7/4/18

Ρωμανός ο Μελωδός


ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΛΑ

Από τη συλλογή δοκιμίων του, Υπερβατική Συντεχνία, 1η έκδοση 1958. Από την επανέκδοση των 4 από τα 8 δοκίμια της συλλογής: Υπερβατική συντεχνία. (Μια επανανάγνωση), Αθήνα 2018, εκδόσεις Έρασμος

Ο Ρωμανός εγκάθειρκτος του σώματος
Ο ελληνισμός από το πάθος στην έκσταση

I

Ο Ρωμανός είναι ολόκληρος μια καθαρή γραμμή, η άδολη πίστη μιας εποχής. Σε μια οικουμένη που η περίσκεψις έβριθε, αυτός έφερε τη δωρεά του λαγαρού του ενστίκτου. Πηγαίος και λαμπερός, όπως όλες των πολιτισμών οι πρωιμότητες. Κι όπως εκείνες απερίφραστος, αναντίρρητος, συγκεκριμένος. Του θυμικού του θηράματα χειροπιαστά, χειροποίητα, είναι οι οίστροι του, σαν κλουβιά που μέσα τους κλωσσούνται ολοζώντανες εμπειρίες.
Στης μεσαιωνικής ράτσας μας το κατώφλι καμπανοκρουσία εωθινή, μεταλλικά γελάσματα, ρυθμών νεαρών ενορχήστρωση. Απ’ εκεί πάνω συναγέλαζε κάθε μέρα σ’ ένα του βλέμμα προπατορικά κι αγιολογικά πάθη, σεισμούς και θεομηνίες, όλα ζεστά, επίκαιρα, γενομένα όχι χτες, αλλά δίπλα μας, σήμερα. Την ιδέα την πιο απογειωμένη κι ασώματη που εφεύρε ποτέ η επίγεια απελπισία μας, αυτός την προσγείωνε, την ενσάρκωνε, μπορούσε να τη χωρέσει ακέραιη στο σώμα τού πλησίον του. Ο Αδάμ, ο Βεελζεβούλ, ο Γαβριήλ, ο Ηρώδης, ο Λάζαρος είναι οπωσδήποτε για τους συγχρόνους του γνωστά πρόσωπα τής Αυλής, ή των μεγάλων δρόμων του Βυζαντίου. Εκείνος ο κουροπαλάτης εξ άλλου, αυτός ο έπαρχος, ο άλλος ο ασκητής, πιο πέρα η πόρνη, ο πρωτονοτάριος ή ο τεχνίτης δεν είναι παρά στην έμπνευσή του ο ίδιος ο Αβραάμ, ο Ιώβ, η Μαγδαληνή, ο Θωμάς, ο Ιωάννης, ο τάδε τελώνης. Πρέπει οπωσδήποτε να είχε κάτι σαν δαλτονική ματιά, μια συνείδηση που να προκαλούσε αμόχθητα τη διάθλαση, ακαριαία τη διαπίδυση. Ο έξω κόσμος ελεύθερα να περνοδιαβαίνει μες στη χορεία των ιδεών του, επί τέλους οι εκπρόσωποι οι πνευματικοί κι οι καιρικοί να γίνονται ένα, τα πρόσωπα τα ιστορικά και του μύθου αναπόσπαστα. Για τα υπερβατικά μιλά με την πιο εφήμερη γλώσσα της αγοράς του καιρού του:
Το του Χριστού ιατρείον
βλέπω ανεωγμένον,
κράζει με την πρόσφατη πείρα των χρόνων της Ευδοκίας που γέμισε περιθαλπτήρια τη Βασιλεύουσα. Η του Χριστού πώλησις κραυγάζει με το ύφος των τοκογλύφων και των εμπόρων του Κερατίου Κόλπου. Κτείνει με ο Βηθλεεμίτης ωρύεται με την ενοχή ενός σύγχρονου αποστάτου, ας πούμε του Ιουλιανού, του Αρείου, ή του Νεστόριου.

Η θεολογία η πιο αποπνευματωμένη γίνεται τώρα ζεστή ανθρωπολογία. Φίλτρα σπιτικά εμπλέκονται ακόμη και στις πιο υπερφυσικές μεταστάσεις, καρδιά ετοιμοξέσπαστη, κανθοί δακρύβρεκτοι. Ο πατέρας πατριαρχικός:
έξωθεν οργίλος,
έσωθεν φιλάνθρωπος,

κι η μητέρα του καιρού του, Σάρα ή Παναγία, με χέρι συμπαθείας εγκύπτουσα επί του πενιχρού βρέφους:
Συ μου φάος,
συ αυγή
εμών βλεφάρων·
σε, ώσπερ άστρον,
βλέπουσα λαμπρύνομαι,
ω τέκνον μου.
Οικογενειακή συγκέντρωση, αγάπη (με την πρωτοχριστιανική έννοια) του θεού και των πλασμάτων του είναι η ποίησή του. Ανθρώπους και κτήνη σώσης Κύριε, ομολογεί κι η γλώσσα τής εποχής. Ένα βήμα πιο πέρα κι ο νους του παραλογίζεται τρυφερά, σπέρνει τη θεότητα στους αγρούς, μες στα πιο ταπεινά φύτρα:
Συ της εμής κοιλίας
καρπός ώριμος ώφθης,
συ βότρυς περκάζων
ακμάσας εις αμπέλου,
ου σβέσει σε πατήρ,
ου τέμνει σε.
και ακολούθως μεταποιεί τη θεολογική σε οικογενειακή περιπέτεια σαν σε μυθοπλασία (επικαλούμενος πάντως και τον πιο ελάσσονα από τους προφήτες).ή, ασυγκράτητος, την ενσωματώνει και την ασκεί μες στις πρώτες κινητικές μορφές του ενόργανου κόσμου :
Νημάτων και δικτύων
τότε πλακέντων
τω νεβρώ της παρθένου
η παγίς συντέτριπτο
και ο νεβρός ερρύετο,
κατασχίζει τα δίκτυα,
συν τη μητρί δε φεύγει,
ως άμωμον δορκάδιον,
εις Αίγυπτον, ως έφη
Μιχαίας ποτέ.
Χλωρίδα και πανίδα θεοτική, θαλερή πρασιά πού κάποτε γίνεται ζούγκλα αγριμική, ζωολογικός κήπος συνόργανος, χαρίεις κι ατίθασος, είναι η θεολογία του Ρωμανού. Αφού κατέβασε τη θεότητα κι όλη τη χορεία των αγγέλων και των μαρτύρων ως τα μέτρα της ανθρωπιάς μας, τη σκόρπισε στα πρώτα φύτρα, στους αρχικούς μυώνες μιας ζωής φυσικής και πρωτόγονης, στις διαστάσεις ενός αφελούς, και μολαταύτα καινοφανούς παγανισμού.
Είναι η πρώτη νίκη, της φαντασίας του αυτή. Έμελλε τώρα να περάσει και μια άλλη δοκιμασία, κι αυτήν αθλοφόρα. Σε μια εποχή, που στεφανώνεται η έτοιμη, η κατακτημένη, η τελειωμένη πίστη, αυτός προβάλλει ακόμη ατελής, και εσαεί «πειραζόμενος», αγωνιώδης, αγωνιζόμενος. Δεν μπορεί να στερεωθεί στα πόδια του, κλονίζεται από ηθική αγωνία. Εν μέσω των πεντακοσίων χιλιάδων μακάριων συμπολιτών του (τόσους θα αριθμούσε η κοσμόπολις που κατοικούσε), αυτός είναι ίσως ο μόνος, πού αισθάνεται σαν σκεύος της αμαρτίας. Τριγυρισμένος από παγίδες, κάθε στιγμή κατασπαράζεται απ’ την ενοχή:
Των εμών βλέπω πταισμάτων
υπέρ αριθμόν ψάμμου το πλήθος.
Στον κοιτώνα του, ολονύχτιος, άθυρμα του μαύρου στοιχείου, ταράζεται από ανεξιχνίαστους τρόμους:
Νυξ τη νυκτί αναγγέλλει
γνώσιν ζοφοφόρον.
Έχει την υποψία, πως τον παραμονεύει από παντού, σε κάθε βήμα, ο ληστής ο αρχέκακος:
Υπνούντά με ραθυμία
ο πονηρός επαγρυπνών
εσυλαγώγησε.
Μες στους ανύποπτους καιρούς κλαυθμός μοναχικός, κεραία απεγνωσμένη:
Αεί κρυπτώς μαστιγούμαι,
το συνειδός καταδικάζει με.
Μια τελευταία προσπάθεια να προλάβει, με μια επίκληση απελπισμένη προς τα έσω:
Ψυχή μου, ψυχή μου,
ανάστα, τι καθεύδεις;
το τέλος εγγίζει
και μέλλεις θορυβείσθαι.
Επί τέλους ποιος του έδωσε το δικαίωμα να ταράζει έτσι σαδιστικά τη σάρκα του, κι ό,τι φυλακίζει η σάρκα μέσα της; Ποιος του επέτρεψε να κάνει το κορμί του σταυρική διασταύρωση; Να μιλά με την παραφορά και την ιδεοληψία του ταγμένου, του εκπεπτωκότος, του πειραζόμενου, του εσταυρωμένου; Η ουράνια βασιλεία έγινε, αν και πρόωρα, κοσμοβασιλεία ολόγυρά του, κι αυτός πώς τολμά ατιμώρητα ν’ αλωνίζεται από πνευματικές αγωνίες, ηθικές τύψεις, συμπλέγματα των πρώτων διωγμών; Όπως η ψυχή του, κατακερματισμένες είναι κι οι λέξεις του, διάλογος πανικόβλητος, λυμένα λόγια προς τα άνω: Ο φρικτός σου θρόνος λοιπόν ευπρεπίζεται αναφωνεί περίτρομος, το τάλαντόν σου πραγματεύομαι υπόσχεται περιδεής, προτού λυθήναι το θέατρον ικετεύει σπαρακτικά, το χειρόγραφόν μου σχίσον εγκαταλείπεται τέλος απεγνωσμένα.
Απομένει τώρα, έσχατη και τρομερή ενώπιόν του, η Κρίσις. Κι αυτήν την αντιμετωπίζει σαν θεομηνία, καταστροφή, που απ’ ώρα σ’ ώρα θα ξεσπάσει επάνω μας:
Η Κρίσις έρχεται
επαπειλούσά με.
Ο Ρωμανός έτσι, αφού πρώτα έκανε την υπερβατικότητα βατή, υπόθεση του ενόργανου κόσμου, καθήρεσε τώρα, με την πνευματικήν αγωνία του, τη στατικήν αντίληψη της πίστης. Κοσμοθεώρημα, πού δεν το ασπάστηκε άβουλα, δεν το υπέστη, αλλ’ ενεργητικά πολέμησε και δίνοντας και παίρνοντας πληγές, το κατάκτησε. Κι ούτε έμεινε στις κλειστές, έτοιμες καταστάσεις, αλλ’ έσκυψε μετά πόνου στα προβλήματα των συνειδήσεων, στης ψυχής τις συλλήψεις τις δύσκολες, στους φοβερούς της τόκους. Το σώμα κι η ψυχή του έγινε σταυροδρόμι της αμαρτίας, Κρανίου τόπος του ηθικού ζητήματος. Εκεί μέσα, στη λάσπη της δοκιμασίας του, είναι έτοιμος να δεχτεί το θάμβος. Καθαρμένος, γίνεται άξιος να πλησιάσει το θαύμα. Και το θαύμα ο Ρωμανός το αντιμετωπίζει εξ ίσου σαν άλκιμη πράξη, σαν άθλημα:
Αθλητικώς διέδραμες
υπό δέκα θηρών
ανθρωπομόρφων, άγιε,
την οδοιπορίαν
ποιούμενος πάσαν
και φθάσας ένθα
ην το μαρτύριον
τους θήρας ηρέθισας
οδούσι τούτων
καταβρωθήναί σε.
Ο Άγιος Φραγκίσκος με τα ζώα του, η Ιωάννα της Λωραίνης επάνω στην πυρά, εν γένει η δυτική αντίληψις και μυθοποιία εδώ δεν υπάρχει. Ακόμη κι ο Δάντης είναι μακρυά με τα τρία αλληλοδιάδοχα, εξελικτικά στάδια της θεοδικίας του, ενώ εδώ συνυπάρχει, στην ίδια στιγμή και στην ίδια πράξη, πάντα μέσω του κολασμού η κάθαρση συνάμα κι η λύτρωση. Είναι ο τραγικός υπέρμαχος του σώματος. Το σώμα γι’ αυτόν είναι μια προβλήτα δυσμάχητη, πού αντιστέκεται στη φουσκοθαλασσιά του θείου, στα έργα της θεομηνίας, σε κάθε επιβολή της πιο απρόοπτης θεουργίας. Παντού και πάντα η άμπωτις κι η παλίρροια: το πνεύμα που κατακλύζει το σώμα, το σώμα που ορθώνεται και αντιστέκεται στις υγρές γλώσσες του πνεύματος. Κι απ’ αυτή τη διαλεκτική πλουτίζεται η διάνοια του Ρωμανού σε φοβερές αλήθειες, βαθαίνει η ψυχή του σ’ εμπειρίες, μεστώνει το ήθος του σε πάθος. Ένα πάθος με πολύ βεληνεκές, με των αρχαίων, των μεσαιωνικών και των νέων Ελλήνων την τρισδιάστατη σημασία. Ο οργανισμός του όλος ανασκευάστηκε, κι εκεί μες στην ύλη, με υλικά σύμβολα, αγωνίζεται να μεταπέσει σ’ ενέργεια παραδείσια (βλ. π.χ. Ιγνάτιος):
Σίτός ειμι θεού
και σπουδάζω λοιπόν
αλεσθήναι δεινότατα
όπως τω δεσπότη
έντιμος άρτος
όλος γενήσομαι.
Αυτή την κρίσιμη ώρα, του Ρωμανού η πράξις ύπνωττε, γιατί τα μέλη τα σκέπαζε το σχήμα του κληρικού. Η σκέψις αδρανούσε παράλυτη, γιατί πλεόναζε μέσα του ο σφυγμός του ενστίκτου. Κι έμεινε ευτυχώς ανοιχτός, κανάλι και φλέβα ζωής, ο λάρυγγας. Και τότε της ψυχής του η περιπέτεια έγινε, ως διά μαγείας, ποίηση. Οντολογική κραυγή, δίψα βιολογική, δικαιολογία και δικαίωση μιας τροχιάς γήινης, να υπάρξει οπωσδήποτε και μετά τη συντέλεια. Να εξαγοράσει έτσι την εξιλέωση, να επιδείξει, αν χρειαστεί, εκεί πάνω τους ύμνους του, πειστήρια αδιάβλητα πως έδρασε κι αυτός επί γης:
Υπό των ηδονών
δεινώς κλειδωνιζόμένος
τον ύμνον προσφέρω σοι,
ον εξ απόρων
χειλέων έπλεξα.

ΙΙ

Στον 5ο και τον 6ον αιώνα ο μεσαιωνικός πολιτισμός μας περνούσε μια δύσκολη εφηβεία. Κι ο Ρωμανός τη δυσκολία της την έκανε προσιτή, εύλογη. Το νεγκατίφ της αυτοπροσωπογραφίας του βέβαια δεν μας ξεφεύγει. Τον αναποδογυρίζομε απ’ την άλλη πλευρά και βλέπομε ακόμη και τώρα πάνω στην ποίησή του στίγματα μεγάλα κι ευδιάκριτα. Είχε, όπως και κάθε σύγχρονός του, μια ψυχική κληρονομιά ανώμαλη. Κι ένα καθεστώς του πνεύματος, που οικοδομούσε απ’ το τέλος προς την αρχή, αντίστροφα. Κάτω στα έγκατά του επιζούσε πάντα, σαν κακή μνήμη του φυλετικού υποσυνείδητου, ο πανικός της πρώτης κατακόμβης, η τρωγλοδίαιτη ψυχή, η πίστη-νυχτερίδα.
Κι αυτός έκανε την σκιά μεσημβρία, την κατακόμβη θριαμβικούς τρούλους, τη μειονεξία έξαφνη ύβρι κατά των αλλοδόξων. Κι όμως αυτός ο δεδηλωμένος ορθόδοξος μαυλίζεται ακόμη απ’ τις απωθημένες μνήμες. Διανυκτερεύει εκεί κάτω, και τους πιο αυθεντικούς οραματισμούς του τους αντλεί κατ’ ευθείαν απ’ τις απηγορευμένες πηγές, που είναι τα απόκρυφα Ευαγγέλια του Ιακώβου και του Νικοδήμου, η δαιμονολογία των συναξαριστών, οι τοιχογραφίες της ελληνιστικής Συρίας. Εξ άλλου, για να επισημάνομε και την αντίστροφη πνευματική παράδοση, υπήρχε πίσω του η τριανδρία του Βασιλείου, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου του Νύσσης, υπήρχε δηλαδή η επίσημη κατήχησις, χειραφετημένη απ’ τη φιλοσόφηση τής Αρχαιότητος. Κι αυτός, επιμένοντας να μείνει της Απολογίας διάκονος (που σημαίνει: απερίφραστος, πειστικός, επίκαιρος οίστρος), αντέταξε την έμπνοη πεποίθηση ενός εξ αρχής νέου Αλφαβήτου ιδεών:

Τι φυσώσι και βομβεύουσιν
οι Έλληνες;

Κι όμως, λέγοντάς το, αυτός ο πεισματικός ανθέλλην εγκολπώνονταν ήδη όλη τη φωνασκία και τα τεχνάσματα της αρχαίας ρητορικής. Αρχίζει πάντα με τη σωστή, δική του βαθειά αναπνοή:

Τον αετόν γύπες
επί τα όρη εζήτουν
ην δ εκείνος εν αποκρύφω
σκέπων και θάλπων
ταις αυτού πτέρυξιν
την νοσσιάν,

κι αμέσως έπειτα συνεχίζει, διολισθαίνοντας στην πιο σχολαστική σοφιστική:

την νοσσιάν, ην έκτισε
χειρί ιδίω πρότερον,
καν άρτι τούτον τέτοκε
παρθένος, μήτηρ άνανδρος.

Σ’ αυτή την περίπτωση ένα τείχος μας χωρίζει πάντα απ’ την καρδιά του Ρωμανού. Την τελευταία στιγμή ένα τείχος από λέξεις κενές, φράχτης από ρικνά σύμβολα, σωρολιθιά συνειρμών. Αρχαιοπρεπής πεζοπορία των φράσεων, επιστρατευμένα όλα τα παλιά οξειδωμένα μόρια του ελληνισμού, σφηνωμένα εμπόδια στην ποιητική διάθεση, στην έξοχη αυθεντικότητα. Κι οι αλληγορίες οι χριστολογικές, παρεμβλημένες συνήθως σαν άχαρα δονκιχωτικά σκιάχτρα: τα κέρατα του κριού, που γίνονται σταυρός, η παρθενική κοιλία που λιπαίνει το ξύλον της Γνώσεως. Συχνά πλεονάζει ο λογικός ειρμός, η σοφιστική κι οι ατέλειωτες θεολογικές συζητήσεις, με μια λέξη ο μεσαιωνικός διαφωτισμός, ο 4ος αιώνας μ.Χ. Δεν ξέρεις πού σταματά ο Λιβάνιος κι αρχίζει η πραγματική δείνωσις, πού εκπνέει το γράμμα της Γραφής κι έρχεται η ελεύθερη ώρα της εμπνοής, πού βωβαίνονται επί τέλους οι Πατέρες της Νικαίας και της Εφέσου, για να αντηχήσει ο ύμνος. Μαθητεία ασυνείδητη κι ενσυνείδητη και τον γέμισε λεκτικά τρωτά μέρη, κατά μήκος του σώματός του οχληρά λέπια. Κι όμως, ήρθε στιγμή που αυτή η μαθητεία ενίσχυσε τη φωνή του να εκφρασθεί, την εμπνοή του να πάρει μιαν εφηρμοσμένη φορά. Κι υποτάζοντας εφεξής την παιδεία του στην προσωπική του προίκα έκανε ποίηση. Ποίηση καινοφανή, που το ήθος της είδαμε, μέλλει τώρα να δούμε το ύφος και το διάγραμμά της.
Απ’ τούς Προφήτες, τον Εκκλησιαστή, τούς Παραινετικούς της Βίβλου σφυρηλατήθηκε κι ο δικός του θυμικός τόνος, μια οικεία διάθεση. Μόνον απ’ εκεί είχε πάρει κάτι απ’ την ιδεομανία της ποιητικής εποπτείας, της σκυθρωπής προσλαλιάς. Και πήρε και την τέχνη τής εξαίφνης εισαγωγής, που πότε είναι κραυγή προς τα άνω, πότε κάλεσμα προς τον πλησίον, πότε συστροφή: παραίνεση προς εαυτόν. Δανείστηκε τη δύναμη των αναδιπλώσεων, τις απρόοπτες αναδρομές, τα σκεπτικά επιμύθια, τα βαρύγδουπα ομοιοτέλευτα, που είναι ηχηρές κατακλείδες, σφραγίσματα. Κι άντλησε ακόμη απ’ εκεί την περήφανη ταπεινοφροσύνη, την πολυφωνία του φίλτρου προς τα κατοικίδια κι ορεσίβια ζώα, προς τα οποία ταυτίζονται γι’ αυτόν οι ποικίλες μορφές τής θεότητας. Και τέλος τη λεπτή γεύση της ματαιότητος, ό,τι γενικά διαδηλώνει το ύφος τού πατριαρχικού, νομαδικού, ποιμενικού πολιτισμού του παλαιού Ισραήλ. Κατά το ρήμα των πρώτων τρομερών εκείνων ανδρών αρχίζει κάποτε με πλάγια κεκραγάρια :

Υψόθεν επέβλεψεν
ο επιβλέπων
αβύσσους Θεός,

ή χάνεται κι εκείνος ολόσωμος μες στη διακριτική ή οργιαστική πανίδα της θεότητος:

Ιχνεύσασα η αλώπηξ
τον μέγαν σκύμνον
διεγείρει κατ’ αυτού
τους κακούς κύνας
έσωθεν και έξωθεν
Βηθλεέμ περιτρέχοντας
και ζητούντας το θήραμα,

πέφτει ξάφνου σε συλλογή για τη ματαιότητα των εγκοσμίων:

Παρήλθεν ο πλούτος,
ως αράχνη και σκιά
και ως εξανθών
χόρτος επί δώματος·
ως ναυς δε διέδραμεν
εν τω βυθώ·
ίχνος ουκ έστιν ευρείν,

και τελειώνει συχνά με την αποστροφή των κλητών της Βίβλου:
  
   Δυνάσται λαών
   ετασθώσι δυνατώς,
ή
   υιοί λοιμοί και πονηροί
   οι ιερείς του λαού σου

Η θυμική του κράσις τού επέβαλε την υψηλή αυταπάτη ενός προφήτη, κι εβάπτισε σ’ εκείνους τη φωνή του, κρατώντας την εννοείται πάντα προσωπική. Τώρα, για να την εκφράσει, να την υλοποιήσει, έπρεπε πρώτα να συλλέξει θέματα και μετά να βρεθεί ο μίτος να τα οικοδομήσει. Και για τα θέματα ενήργησε η χάρις της ματιάς, η «γραφική» καρδιά του. Και τα αναζήτησε, τα βόσκησε ένα-ένα στις πιο ζεστές φωλιές, στις πρώτες πηγές: στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης (ιδίως στα ποιητικά, τα εξαγγελτικά, τους Προφήτες, αλλά και, στα Ευαγγέλια και τα Συναξάρια). Κι εδώ απ’ τις πιο γνωστές, τις πιο κοινές υποθέσεις αντήστραψε μια απροσδόκητη εκδοχή, μια ευφάνταστη ποικιλία. Στους χειρισμούς και την πλοκή αφήνει την περιγραφή και χάνεται σε λυρικές παρεκβάσεις, παραιτεί την αφήγηση και πιάνει την ψυχολογία, προβαίνει σε μια αναπαράσταση, φτάνει στα παραμεθόρια της θεατρικότητας. Προβάλλει στους ανύποπτους ήρωες, με ευθύβολα καυτά ερωτήματα ή απρόοπτα υπερβατά, διλήμματα ηθικά, προσφέρει σ’ αυτούς τους αφελείς στρατευμένους την απρόοπτη ευχέρεια για ελεύθερη βούληση, ανά πάσαν στιγμή τούς επαπειλεί τους πτωχούς με την τιμωρία της Κρίσεως, τους σαγηνεύει με το δέλεαρ του Παραδείσου. Έρχονται στην επιφάνεια με εικονοπλασία γλαφυρή ήρωες αφανείς, όπως ο ταπεινός Ιωσήφ, οι επώνυμοι Πέτρος ή Ανάργυροι αλλά και ανώνυμοι: ο ασκητής, ο μοναχός, ο στασιαστής, ο πυροπαθής, ο θαλασσοπόρος. Έρχονται εικονικές παραστάσεις τής συνειδήσεως στο πιο δριμύ της γίγνεσθαι, προσωποποιήσεις του Πειρασμού και του Άδη, ρεαλιστικοί διάλογοι του Άδη και του Θανάτου :

Νικητά Θάνατε,
ακαταγώνιστε,
άκουσον
Άδου του φίλου σου.

Τα θέματά του είναι τώρα πανέτοιμα, σκευή εξοπλισμένη, φορτισμένη μάλιστα με διάθεση αισθητική, μ’ έντονη, καθορισμένη ροπή ύφους. Απ’ των Ελλήνων την ποικίλη τέχνη δανείστηκε τέλος τους τρόπους της δομής του υλικού, την ορθοέπεια της φωνής του. Και δεν χρειάστηκε −απαίδευτος ήταν άλλωστε− να αναδράμει στην αρχαιότητα, γιατί την αρχαιότητα, συγγνωστά κι ανεπίγνωστα, κι όταν ακόμη την πολεμούσε, το Βυζάντιον ως λεκτική τροφή την αναμηρύκαζε. Στις Οικουμενικές συνόδους και στους άμβωνες ο αρχαίος λόγος είχε επιβάλει τα αναπτύγματα της ελληνικής πλοκής. Κι η ποίησή του δείχνει καθαρά τα ξένα οικοδομικά μέλη, προδίνει συχνά την αρχαία φωνητική της, φωνάζει πως είναι λόγος ελληνικός. Οι ύμνοι του, έρχεται στιγμή, που δεν είναι παρά ποιητικά δοκίμια. Δεν είναι −το εννοείς αμέσως− αγωγές, αλλά  διαγωγές συνειδήσεων, διατριβές ηθικής. Όπως στους πατρογονικούς διθυράμβους, στις ωδές, προπαντός στους πανηγυρικούς, συμβουλευτικούς, επιτάφιους λόγους, διακρίνομε κι εδώ, αναλόγως με το θέμα, αναφορά στους προπάτορες και στην πολιτεία που στους κόλπους της αναπτύχθηκε ο θρησκευτικός ήρωας, δηλαδή ο μάρτυρας, αφήγηση των ταπεινών περιστατικών της ζωής του, εξύμνηση των μαρτυρικών άθλων του, παραινέσεις και διδάγματα, ακόμη όλα τα λάθη και τ’ αλάθητα μιας αποδεικτικής. Φαίνεται, πως αυτή είναι ανέκαθεν η φύσις του ύμνου κι έτσι περίπου την ενστερνίστηκε εκείθεν ο Πίνδαρος, εδώθε ο Κάλβος. Προσθέστε ακόμη το κρηπίδωμα και τις αντηρίδες, που είναι ο αντίλαλος απ’ τη στιχομυθία και τα χορικά των δραμάτων κι αργότερα την πείρα των μίμων και θα έχετε συνοψισμένη την αρχαία παράδοση, όπως ίσως δεν κατόρθωσε να την αναβιώσει η πειθώ κι η ευγλωττία του Χρυσοστόμου. Ενήργησε τώρα αποφασιστικά σ’ αυτή την πολύτιμη αναβίωση ο μόχθος του νου, όπως εκεί η γραφική καρδιά και πιο πάνω η θυμική κράσις. Κι όλα μαζί, συνεκβολή μαθητείας επί ταυτώ, για να έχομε επί τέλους, τεκμήρια έμπνοα, αυτές τις ποιητικές «πραγματείες» της θεογνωσίας.
Ο Ρωμανός βέβαια ταλανίστηκε, ώσπου να επιπλεύσει υπεράνω όλης αυτής της διαδικασίας. Μακριά απ’ την καλλιέπεια των Ελλήνων και την ευθυγραμμισμένη, δογματική πίστη της Γραφής, σε μια εποχή, που τα είχε αποθεώσει και τα δύο, αυτός τα είδε απλώς σαν υποτακτικά μέσα. Τώρα οι ύμνοι του επικρέμανται, σταλακτίτες, παγωμένοι ξάφνου κάπου μεταξύ ρεαλισμού και συμβολισμού, μπαλάντες και θρόμβοι παλαιού αίματος σε αρτηρίες καινούργιες, έμβρυα μεγάλα χωλών δραμάτων και λόγων. Κι αυτός επάνω τους, κηδεμόνας των Μέσων Ημερών μας, ο πιο αποδεσμευμένος, ο πιο προσωπικός, πιο μοντέρνος. Στο σκιερόν Βυζάντιον (ο χαρακτηρισμός είναι του Μητσάκη) μια ρομφαία φωτός. Στην κλεψύδρα των παλιών ημερών ένας χείμαρρος από οιστρηλατημένα, αυτοσχέδια, άτακτα λόγια:

Νεαρόν ήττημα
του αρχαίου ημίν
πτώματος
λήθην εποίησε.


Ο Ρωμανός επαγγελματικά δεν πρόκοψε. Διάκονος είχε έρθει απ’ την εκκλησία τής Αναστάσεως τής Βηρυτού. Και διάκονος έζησε μισόν αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Σε μια κοσμοπολιτεία, που σκόρπιζε αφειδώς τιμές κι αξιώματα συχνά και στους πιο απίθανους, αυτός εσχόλαζε άγνωστος. Ας θυμηθούμε τον Ντοστογιέφσκυ, που κάμποσους αιώνες εγγύτερά μας τριγύριζε ανώνυμος στις ίδιες πόλεις, που η Ευρώπη επευφημούσε τον Ναπολέοντα, τον Βάγκνερ, τον Νίτσε. Ο Ρωμανός είδε κι αυτός τρεις βασιλείες (του Αναστάσιου, του Ιουστίνου, του Ιουστινιανού), θρησκομαχίες και πολέμους, επαναστάσεις λαών και σεισμούς της γης. Παγκόσμια ονόματα, κοσμικές δόξες, πρόσωπα τής ημέρας ολόγυρά του: ο Βελισσάριος, ο Τριβωνιανός, ο Ανθέμιος, η Θεοδώρα με τις πατρικίες της. Κι αυτός περνούσε τους ίδιους δρόμους άγνωστος, διασταυρώνονταν ίσως μαζί τους ο άδοξος. Την ώρα που ένας έσερνε στους βασιλικούς δρόμους το άρμα του Γελιμέρου, ο άλλος έκτιζε την Αγία Σοφία, ο τρίτος οργάνωνε τη νομοθεσία του Βυζαντίου, κανένας σ’ αυτή τη ανατολική πρωτεύουσα της Οικουμένης δεν διακήρυττε, πώς κάπου ετοίμαζε κι εκείνος αθόρυβα τους δικούς του στιχηρούς θριάμβους, τους δικούς του έμμετρους ναούς σοφίας, ποιητικά το κριτήριον εδώ κάτω μιας άλλης δίκης.
Στο κελλί της Θεοτόκου εν τοις Κύροις αποσκεπασμένος, απόμερος μακροημέρευσε. Έργα της νύκτας, που ετάζει νεφρούς και καρδίας, τα ποιήματά του. Και, για να μη μείνει στην αιώνια μνήμη εν καιρώ μοναχός με τους μοναχούς και ψαλμωδός με τους καντηλανάφτες που μαζί των εμόναζε, έκρυβε στις ακροστοιχίδες των ύμνων του την ελάχιστη μνεία της ποιητικής του ταυτότητας: «Του ταπεινού Ρωμανού». Ο ταπεινός υπερυψούται τώρα στη συνείδησή μας. Γιατί ήταν ο ίδιος μια συνείδηση προικισμένη και συνάμα αενάως διαδραματιζόμενη στη σφαίρα του πιο επίκαιρου επιστητού. Και πάντα παλεύοντας εδώθε απ’ την εξαΰλωση, ένα σκεύος. Έτσι, σαν ένα σκεύος εκλογής στάθηκε εν μέσω του καιρού του, διάνοια μοναχική: πομπός ενεργητικός, διαλεκτική άγρυπνη μεταξύ των πιο υψηλών ιδεών και των φορέων τους, των ανθρώπων. Και σαν καρδιά κοινόχρηστος: πεδίον όπου μέσα του παραμένει πάντα ανοιχτή η αυλαία του αιώνιου αλλά και καθημερινού θείου δράματος. Κι ενώ ο καιρός εκύρτωνε από δυσχερή και δυσχείρωτη συνάμα σοφία, αυτός σφηνώθηκε εκεί ανάμεσα στα πένθιμα εμβόλια (έτσι θα τα έλεγε ο Κάλβος) μπόλι ζωής. Φρέσκος, δροσερός ήχος, λαλιά νεόκοπη, κρωγμός και κλάμα ζωντανού στήθους. Οι σκέψεις του κι αυτές φωνήεντα, ακόμη και το όραμά του επιφώνημα. Είναι η εφηβεία, η ψυχολογική στιγμή του μεσαιωνικού μας Ελληνισμού. Και χρειάστηκε να περάσει πολύς χειμάζων αιώνας, για να καρποφορήσει η άλλη, η πνευματική στιγμή. Αυτήν πια ευδόκησε τώρα να την κατορθώσει, ολόκληρη μες στη μυστική φώτιση, ένας άλλος, μεγάλος άγνωστος, που τ’ όνομά του θα πρέπει κάποτε σοβαρά ν’ απασχολήσει ως σπουδή και την ποίηση. Μετά τού Ρωμανού την αγωνία η χάρις τού Συμεών του νέου, του Θεολόγου. Αυτός, αιωνίως εγκάθειρκτος, εκείνος προ πολλού απόδημος τού σώματος.
Του Ρωμανού ο κόσμος παρέμεινε εγκόσμιος, κυριολεκτώντας ουσία και λόγω. Ο Συμεών ευδόκησε περιφραστικά, να τον αποθεώσει:

Μοναχός όστις αμιγής έστι κόσμω
και αενάως ομιλών θεώ μόνον.
Βλέπων βλέπεται, φιλών φιλείται
και γίνεται φως λαμπόμενος αρρήτως.
Δοξαζόμενος δοκεί πλέον πτωχεύειν
και προσοικειούμένος ως ξένος πέλει.
Ω ξένον πάντη θαύματος καί αφράστου,
δια πλούτον άπειρον υπάρχω πένης
και μηδέν έχειν δοκώ, πολύ κατέχων,
και λέγων διψώ δια πλήθος υδάτων.

Έρχονται τώρα, ας τούς φαντασθούμε εναλλάξ, δυο στάσεις, δυο χωριστοί άνθρωποι, προ του φρικτού θρόνου της Κρίσεως. Ο Ρωμανός στο κάτω πάτωμα, εδαφιαίος, ολόσωμος, γαντζωμένος επάνω στη σάρκα του (γαιώδες αλώνι δοκιμασίας) αγωνιστικός κι αγωνιώδης, τρομερός και μολαταύτα περίτρομος:

Όταν έλθης ο θεός
επί γης μετά δόξης
ποταμοί δε του πυρός
προ του βήματος έλκη
και βίβλοι διανοίγωνται
και τα κρυπτά δημοσιεύωνται,
τότε ρύσαί με
εκ του πυρός του ασβέστου

Κι ο Συμεών επάνω υπερίπταται όλος ψυχή, δορυφόρος των άνω δυνάμεων:

Η δε απαυγή της δόξης σου της θείας
φως απλούν ημίν, φως γλυκύ καθοράται,
φως πνευματικόν βλεπόμενον μακρόθεν,
φως εντός ημών ευρισκόμενον αίφνης,
φως ως ύδωρ βρύον, ως πυρ τε φλέγον
τής ήσπερ πάντων καθάψεται καρδίας.

Ο 10ος αιώνας έτσι συμπλήρωσε τον 6ον αιώνα Κι ένας κύκλος πολιτισμού ολοκληρώθηκε κι έκλεισε. Η μεσαιωνική μας ψυχή απ’ το πάθος πέρασε κι ετελειώθη στην έκσταση.

ΡΙΖΟΒΟΥΝΙ 1 9 5 8

Χρύσα Βαλσαμάκη, Προσευχές, 2017, μικτή τεχνική σε χαρτί, 150 x 130 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: