτάσει σε μια «ενοποίηση», σε ένα είδος απαραίτητης
αυταπάτης. Αυτή είναι που επιτρέπει να λέμε «είμαι αυτό» και όχι εκείνο,
«είμαι έτσι» και όχι αλλιώς.
Για κάποιους
ανθρώπους όμως, η κινητικότητα των ταυτίσεων μπορεί να είναι απειλητική. Έτσι
κατασκευάζουν μια δύσκαμπτη και απόλυτη ταυτότητα, «παγώνοντας» ένα στοιχείο
του συνόλου των ταυτίσεων. Η βιαιότητα, ή η υιοθέτηση μιας υπερβολικά αρσενικής
«matso» συμπεριφοράς σε βαθμό καρικατούρας- βλέπε την
εμφάνιση των οπαδών ακροδεξιών κομμάτων στην ταινία- μπορεί να θεωρηθούν ως μια
προσπάθεια αποφυγής της απαραίτητης αμφισεξουαλικότητας που χαρακτηρίζει το
ανθρώπινο υποκείμενο, της αιώρησης ανάμεσα στο ανδρικό και το γυναικείο.
Μπορούμε να κατανοήσουμε την επίθεση των ομοφοβικών νεαρών της ταινίας προς τον
ομοφυλόφιλο Ντάνυ ως μια επίθεση στο θηλυκό κομμάτι του εαυτού τους, το οποίο
έχουν πλήρως απαρνηθεί.
Η άρνηση του διαφορετικού,
του ξένου είναι σύμφυτη στον άνθρωπο, ο οποίος προκειμένου να ορίσει τον εαυτό
του πρέπει να διαφοροποιηθεί από τον άλλο. Πότε όμως εκδηλώνονται τα ρατσιστικά
φαινόμενα; Σχεδόν πάντοτε όταν μια ομάδα απειλείται, ή αισθάνεται ότι
απειλείται από κάποια γειτονική που θα μπορούσε να της πάρει τη θέση ή τα
προνόμια. Συνήθως, είναι σε καταστάσεις κρίσης, όταν η ταυτότητα αμφισβητείται που
η ομάδα αυτή θα ορίσει ως υπεύθυνο της κρίσης τον διαφορετικό αλλά και κοντινό
άλλο.
Αντίθετα απ’ ότι
πιστεύουμε, ο ρατσισμός δεν δηλώνει απλώς μία απόλυτη άρνηση του άλλου, μια
έλλειψη ανοχής στο διαφορετικό. Η εικόνα του κοντινού-όμοιου, του διπλού,
είναι πολύ πιο ανησυχητική από αυτήν του άλλου, του εντελώς διαφορετικού.
Οι ταινίες τρόμου είναι αποτελεσματικότερες όταν τα τρομακτικά όντα δεν είναι
φρικιαστικά εξωγήινα τέρατα αλλά πολύ κοντά στην ανθρώπινη μορφή. Όλοι μας
έχουμε ζήσει την εμπειρία του να δούμε τον εαυτό μας ξαφνικά στην αντανάκλαση
της βιτρίνας ενός μαγαζιού και να αναρωτηθούμε: Εγώ είμαι αυτός; Σαν να
βλέπουμε αίφνης ένα άλλο εγώ, σαν να δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό
μας στην εικόνα αυτή.
Η περιφρόνηση του
άλλου σαν στοιχείο του ρατσισμού βοηθάει στην δικαιολόγηση του μίσους:
δικαιούμαι να θέλω να αποβάλλω, να εκδιώξω τον άλλον εφόσον δεν αξίζει τίποτα,
είναι ένα σκουπίδι, ένας «υπάνθρωπος».
Υπάρχουν άφθονα
ονειρικά σενάρια στο Ξενία του Π. Κούτρα, όπως η μαγική νυχτερινή
περιπλάνηση των δύο αδελφών στο ποτάμι υπό το σεληνόφως, αλλά και οι εικόνες στο μυαλό του Ντάνυ που είναι
σκηνές ανάμεσα σε φαντασίωση και ψευδαίσθηση και φέρνουν στο νου την
σουρεαλιστική Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Υπάρχει όμως και ο εφιάλτης, σκηνές
ρεαλιστικές, υπερβολικά «πραγματικές» που εκτυλίσσονται στην Αθήνα του
ρατσισμού και του μίσους. Τα όνειρα ενσωματώνουν το «ξένο», το «αλλότριο»,
κινητοποιούν την ψυχική λειτουργία, μας κάνουν να επικοινωνούμε με πλευρές του
εαυτού μας και του παρελθόντος μας. Αντίθετα, στον εφιάλτη δεν υπάρχει
σκηνοθεσία, ιστορία, σενάριο. Από τον εφιάλτη βγαίνουμε μόνο μέσω μιας κραυγής.
Ο ρατσισμός είναι ένας εφιάλτης αλλά σε κοινωνικό επίπεδο, συλλογικός.
Γι’ αυτό και είναι τόσο στοιχειώδης και ωμός στις εκδηλώσεις του. Ο λόγος, η
λογική δεν έχει καμία δράση επάνω του. Ο εφιάλτης όπως και ο ρατσισμός είναι
σαν ένας εισβολέας που εφορμά αίφνης μέσα μας.
Το ασυνείδητo, αυτή την πλευρά του εαυτού μας που δεν γνωρίζουμε
αλλά δεχόμαστε, μπορούμε με κάποιο τρόπο να τo διαχειριστούμε. Ένα όνειρο άγχους, ένα ενοχλητικό
σύμπτωμα, ακόμα και η δυσάρεστη επαναληπτικότητα μιας αποτυχίας στη ζωή μας
μπορούν τελικά ν’ αποκτήσουν ένα νόημα. Υπάρχει όμως μια άλλη εμπειρία του
ασυνειδήτου πολύ πιο ανησυχητική και τρομακτική, αυτή που ο Φρόυντ ονόμασε Unheimlichkeit, όταν το πιο γνωστό και οικείο γίνεται αίφνης πολύ
ξένο και ανοίκειο. Εμπειρία που μπορεί να διαρκέσει λίγο, όπως μια γρήγορη
στιγμή αποπροσωποποίησης, όπου το Εγώ είναι σαν να χάνει τα θεμέλιά του. Ένα
όνειρο, συνήθως καταφέρνουμε να το επεξεργαστούμε ή ακόμα και να το ξεχάσουμε.
Τέτοιου είδους εμπειρίες δεν μπορούμε να τις ενσωματώσουμε. Θέτουν σε
αμφισβήτηση το αίσθημα της ταυτότητας, διαλύουν τα όρια ανάμεσα στο μέσα και
στο έξω. Τι σχέση έχει όμως αυτό με τον ρατσισμό; Ο ρατσισμός τελικά είναι σαν
να μεταθέτει στην σκηνή του συλλογικού, να προβάλει έξω αυτό που δεν έχει
ενσωματωθεί στη σχέση με τον εαυτό μας, ή στη σχέση μιας κοινωνίας με τον εαυτό
της.
Οι σκηνές ομοφοβίας
και ξενοφοβίας όπως εμφανίζονται στο Ξενία, θα λέγαμε ότι αποτελούν τον
άλλο πόλο της ταινίας, τον πόλο του Θανάτου ο οποίος αποσυνδέει και καταστρέφει,
στην αντίπερα όχθη από αυτόν που αντιπροσωπεύει η σχέση των δύο αδελφιών. Σχέση
από την πλευρά της ενόρμησης ζωής που συνδέει, δημιουργεί και ενώνει
μετασχηματίζοντας το τραύμα σε ιστορία, κίνηση, επιθυμία. Αισιόδοξη ταινία;
Νομίζω ναι, με μια αισιοδοξία νηφάλια, που δεν παραβλέπει τα πραγματικά
προβλήματα.
Η Τέσσα
Χατζηγιάννη είναι ψυχαναλύτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου