21/8/17

Η Πολιτεία του ποιητή

Μίκης Ματσάκης, Φελούκες, 1962, λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε χάρντμπορντ, 41 x 52 εκ.


ΤΟΥ ΣΙΜΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗ

Η ποιητική πολιτεία του Ηλία Τσέχου περιλαμβάνει εικόνες, μνήμες, επιρροές, τα υποκείμενα που δρουν και «ακινητοποιούνται», την ποίηση ως επιθετικό πλαίσιο αποκοπής από ό,τι περιορίζει, από το ορθό αλλά και από τη μη-ορθό.
Ματώνουν οι μάχες που δεν δώσαμε
Τον χρόνο άκου τον καλά, μαθαίνει
Προς νότο θάλασσες, ανατολάς ψαρεύουν!
Η κάπαρη, δείχτης αλατιού, ούριος
Παλίρροιες γιορτές, νεροξεμαλλιασμένες,
Εξαγγελίας φούρλας: πάστρα χορεύουν τα νησιά
Παραμύθι πως τα κάστρα δεν γέρνουν στο φως
Ανεμοστρόβιλοι γύροι θανάτων λόγοι
Φανάρια θυέλλης οι συμπάθειες
Δεν έχει λόγους η καρδιά, χτυπά.[1]
Ο Ηλίας Τσέχος συγκροτεί ένα γίγνεσθαι ζωτικό, οικείο, ένα γίγνεσθαι που φέρει το βάρος της μαρτυρίας, ατομικής-συλλογικής, της ποιητικής απόδοσης, όχι ευθυνών αλλά προσδιοριστικών στοιχείων: μία νίκη που φέρει το δυνητικό βάρος της ήττας, τον χρόνο που «άκου τον καλά, μαθαίνει».
Όταν η λέξη-ποίηση «στέκει» μετέωρη, όχι για να γεμίσει τα διάκενα, αλλά για να τα αναδείξει και να τα αποκρυσταλλώσει ως τμήμα ενός μη-εξακολουθητικού βίου, που περιλαμβάνει διάκενα ωσάν χάσματα μνήμης & ζωής, αναβολές, ματαιώσεις, το αίμα ως συνθήκη (ως μύθο δύναται να αναφέρουμε) αλλά και ως διάστικτο, προσωπικό και συλλογικό τραύμα.
Και βήμα-βήμα προς την εναρμόνιση με την πρωταρχική ανθρώπινη κατάσταση, συγκροτεί τη δική του υποκειμενοποίηση: «Δεν έχει λόγους η καρδιά, χτυπά», φυσικά, ζωτικά, απολύτως ανθρώπινα, δείκτης της ανθρώπινης-σωματικής φθοράς αλλά και «μορφή» καθημερινής «αναγέννησης» άνευ λόγων, όπως γράφει ο ποιητής, και, κάποιες φορές, άνευ στοχεύσεων.
 Και ο μη-λόγος (μη στόχευση) «μετασχηματίζεται» σε δι-ιστορικό σημείο, στο σημείο ακριβώς που συνυφαίνει πορείες, εκεί όπου η δυναμική του, παράδοξα, έγκειται στο λόγο και στην ηθελημένη «αυτο-παγίδευση» στις σημάνσεις της ποίησης.

Χόρευαν σπουδαία οι Έλληνες
Τα ωραιότερα κοστούμια φορώντας
Στις μέρες μας θρηνούν
Καθημερινά φορέματα
Πρόχειρες μόδες
Άκαρδα αίματα συλλόγων
Και μεθαυριανά με ορούς
Αυλές των σπιτιών, πλατείες
Δίχως χορούς
Η ψυχή μου πονά θέσμια
Λαϊκούς οργανοπαίχτες
Καλοχορευτές
Χόρευαν σπουδαία οι Έλληνες
Τα ωραιότερα λάθη φορώντας.[2]
Η «πολιτεία» του ποιητή διαμέσου λαθών, της διεύρυνσης στο ατελεύτητο, σε αυτό που ενσκήπτει στο χώρο ως ανθρώπινη δράση-ιστορία. Και δίνοντας τις «μάχες» του εντός πεδίου τις αναπαράγει ως άρθρωση του απαραίτητου. Ο ποιητής εντός ποίησης «κερδίζει» τη ζωτικότητα, την ενέργεια να κατευθύνει το λόγο του, με κλιμακούμενη ένταση στην από-μυθοποίηση, στην πρόσληψη της αναγκαίας ετερότητας, στην «πολιτεία» της συμπεριληπτικής ποίησης. Και δομεί ένα δείγμα ποίησης που λειτουργεί ως συμβολική «τροφή». Μάνα-πρόσωπο και ποίηση μάνα:
Ναι ή Όχι
Η ζωή επανάληψη
Δεν αγαπώ τις επαναλήψεις
Πίνω τον καφέ πικρό
Όπως πικρή είναι η ζωή
Μη σας γελά η ζάχαρη
Η μάνα μου λέει-έλεγε
«Δεν είναι πικρή η ζωή
Μικρή είναι».[3]
Δεν πρόκειται για μία απλή λαϊκή θυμοσοφία αλλά για την ιδιαίτερη μετατόπιση, παλινδρόμηση στον δυϊσμό: Μάνα-τροφός (και στοιχείο του είναι) & ποίηση ως δύναμη, ή αλλιώς ως η «πολιτεία» των άπειρων συνδυασμών-δυνατοτήτων. Η αυτοδύναμη ‘πολιτεία’.
Με μία ποιητική πολυσυλλεκτικότητα άμεση, ο ποιητής «είναι» ο μύθος και η αλήθεια μαζί, ο έρωτας και η τελική του επίθεση, σχετίζεται με την μάνα η οποία, και εντός φυσικής απώλειας, «μετασχηματίζεται» σε ενεργητικότητα, σε λόγο που αρθρώνεται με την ποίηση. Η ποίηση διευρύνεται συνεχώς, προσλαμβάνοντας τα χαρακτηριστικά του ρεαλισμού, της πορείας μαζί με το «τείχος», της άρσης. Η ‘πολιτεία’ του των μετωνυμιών και των ενσαρκώσεων, είναι παράταιρη, άυλη & υλική ταυτόχρονα, γειωμένη στο δεν (ή στο α στερητικό) και στο πάμε.
 Ο ποιητής από την Ημαθία συγκροτεί την ταυτότητά του εν κινήσει, υποσκάπτει θελήσεις, επιδίδεται στην κοινωνική παρατήρηση, κατασκευάζει-δομεί παίγνια: με τον εαυτό του, με τους άλλους, με τις πολύσημες μνήμες της ζωής στην πόλη (που είναι η διακλάδωση & η ανταλλαγή, το μεταίχμιο μεταξύ ατομικότητας και συλλογικότητας) και της επιστροφής στο Γιαννακοχώρι, το οποίο λειτουργεί και ως τόπος αναπαραγωγής της προσωπικής-ποιητικής του φοράς: ποίηση ως αντεστραμμένο είδωλο των «χαμένων» από την καθημερινή ροή του χρόνου, υπάρξεων. Και με αυτό τον τρόπο η ποιητική του φωνή καθίσταται «παράγων» μίας ιδιαίτερης «πανουργίας», ήτοι της εκτόξευσης «απειθάρχητων» λέξεων, ακριβώς στο βαθμό που «απειθάρχητη» καθίσταται η ιστορία και η επιτάχυνση της..
Όπως αναφέρει ο Σάββας Μιχαήλ: «Η Ποίηση, όμως, δεν είναι στέρηση αλλά πλήρωμα των καιρών, δεν είναι ανάγκη αλλά ανάγκη πέρα από την ανάγκη, πράξη απελευθέρωσης».[4]
Με την ποιητική του άρθρωση εκβάλλει τις λέξεις από τη δική του πραγματικότητα που περιλαμβάνει δομικά την ποίηση. Εφευρίσκει τις λέξεις ως τέχνασμα συνομιλίας, τις καθιστά ποιητική ροή-αλληλουχία, «Αγριόχορτο στόμα»:
Σε αγκάλιασα/ Όταν ο ουρανός/ Τηλεόρασης/ Άνοιξε/ Φιλί στο/ Περίστροφο/ Κι έφαγες/ Μούρα/ Πάλι/ σαν Παλιοχαμούρα/ Σφαίρα/ Νυμφαία.[5]
 Η ιδιαιτερότητα της ποίησης του έγκειται στις πλαισιώσεις του μονολεκτικού διαλόγου, στα σώματα που ομνύουν σε κάτι μικρό, ζωτικό και απαραίτητο, στο «ιδίωμα» της σάρκας που θυμάται.

[1] Βλέπε σχετικά, «Μονόστιχα», Στους Σωκράτη Βάτσκο, Χρήστο Διαμαντή, Άγγελο Ζορζοβίλη, ποιητική συλλογή Νόμοι Αφιερώσεων, Β’ Έκδοση, Ούτις, Αθήνα, 2012, σελ. 30.
[2] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, «Ελλαδικοί χοροί και κοστούμια», Στον Ηλία Ιωσηφίδη…ό.π, σελ. 23.
[3] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, «Υγρός αγώνας», ό.π., σελ. 7.
[4] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, «Νικόλαος ο ακτήμων ή η ποίηση ως summum bonum», Homo poeticus, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 303.
[5] Βλέπε σχετικά, Τσέχος Ηλίας, «Εγκαίνια πάντα η φτώχεια», ποιητική συλλογή Αγριόχορτο στόμα, Εκδόσεις Ενδυμίων, Αθήνα, 2015, σελ. 17.

Δεν υπάρχουν σχόλια: