26/6/17

Beata Beatrix

Είδα τη Βεατρίκη μου στο δρόμο, κι’ ευθύς ο δρόμος έγινε δρόμος ονείρου.
Αντιπαρήλθα πλάι της σα διαβάτης, και όλη η ψυχή μου άνθισε ως σε άνοιξη.
Χαθήκαμε κι’ οι δυο στην κίνηση της πόλης, αλλά πλουτίσαν οι ανάμνησές μας
με την εικόνα του άλλου ζωντανή, και συντροφιά τα δυο του μάτια φωτοβόλα.
Στο πλάι μου, Φύλακες Αγγέλοι, αιωρούμενα τα βλέμματα της αγάπης.
Άστρα εξαιρετικά στ’ ολόμαυρο Στερέωμα του γύρω μου κενού, έρημου χώρου.
Μας εδάμασε και τους δυο το μυστήριο που καλύπτει την ψυχή του πλησίον.
Μας έφερε αντιμέτωπους, στο χάος του εγκόσμιου βίου, πρόσωπο προς πρόσωπο.
Η κοινότατη γένηκε με μιάς ζωή, για μας, θαύμα ονείρου.
Και τέφρα πολλή συγκάλυψε την πριν ανόητη φωτοχυσία.  
Με μεγαλοπρέπειαν ανάτειλε για μας ο φλογερός ο Ήλιος των Μεσονυχτίων,
που συγκρατεί στην αγκαλιά του όλα τα πλήθη των Αστερισμών του Στερεώματος,
και ουδέποτε αναζήτησε τον όλεθρό τους στη γαλανή εξαφάνιση.
Μας εσυγκάλυψαν με μιάς τα πυκνά νυχτερινά σύννεφα.
Επερπατήσαμε νυχτερινά σε δασώδη βουνά, σε συννεφιές μουντές, σαν θεοί·  
χανόνταν οι συνομιλίες μας σε αιώνιες εκτάσεις,
κινούσαμε το ενδιαφέρον όλης της πλάσης, αγαπημένοι καθώς διαβαίναμε.
Σκοπός κανένας ή επιθυμία δε μας οδηγούσε σ’ αυτούς τους περιπάτους.
Ήταν η ξενοιασιά κι’ η αμεριμνησία των σκοτεινών κόσμων.
Η ευτυχία του μυστηρίου, που κρατώντας μας απ’ το χέρι, μας οδηγούσε.  
Δε μας ετάρασσε η συνάντηση των ρυακιών, των πουλιών τα πετάγματα,
ούτε το φύσημα των ανέμων, ούτε ο θόλος της υγρασίας.
Όλα ήταν γοητεία, και δώρα ουράνια, και ανάπαυση πάρα πολλή.
Αλλά ήρθε ο Χρόνος να σημάνει, ο γήινος, με τους μεταλλικούς τούς ήχους,
που, αυτοί, περνούνε αλάθητα, σα σφαίρες, τα διαστήματα   
και φθάνουν ώς εμάς. Ήρθαν τα ρόδινα σύννεφα της Αυγής.
Ήρθεν ο Ήλιος. Να βγαίνει από τη θάλασσα και να φωτίζει.
Ήρθεν η Μέρα. Και η σφραγίδα των πλανήσεών μας.
Και οι δρόμοι να πληθαίνουνε από κίνηση, περίσκεψη πολλή, ασχολίες εγκόσμιες.
Μόνος προς την Ανάμνηση ανυψώνω τώρα τα χέρια ικετευτικά,   
να μου χαρίζει κάποτε με όλη τη δύναμη τις στιγμές των ονείρων,
τώρα, που εφυγαδεύθηκαν, ίσως για πάντα, οι τέτοιες απέραντες νύχτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: