5/3/17

Θεωρητικός μοντερνισμός: Νικόλαος Κάλας

ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ

Η ιστορία της κριτικής εξακολουθεί να είναι από τα ελάχιστα γνωστά κεφάλαια του γραμματειακού μας πολιτισμού. Γενικά πράγματα και λίγα μόνο έχουν απασχολήσει την έρευνα. Αλλά και από όσα η έρευνα έφερε στο φως, η αξιοποίησή τους απέχει κατά πολύ από τις ερευνητικές ανάγκες. Σκέφτεται κανείς μήπως οι φιλόλογοι –κατά προτεραιότητα- έπαψαν να παρακολουθούν την παραγωγή της έρευνας.
Από τα γενικά, λοιπόν, που ξέρουμε, η περίοδος του μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται –εκτός των άλλων- και για τον πλούτο του κριτικού της διαλόγου και για τις ιδεολογικές της διαμάχες. Αρκεί να αναφέρουμε πως στη διάρκειά της δρουν και διαμορφώνουν την κριτική της φυσιογνωμία τέσσερις γενιές κριτικών, με κορυφαίους τους Κωστή Παλαμά, Κώστα Βάρναλη, Τέλλο Άγρα, Νικόλαο Κάλας (Νίκο Καλαμάρη, Μ. Σπιέρο ή Νικήτα Ράντο). Διονύσιος Σολωμός, Κωνσταντίνος Καβάφης, ψυχανάλυση, υπερρεαλισμός είναι θέματα μείζονα που τους απασχόλησαν, ενώ εξαιρετικό ενδιαφέρον για πολλές από εκείνες τις  προσεγγίσεις δείχνει και η δική μας εποχή (κριτική και ποιητική). Γι’ αυτό δεν θα ήταν χωρίς σημασία να δει κανείς ξανά και να εκτιμήσει ερμηνείες που αποτέλεσαν το έδαφος για αρκετές από τις μεταγενέστερες επιλογές μας. 
Ωστόσο, ο Νικόλαος Κάλας (1907-1988) αποτελεί το νέο πρόσωπο –το πιο φωτεινό και το πιο τολμηρό, κατά τον Αντρέ Μπρετόν– όχι μόνο στον ελληνικό μεσοπόλεμο της δεκαετίας του 1930 αλλά στον θεωρητικό μοντερνισμό, με τις ιδέες του που πάνε μερικές φορές και πέρα από τις ευρωπαϊκές της εποχής του. Επί του παρόντος θα δούμε τον κριτικό Κάλας στην Αθήνα, προτού φύγει για το Παρίσι (1938), όταν διαμορφώνει  την  κριτική του σκέψη, την θρεμμένη με την θεωρία και τα έργα του γαλλικού υπερρεαλισμού αλλά και την ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα.  Η ελληνική δεκαετία του (1929-1938) του Κάλας αποτελεί την περίοδο κατά την οποία εκδιπλώνεται ένας πολύπτυχος θεωρητικός λόγος και συνάμα προκλητικός τόσο ως προς το ύφος της παρουσίασής του όσο και ως προς το ριζοσπαστικό του περιεχόμενο.

Ο Κάλας, από την αρχή, παρουσιάζεται ταλαντούχος στο θεωρητικό λόγο και ένα πνεύμα εξαιρετικά εύστροφο κι ατίθασο.  Έχει εντυπωσιακή ενημέρωση πάνω στην διεθνή καλλιτεχνική κίνηση και παρακολουθεί στενά τις ζυμώσεις και τις εκδηλώσεις των μοντερνιστικών τάσεων στην τέχνη. Είναι συνεργάτης σε περιοδικά που φιλοξενούν τον προβληματισμό της εποχής και αποτυπώνουν τις αντιδράσεις των διανοουμένων στα ζητήματα που απασχολούν κατά προτεραιότητα τον ελληνικό μεσοπόλεμο. Μερικά από αυτά τα περιοδικά είναι: Φοιτητική Συντροφιά, Πειθαρχία, Ο Κύκλος, Νέα Εστία, Νέοι Πρωτοπόροι, Νέα Φύλλα, Νεοελληνικά Γράμματα.
Όσο βρίσκεται στην Ελλάδα, ο Κάλας εκδίδει μόνο ένα βιβλίο με ποιήματα το 1933 (Νικήτα Ράντου, Ποιήματα) και μόλις βρίσκεται στην Γαλλία βγάζει (1938) το πρώτο του θεωρητικό βιβλίο Foyers dincendie (ελληνικά: Εστίες πυρκαγιάς, Gutenberg, 1997). Σήμερα, από το κριτικό του έργο της ελληνικής περιόδου έχουμε όσα μελετήματα συγκεντρώθηκαν στον τόμο Κείμενα ποιητικής και αισθητικής από τον Αλ. Αργυρίου (εκδόσεις Πλέθρον 1982), επίσης στον τόμο Η τέχνη στην εποχή της διακύβευσης (εκδόσεις Άγρα 1997) έχουμε κείμενα μιας ορισμένης περιόδου που δημοσίευσε  στις ΗΠΑ, ενώ προσφάτως εκδόθηκε το βιβλίο του Ο Υπερρεαλισμός και η δημιουργία της ιστορίας  (εκδόσεις Άγρα, 2016).
Τα ενδιαφέροντα του Κάλας φέρνανε στην ελληνική διανόηση τα πιο προωθημένα ζητήματα της καλλιτεχνικής και θεωρητικής πρωτοπορίας της εποχής. Ο κινηματογράφος, η αριστερή τέχνη, η καλλιτεχνική και κριτική πρωτοπορία, ο υπερρεαλισμός, η ψυχανάλυση συνιστούσαν θέματα διαλόγου και αναζήτησης του Κάλας, ενός διανοούμενου που τον έχω χαρακτηρίσει, αλλού, ως την «χαμένη ευκαιρία» για την λογοτεχνική θεωρία του μεσοπολέμου.
Είναι, ίσως,  πρώτος που μιλάει για τον κινηματογράφο του Μπονιουέλ και του Αϊζενστάιν και για την σχέση τους με τον υπερρεαλισμό και σίγουρα ο πρώτος που μιλάει για οπτική γωνία, συλλαμβάνοντας τον ρόλο του κινηματογραφικού φακού και αποδομώντας την κινηματογραφική εικόνα, για την έννοια του χρόνου, για την αποσπασματικότητα της αφηγηματικής αλληλουχίας και, γενικά, για τον εμπλουτισμό της λογοτεχνικής θεωρίας από την εμπειρία της κινηματογραφικής θεωρίας.
Είναι χαρακτηριστικό της θεωρητικής προσωπικότητας του Κάλας η μεγάλη δεκτικότητά του προς όλα σχεδόν τα ρεύματα του μοντερνισμού. Οι υπερρεαλιστικές του προσλήψεις λ.χ. χωνεύουν πολλές από τις φωνές άλλων πρωτοποριακών ρευμάτων. Στα γραπτά του για τον υπερρεαλισμό ακούμε π.χ. την ρητορική ενός εξπρεσιονιστικού δυναμισμού ή μιας φουτουριστικής αισιοδοξίας κι ακόμα δεν λείπει η προκλητική αδιαλλαξία του νταντά.
Πνεύμα ζωντανό και ατίθασο δεν θα μπορούσε να λείπει από τις διαμάχες της εποχής και συνέβη να έχει συγκρουστεί με πρώην φίλους. Όμως στην ιστορία της θεωρίας οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε την πιο ρηξικέλευθη προσέγγιση, μέσα από τις νέες για την ελληνική κριτική θεωρήσεις της ψυχανάλυσης και του υπερρεαλισμού. Πρόκειται για την ερμηνεία της ποίησης του Κάλβου (1935, αρκετά χρόνια πριν τον Ελύτη), αλλά και του Καβάφη και του Τάκη Παπατσώνη. Είναι φανερό ότι ο Κάλας εισηγείται νέο κριτικό κανόνα για την ποίηση. Έτσι, για τον Κάλβο π.χ. τον ενδιαφέρει η μελέτη απελευθέρωσης της έμπνευσης σε συνθήκες που λειτουργεί η βούληση, δηλαδή σε συνθήκες μιας ποίησης του «κηρύγματος» (του πατριωτικού). Στον Καβάφη βλέπει την χρήση της ιστορίας ως ενός κέντρου του μηχανισμού της «υπεκφυγής», δηλαδή του υποκατάστατου συμβόλου. Θεωρεί, επίσης, ότι η ποίηση του Παπατσώνη είναι το παράδειγμα της μετατροπής σε τέχνη ενός πόθου, είτε του ατομικού είτε του συλλογικού ασυνειδήτου, εκείνου που συγκρατεί τον θρησκευτικό πόθο, θυμίζοντάς μας πόσο παλαιά είναι αυτή η σχέση θρησκείας και λογοτεχνίας και φέρνοντας παράδειγμα τον Ντάντε, που ήταν και η αναφορά του Μπρετόν, στο πρώτο μανιφέστο του υπερρεαλισμού, αλλά και του Γ. Βρισιμιτζάκη για τον Καβάφη.
Ο κριτικός λόγος του Κάλας εμφανίζεται με αξιοθαύμαστη συνέπεια τόσο στη θεωρία όσο και στα πρότυπά του (οι τρεις ποιητές). Η στενή σχέση θεωρίας και έργου θα τον οδηγήσει στην διατύπωση ενός αναπροσανατολισμού της κριτικής και σε έναν «αντικανόνα» της, με τα μέτρα της εποχής.  Ο Κάλας σπάει τις θετικιστικές ταξινομήσεις τις ιστορίας της λογοτεχνίας, όπως την ίδια στιγμή συμβαίνει με τις πρώτες εργασίες της φαινομενολογικής κριτικής.

Η Γεωργία Λαδογιάννη διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Κορνήλιος Γραμμένος, Παράθυρο, 2014, ξύλο, μαλλί, μπρούντζος, πρόκες,
82 x 113 x 13 εκ. κλειστό – 82 x 113 x 82 εκ. ανοιχτό

Δεν υπάρχουν σχόλια: