23/12/17

Το ταξίδι της κατασκευής στην ψυχανάλυση

ΤΗΣ ΒΕΡΑΣ ΠΑΥΛΟΥ

Άποψη εγκατάστασης με έργα των Αντρέα Λόλη, Δημήτρη Ανδρεάδη, Λουκά Σαμαρά


ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΕΦΑΝΑΤΟΣ, Κατασκευές της ψυχανάλυσης. Κατασκευή του ψυχαναλυτή. Αναζητώντας μια αλήθεια που γιατρεύει, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ.440

Το βιβλίο του Γεράσιμου Στεφανάτου σημαδεύει την ελληνική ψυχαναλυτική βιβλιογραφία. Τοποθετεί την ψυχανάλυση  σε σχέση με τις  επιστήμες του ανθρώπου μέσα από μια επιστημολογική προσέγγιση. Αντιμετωπίζει την κλινική πράξη ως πρακτικοποιητική θεραπευτική δραστηριότητα και τρόπο αναδημιουργίας του υποκειμένου και του κόσμου. Το θεωρητικό υπόβαθρό της παρουσιάζεται σαν καμβάς, δεν καταλαμβάνει το προσκήνιο. Δεν υπόκειται ούτε στον ντετερμινισμό της σύγχρονης επιστήμης ούτε στον ακραίο σχετικισμό που οδηγεί στην άποψη ότι κάθε πρακτική μετρά το ίδιο. Ταυτόχρονα, γίνεται μια ιστορική ανασκόπηση της ψυχανάλυσης, από τον Φρόυντ μέχρι σήμερα, μέσα από την επανανάγνωση διαφόρων εννοιών και την παράθεση πλούτου βιβλιογραφικών αναφορών, ψυχαναλυτικών, φιλοσοφικών,  κοινωνικοπολιτικών, με άξονα το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη. Εγγράφεται έτσι η ψυχανάλυση στη μνήμη και στην ιστορία. Στο τέλος της διαδρομής επισημαίνεται η θέση της στην σύγχρονη Ελλάδα, κριτικά ως προς τα επίσημα πλαίσια.
Η επιλεγμένη προσέγγιση κλινικών περιπτώσεων αναδεικνύει τις παθολογίες μιας καταναλωτικής κοινωνίας του θεάματος, του ναρκισσισμού και της θυσίας του σώματος στο βωμό της πρωτιάς. Μιας πάσχουσας κοινωνίας, στο κέντρο της οποίας η ανάδυση της αλήθειας του υποκειμένου συνιστά ριζική πολιτική πράξη.

Το επιστημολογικό ζήτημα
Η προβληματική του Γ. Στεφανάτου ξεκινά με την έννοια της κατασκευής στον Φρόυντ, Κατασκευές στην ψυχανάλυση [Konstruktionen in der Analyse, 1937], κείμενο  που εγκαινίασε το πρώτο τεύχος του  περιοδικού «Εκ των υστέρων» το 1997 - σε μετάφραση Λευτέρη Αναγνώστου. Είκοσι χρόνια από τότε και ογδόντα χρόνια μετά τον Φρόυντ, η έννοια επανέρχεται υπό νέο πρίσμα που εμπεριέχει την επιστημολογική ματιά και την πλούσια ψυχαναλυτική εμπειρία του συγγραφέα.

Διαβάζουμε στο φροϋδικό κείμενο: «Ποια είναι λοιπόν η αποστολή του αναλυτή; Πρέπει να μαντέψει το ξεχασμένο υλικό από τα σημάδια που άφησε πίσω του ή πιο σωστά να το κατασκευάσει […]. Η εργασία της κατασκευής, με άλλα λόγια της ανακατασκευής ή ανάπλασης, έχει πολλά κοινά σημεία με τη δουλειά του αρχαιολόγου που ανασκάπτει ένα κατεστραμμένο και θαμμένο οικισμό ή ένα κτίριο.[..] Και οι δύο διατηρούν το αναμφισβήτητο δικαίωμα της ανακατασκευής με τη συμπλήρωση και τη συναρμολόγηση των σωζόμενων υπολειμμάτων.»
Την έννοια διευρύνει στο κείμενό του ο Γ. Στεφανάτος παρουσιάζοντας την κατασκευή ως «διαρκή ποίηση στο πεδίο των ψυχικών μορφωμάτων, συνεχής αλλοίωσις (με την αριστοτελική έννοια) και αυτό-αλλοίωσις ως δημιουργία και καταστροφή που συμβαδίζει με την διατήρηση και την επανάληψη». Αυτό που εκτυλίσσεται στην κλινική πράξη δεν είναι απλή επανάληψη του παρελθόντος.Η κατασκευή δεν αφορά την συμπλήρωση των κενών της παιδικής αμνησίας με τις παρεμβάσεις του αναλυτή-«αρχαιολόγου». Πρόκειται για δημιουργία-συνδημιουργία. Γίνονται αλλαγές στις ασυνείδητες δομές, αποδόμηση-επαναδόμηση εαυτού και άλλου. Κάτι νέο γεννιέται.
Ο ορισμός αυτός συνδέει την ψυχανάλυση με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η συνδημιουργία αναλυτή-αναλυόμενου "ποιεί" τον ίδιο τον κόσμο. Ψυχικό και κοινωνικό υφαίνονται ταυτόχρονα.
Κατά τον Λακάν, η ψυχανάλυση βρίσκεται στο επίκεντρο του κοινωνικού δεσμού τροποποιώντας την σχέση με τον Άλλο και κάθε άλλο στη ζωή μας. Προβληματική και της ψυχαναλύτριας Πιέρα Ωλανιέ που διατρέχει το έργο του Γ. Στεφανάτου. Η «βία της ερμηνείας» αφορά την φέρουσα τον λόγο μητέρα, η οποία βάζοντας σε λόγια τα πρώτα βιώματα του παιδιού, ασκεί  μια βία, αναγκαία μεν που όταν ξεπεράσει όμως ένα όριο οδηγεί δυνητικά ως την ψύχωση. Η πρωταρχική  αυτή βία του εικονογράμματος προβάλλεται σε όλα τα μετέπειτα βιώματα, θολώνοντας την σχέση με τους άλλους.
Τρία σημεία αναδεικνύουν στο κείμενο την ιδιαίτερη θέση της ψυχανάλυσης σε σχέση με τις σύγχρονες θεραπείες κανονιστικού χαρακτήρα:
- Η παγίωση των ψυχικών επενδύσεων συνδέεται με τον Άλλον, δεν μπορεί να είναι σταθερή. Λογική που βρίσκεται εκτός του εγώ, της αυτάρκειας. Μιλάμε για διυποκειμενικό πεδίο, όπου συγκρούονται ο Έρωτας με το Θάνατο, η αγάπη με το μίσος, η δημιουργία με την καταστροφή.
- Η υποκειμενοποίηση είναι ταυτόχρονα έργο ποιήσεως εαυτού και κόσμου.
- Η αλήθεια είναι πάντοτε μερική. Θραύσματά της αναδύονται στην ανάλυση και εισέρχονται στην κατασκευή.
Η προβληματική του συγγραφέα βασίζεται στην έννοια της ανακατασκευής που τοποθετεί την ψυχανάλυση σε σχέση με: α) τις επιστήμες του ανθρώπου οι οποίες αναζητούν βεβαιότητες μέσα από την αντικειμενοποίηση β) τις αφηγηματικές, ερμηνευτικές προσεγγίσεις του Πωλ Ρικέρ και άλλων που ανάγουν το υποκείμενο και την ιστορία στην αφήγησή του και γ) με το κίνημα του σχετικισμού.
Ο σχετικισμός, ως φιλοσοφική παράδοση, επιχειρεί να διαχωριστεί από τον ντετερμινισμό που συνδέει με απόλυτο τρόπο αιτία και αποτέλεσμα. Φτάνει ενίοτε στο αντίθετο άκρο, σε έναν ακραίο σχετικιστικό κονστρουκτιβισμό, όπου όλες οι εκδοχές της αλήθειας είναι ισότιμες ως υποκειμενικές, δίχως  έρεισμα στα πράγματα. Η ιστορία μπορεί να ιδωθεί με κάθε τρόπο.
Εδώ έρχεται η θεώρηση του Γ. Στεφανάτου να θέσει τη βάση πάνω στην οποία αγκιστρώνεται η κατασκευή. Πρόκειται για το σώμα, το ενορμητικό για τον Φρόυντ, το πραγματικό για τον Λακάν, τη φυσική στρώση κατά Καστοριάδη. Πράγματι, υπάρχουν ερμηνείες που δεν λένε τίποτα στον αναλυόμενο και άλλες που έχουν επίδραση στο σώμα, επιτελούν τομή ώστε να οικοδομηθεί κάτι. Έτσι, η ψυχανάλυση είναι ανοιχτή στην κατασκευή και στην δημιουργία, δεν κάνει ντετερμινιστικού τύπου αναγωγές «αυτό οδήγησε σε εκείνο». Από την άλλη πλευρά δεν είναι ανοιχτή σε κάθε δυνατή κατασκευή. Η προσέγγιση αυτή συνάδει με την σύγχρονη πιθανοκρατική φυσική, περισσότερες από μία πιθανότητες μπορούν να πραγματωθούν, όμως, σε ένα εύρος δυνατοτήτων που δεν ξεπερνά κάποιους νόμους. Η κατασκευή δεν είναι αυθαίρετη. Η ψυχανάλυση γίνεται το εργαστήρι που απαντά στον σχετικισμό.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει στο κοινωνικό πεδίο. Δεν είμαστε σειρά αφηγήσεων.Υπάρχει ένας λόγος που «μιλά» στο κοινωνικό σώμα και αφορά τον κοινωνικό δεσμό ως διυποκειμενική προβληματική στον αντίποδα των «ατομικών δικαιωμάτων». (Βλέπε τον διάλογο Κορνήλιου Καστοριάδη - Κρίστοφερ Λας, επίμετρο Ζαν Κλωντ Μισεά, Η κουλτούρα του εγωισμού, Εναλλακτικές εκδόσεις, 2014 ).

Το έργο της ψυχανάλυσης
Το πρωταρχικό, το άμορφο, το αρχαϊκό, διαβάζουμε, παίρνει μορφή μέσω της κατασκευής και το Εγώ του λόγου υφαίνει κάτι σε ψυχισμό και σώμα. Δεν πρόκειται για ταυτιστική λογική που δομεί ένα κατοπτρικό εγώ αλλά για ανάδυση ασυνείδητων παραστάσεων που μπαίνουν στο λόγο και δίνουν νέο νόημα. Ούτε αφορά την «κατανόηση» με γνωστικό τρόπο. «Γιατί αφού καταλαβαίνω τι κάνω, συνεχίζω να το κάνω;» λένε άνθρωποι που ακολουθούν γνωσιακές, συμπεριφορικές, ακόμη και αποκαλούμενες ψυχαναλυτικές θεραπείες… Γιατί δεν έχει αλλάξει τίποτα στο επίπεδο του ψυχισμού δομικά. Η ψυχαναλυτική «νοησιμότητα» -intelligibilité- δεν έχει σχέση με την παρατήρηση του εαυτού, λέει ο συγγραφέας, ούτε καλύπτεται από την θεωρία. Ο ελεύθερος συνειρμός δεν ανάγεται στην κλινική παρατήρηση. Πρόκειται για ακοή-κύμανση που εμπλέκει το σώμα και επιδρά σε αυτό. Οι λέξεις έχουν σάρκα.
Κατ’ επέκταση, η θεωρητικοποίηση -αναγκαία για να περιορίσει το άπειρο του δυνατού- είναι λανθάνουσα, κυμαινόμενη στη σκέψη του ψυχαναλυτή, ο οποίος περνά από πολλαπλές θεωρήσεις αντλώντας από σημαίνοντα του αναλυόμενου και δικά του, γονιμοποιώντας τα και αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό στο απρόσμενο, τελικά σε μια «ποιούμενη» θεωρία που διαρκώς τίθεται σε επερώτηση.
Η προσέγγιση αυτή καθιστά την ανάλυση πρακτικοποιητική δημιουργική δραστηριότητα που ανοίγει τη ριζική φαντασία του υποκειμένου με βάση το καστοριαδικό "μάγμα" και οδηγεί σε μια ιδιαίτερη θεώρηση του ρόλου της θεωρίας στο ψυχαναλυτικό πεδίο και της διαμόρφωσης του ψυχαναλυτή σε θεσμικό επίπεδο.

Το θεσμικό πλαίσιο
Η γνώση της ψυχανάλυσης δεν διδάσκεται. Μεταδίδεται στην προσωπική ανάλυση, όπου ο αναλυόμενος παράγει καινούργια γνώση, της τάξεως του savoir (ξέρω κάτι χωρίς να το γνωρίζω και φέρω στην επιφάνεια κάτι από το ασυνείδητο) και όχι του connaître (γνωρίζω με την έννοια της επιστημονικής γνώσης). Οι διδακτικές αναλύσεις των εταιρειών παραπέμπουν σε «επιστημονικού» τύπου γνώση, κλείνοντας το νόημα, λειτουργώντας ιεραρχικά και αλλοτριωτικά. Πώς μπορεί ένας θεσμός να παραμένει ανοιχτός στο ασυνείδητο; Πώς είναι δυνατό να μην ταυτιστεί ο νέος αναλυτής με τον αναλυτή του;
Ο Γ. Στεφανάτος μιλά για formation (training, ausbildung) με την έννοια της μόρφωσης. Διαμορφώνω-μορφώνω, δίνω μορφή στο άμορφο, στο υποκείμενο. Γνώση (savoir) των μορφωμάτων του ασυνειδήτου και της λειτουργίας του ψυχικού οργάνου. Πρόκειται για ρήξη με την επιστημονική γνώση. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτή η μόρφωση; Εποπτείες με αναλυτές που επιλέγει ελεύθερα ο νέος αναλυτής και τον εμπλουτίζουν στο επίπεδο των μορφωμάτων του ασυνειδήτου, με προσλαμβάνουσες διαφορετικές από την ανάλυσή του.
Συνεχίζεται με την συμμετοχή του σε ομάδες μελέτης και σεμινάρια που συνδυάζουν οριζόντιες δι-αναλυτικές ανταλλαγές, σε συνδυασμό με κάθετες λειτουργίες ασυμμετρίας και όχι εξουσίας, ώστε να ρέει μια ασυνείδητη γνώση που προέρχεται από το εύρος της εμπειρίας  και όχι από την «μεγαλύτερη», καλύτερη ή και απόλυτη γνώση. Οι χώροι αυτοί δίνουν την δυνατότητα αναγνώρισης του νέου αναλυτή από μερικούς άλλους, κάτι που θέτει και ο Λακάν σε αντίθεση με τις πιστοποιήσεις των ψυχαναλυτικών εταιρειών.
Τομή που αφορά το κοινωνικό πεδίο και την πολιτική, καθώς εισάγει μια ηθική διάσταση που αλλάζει τη λειτουργία στις ομάδες και στους θεσμούς, αποσπώντας τες από τη μάζα –της φροϋδικής «ψυχολογίας των μαζών»- αλλά και μιας εξουσιαστικής ιεραρχικής δομής. Εισάγεται το συμβολικό με την έννοια της αποδοχής του άλλου ως ετερότητα και μιας ισότητας που δεν είναι ισοπεδωτική.

Το κλινικό πεδίο
Οι κλινικές περιπτώσεις που παρατίθενται χωρίζονται σε τρία μέρη:
α/ Περιπτώσεις οδύνης νέων ανθρώπων όπου συναρθρώνεται το ψυχαναλυτικό με το πολιτικό. Ο νεαρός Α, «άναρχος» αναρχικός, «εκτός αρχής και εξουσίας και εκτός καταγωγικής προέλευσης» σε οικογενειακό περιβάλλον που τον ταύτισε με «εγκληματική φύση» και αποτύπωσε στον ψυχισμό του ένα «αρχέγονο έγγραμμα» καταδιωκτικό "σώθηκε" με την συμμετοχή του στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο. Η πρωταρχική βία για την οποία μιλά η Ωλανιέ φορτίζει την δράση εντός του κοινωνικού. Η ανάλυση δίνει ένα σταθερό πλαίσιο επεξεργασίας των φαντασιώσεων, οριοθετεί τις ταυτίσεις και οδηγεί στην ιστορικοποίηση-υποκειμενοποίηση  που δίνει μια ανάσα ελευθερίας όσον αφορά τις επιλογές.
β/ Οι αναλύσεις ενηλίκων όπου αναδύονται στοιχεία από παιδικές σεξουαλικές θεωρίες. Το παιδί στον ενήλικα, ο μικρός και ο μεγάλος ερευνητής δίνουν μια λιβιδινική διάσταση στη σχέση με την γνώση. Στις περιπτώσεις αυτές εμφανίζεται ένα «λάθος» που κρύβει «ένα κομμάτι καθαρής αλήθειας». Συμβαδίζει ο συγγραφέας με τις επιστημολογικές προσεγγίσεις της σύγχρονης διδακτικής των επιστημών, όπου οι παιδικές κατασκευές επαναλαμβάνουν στην ιστορία ενός ανθρώπου τα γόνιμα «λάθη» που έγιναν στην ιστορία της επιστήμης. Έτσι ο κύριος που αναζητούσε στην εφηβεία μία «μαθηματική εξίσωση που θα εξηγούσε τα πάντα», άρα θα «εξίσωνε» τα φύλα απαλύνοντας την σεξουαλικότητα, θυμίζει την φαντασίωση των σύγχρονων φυσικών να βρούνε μία μαθηματική φόρμουλα που θα ενοποιεί όλα τα πεδία.
γ/ Οι πιο δύσκολες περιπτώσεις έχουν να κάνουν με την σαγήνη του «Άλλου» και την συνεπαγόμενη ερωτοτροπία με τον Θάνατο. Η Πίνα, η 'Εστερ και η Αμελί υποφέρουν στο σωματικό επίπεδο από τον διεισδυτικό έλεγχο του μητρικού άλλου. Η ανορεξία, η βουλιμία και η αμηνόρροια, αυτοκαταστροφικές λύσεις, επιχειρούν να «προστατεύσουν» το σώμα από έναν Άλλο αδηφάγο, που θέλει κορίτσια λαμπρά, πρωταθλήτριες και μπαλαρίνες. «Αγώνας μέχρι θανάτου κάποιων γυναικών να απελευθερωθούν από ασφυκτικούς μητρικούς δεσμούς, να ιδιοποιηθούν ένα έμφυλο σώμα και μια δική τους ταυτότητα». Σε αυτή την κούρσα η ανάλυση με τη σωματική  παρουσία του αναλυτή δίνει την «δυνατότητα ψυχικής παραστασιμότητας των σωματικών απεικονίσεων του Θανάτου και απομακρύνει τον υλικό θάνατο».

Επίλογος
Τι να κρατήσουμε από αυτό το πυκνό πόνημα; Καταρχήν το ύφος της γραφής που συνάδει με αυτό του ασυνειδήτου και της εργασίας αποκρυπτογράφησής του. Λόγος συνειρμικός, ποιητικός, που κάνει γέφυρα ανάμεσα στα διαφορετικά πεδία. Γραφή σπειροειδής που επανέρχεται σε διάφορες έννοιες και ταυτόχρονα συγκροτημένη και ακριβής με σημεία τομής.
Κεντρική ιδέα: «το πλαίσιο είναι ο αναλυτής» ως πρόσωπο, σώμα, ασυνείδητο, με τη δική του ανάλυση, την ιστορία του, τον αναστοχασμό του.
Κομβική απόφανση: «Η ληξιαρχική πράξη γέννησης της ψυχανάλυσης είναι συνυφασμένη με την ανακάλυψη από τον Φρόυντ του δικού του ασυνείδητου και ορισμένων διαστάσεων που επανευρίσκονται στο ασυνείδητο όλων».
Προοπτική μιας ψυχανάλυσης: «Ο υποκειμενικός μετασχηματισμός, νέες συνδέσεις και επενδύσεις, διάρρηξη του κύκλου της επανάληψης, εκκοινωνισμός της ψυχής, ρίζωμα στο ανθρώπινο σύνολο, εκ νέου νοηματοδότηση».
Δεν θα συμφωνήσουμε με την απαισιοδοξία της τελευταίας παραγράφου: «η διαφύλαξη της βασικής εννοιολογικής σκευής της ψυχανάλυσης έχει ως ενδεχόμενο τίμημα την επιστροφή στην απομόνωση των πρώτων χρόνων της φροϋδικής ανακάλυψης». Ο αναλυτής δεν χρειάζεται όντως να καταφύγει στην «καταγγελτική ρητορεία» που συχνά είναι φαντασιακή, αλλά είναι σημαντικό να συμμετέχει και να είναι ανοιχτός στις δονήσεις του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι. Η αυτονομία του υποκειμένου που αναδύεται στην ανάλυση μπορεί να συνεισφέρει την αυτοθέσμιση - κατά  Καστοριάδη- στο κοινωνικό πεδίο, τόσο αναγκαία για την αλλαγή ενός κόσμου που καταρρέει.
Το ίδιο το βιβλίο με την πολλαπλότητα των προσεγγίσεών του συνηχεί με αυτή την κατεύθυνση. Ισχυρή παρέμβαση στο κοινωνικό πεδίο, αναδεικνύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ψυχανάλυσης ως ριζικής πράξης, κυρίως στη σημερινή Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο ενός «σεισμού» που καταστρέφει τα πάντα. Κάνει τομή στον κοινωνικό δεσμό που μπορεί να σείεται όχι από την καταστροφή αλλά από την ανάδυση ενός λόγου αιχμηρού και απελευθερωτικού.

Η Βέρα Παύλου είναι ψυχαναλύτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: