Γιάννης Βαλαβανίδης, Σπουδή, 2008, τέμπερα σε χαρτί, 105 x 75 εκ. |
ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΑΤΖΟΥΡΑΚΗ
Κάποιες μικρές αλήθειες μπορεί
να είναι χρήσιμες στους αυριανούς αγώνες. Η επταετία της δικτατορίας των
συνταγματαρχών φαντάζει σήμερα γραφική και μακρινή. Ίσως γιατί ο εχθρός του λαού τότε είχε αυτό το
γελοίο πρόσωπο, ένας κουτσοδόντης που παριστάνει κάτι άλλο απ' αυτό που είναι.
Όμως απέναντί του είχε
μια φοβική και ενοχική
αριστερά κι αυτό του χάρισε ολόκληρα επτά χρόνια διακυβέρνησης. Το θέμα αυτό,
της ενοχικής αριστεράς, προσομοιάζει με το σήμερα, νομίζω, αλλά για άλλη συζήτηση.
Η αθωότητα εκείνης της εποχής ήταν απροστάτευτη και με πολλούς
κινδύνους.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα άνθισαν
κάποιες αντιστάσεις, άλλες με εμβάθυνση κι άλλες πιο τολμηρές και θαρραλέες.
Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει
για την Ομάδα "5 Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές"
(Βαλαβανίδης, Δίγκα,
Κατζουράκης, Μπότσογλου, Ψυχοπαίδης) μπορεί να δει τις μελέτες των Π. Κουνενάκη,
Μ. Στεφανίδη, Μ. Χριστοφόγλου, κείμενα δικά μας στο ετήσιο περιοδικό του
Μπαχαριάν "Χρονικό 1972" και αρκετά μεταπτυχιακά που βρίσκονται στο
ΕΚΠΑ, στο ΑΠΘ, στην ΑΣΚΤ, στο "Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης",
σίγουρα και σε άλλες πηγές που προφανώς μου διαφεύγουν.
Θα συμπληρώσω μερικά προσωπικά
στοιχεία που όμως αφορούν τη δομή της Ομάδας.Τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας
στήσαμε την Ομάδα με επίκεντρο τη σχέση Πολιτική/Τέχνη. Στις πρώτες συναντήσεις
μας συμμετείχαν και άλλοι. Θυμάμαι ένθερμο τον Μυταρά την πρώτη φορά στο σπίτι
του Μπότσογλου, τον Σκουλάκη από κοντά, την "Ομάδα Τέχνης Α" που μας
κοίταζαν με προσδοκία, τον Δημητρέα. Εμείς οι πέντε όμως δεθήκαμε και η σχέση
μας απέκτησε την απαραίτητη φυσικότητα.
Κάποια στιγμή μέσα στο 1971 βρεθήκαμε
ο Γιάννης κι εγώ να προσπαθούμε να οργανώσουμε την έκθεση στο Γκαίτε, καθώς οι
άλλοι τρεις λείπανε για σπουδές στο εξωτερικό. Ο λιγομίλητος Γιάννης, έμπειρος
σε τεχνικές τυπογραφίας, ο μεταξοτύπης Μιχάλης Βουδούρογλου (πατέρας της
συζύγου μου Χρύσας) κι εγώ, τυπώσαμε σε συνθήκες παρανομίας την εμπόλεμη αφίσα της έκθεσης με την
απρόβλεπτα ενθουσιώδη υποστήριξη του διευθυντή του Γκαίτε, Γιοχάνες Βάισερτ (μάλλον
αν δεν ήταν το Γκαίτε θα μας είχαν μπαγλαρώσει και το Γιάννη και τη Χρύσα με
τον πατέρα της κι εμένα). Δύσκολη και αχάριστη στιγμή, γιατί εκτός του
τεράστιου κόπου της χειροποίητης αφίσας, της επικίνδυνης επαφής με τα ΜΜΕ και
των απειλών της ασφάλειας, έπρεπε να πείσουμε τους τρεις άλλους για το σωστό
των πράξεων ημών των δύο, του Γιάννη κι εμένα. Κυρίως, διαφώνησαν οι τρεις του
εξωτερικού στη συμμετοχή του Θανάση Βαλτινού με κείμενο του στον κατάλογο της
έκθεσης (εκείνη την περίοδο ο Θανάσης πρωτοστατούσε στην αντιδικτατορική κίνηση
"Νέα κείμενα" με τη δημοσίευση του τεύχους "18 Κείμενα"
στον Κέδρο). Σημειώνω ότι η επιλογή του Βαλτινού ήταν ιδέα του Βάισερτ, πρόταση
που δεχτήκαμε με χαρά ο Βαλαβανίδης κι εγώ. Δυο πράγματα σώσανε την κατάσταση:
η ψυχραιμία του Βαλαβανίδη και η τεράστια προσέλευση του κόσμου σε όλη τη
διάρκεια της έκθεσης. Αλλά η αρχή της διάλυσης είχε γίνει, μπήκαν μπροστά οι
διαφωνίες και αγνόησαν την ουσία, τη ρότα
της Ομάδας. Αυτά για την ιστορία.
Ίσως η εξέλιξη να ήταν διαφορετική αν είχαμε εμβαθύνει στο τραγούδι:
Πάρε ναυτάκι Συριανό/
Λοστρόμο Πειραιώτη/
Μηχανικό Μυτιληνιό/
Τιμόνι Καλαματιανό
Και καπετάνιο Χιώτη...
Και καπετάνιο Χιώτη...
Το χάρισμα
της Ομάδας ήταν η δομή της: όλα ξεκινούσαν με επισκέψεις στα ατελιέ του καθενός
μας, με συζητήσεις και ανταλλαγή επί της ουσίας. Δεν είχαμε μυστικά,
μοιραζόμασταν τις ιδέες μας και αυτή η διάχυση θεωρητικού και εικαστικού υλικού
έφτιαχνε πολλές φορές πρωτογενή έργα. Το βασικό κίνητρο ήταν να κάνουμε
πολιτική τέχνη χωρίς διδακτισμό. Ξέραμε τις παγίδες, κι όσα δε ξέραμε δεν
προσποιούμασταν ότι τα ξέραμε.
Εκεί άρχισε ο Βαλαβανίδης να
ανθίζει και να προτείνει στις συναντήσεις μας θέματα μεγάλου ρίσκου, από την
προσωπική του εμπειρία, όπως καταπίεση, φτώχια, (εκείνη την εποχή δεν
πρωταγωνιστούσαν τα δικαιώματα) και γενικά έψαχνε τρόπους να κατανοήσουμε τον
ψυχισμό των κατατρεγμένων. Αυτό με ενδιέφερε και παράλληλα με τον Γιάννη,
έψαχνα σε αντίστοιχους δρόμους. Εκτός από τη θεματολογία αγωνιούσαμε με την
ίδια ένταση για την ανατροπή στη φόρμα - τίποτα δεν αξίζει να ειπωθεί αν δεν
ανατρέπει τη σύμβαση της φόρμας, κάτι που μερικές φορές έφτανε στα άκρα, σε ένα
μηδενιστικό αδιέξοδο. Κι εκεί άρχιζε το ενδιαφέρον και ο πλούτος της ποικιλίας,
πεδίο μάχης τρανό. Ο Βαλαβανίδης έγραφε κι έσβηνε συνεχώς, μέχρι να λιώσει το
χαρτί, ψάχνοντας τα όρια της αντοχής του υλικού. Σχεδίαζε με μαύρο και άσπρο,
σχεδόν έσκαβε το χαρτί, έσβηνε την εικόνα πλένοντας με νερό, την ξανάκανε και
φτου κι απ' την αρχή. Στο τέλος έμενε κάτι, κάποιο ίχνος με την αίσθηση του
πολύτιμου. Το ίδιο με τα μικρά αντικείμενα/ εργαλεία που ζωγράφιζε,
προσπαθώντας να εξαντλήσει τις λεπτομέρειες της ακριβούς αναπαράστασης, κάτι
που φυσικά δε γίνεται ποτέ. Ποτέ η αναπαράσταση δε φτάνει το πραγματικό γιατί
συμπεριλαμβάνεται το υποκείμενο, το μάτι του ζωγράφου. Ακόμα και στη φωτογραφία
συμβαίνει ακριβώς το ίδιο, μεταξύ του πραγματικού και του αντιτύπου μεσολαβεί
ένας φακός zeiss ή sony,
ο πιο καλός φακός να είναι δεν αλλάζει αυτή τη σχέση. Άρα η επιμονή μας στην προσέγγιση
του πραγματικού είναι μόνο εμμονή. Όμως τέχνη χωρίς εμμονές δεν υπάρχει. Η
εμμονές του Βαλαβανίδη δεν έφτασαν σε κάποιο αδιέξοδο, δε βρήκε κάποια
"πατέντα" να τις πακετάρει φασόν για να παραγάγει -το λιγότερο- άποψη.
Έμειναν χωρίς περιτύλιγμα με την ταπεινότητα που αρμόζει στους ουσιαστικούς
καλλιτέχνες
Όλοι κάναμε με διαφορετικό
τρόπο τις υπερβάσεις μας και κάποια
στιγμή βρίσκαμε τοίχο! Και φέρναμε κείμενα στις συναντήσεις, κυρίως κείμενα που
είχαν να κάνουν με την αντικαπιταλιστική εξέγερση, αναρχικά, ορθόδοξα και μη,
αυτοκριτικά πάντα.
Και οι πέντε είχαμε την εμμονή
της χρήσης της φωτογραφίας, ο καθένας με το δικό του τρόπο.
Ο Βαλαβανίδης είχε πάντα ένα
είδος εσωτερικού μινιμαλισμού. Θυμάμαι από τότε που τον γνώρισα μέσα από τη
Χρύσα το 1963, σκεφτότανε πολύ και μίλαγε λίγο. Και αδιαφορούσε για τον
μοντερνισμό της πιάτσας, κάτι που δεν συνταίριαζε με την ορμή της εποχής. Και
ευτυχώς παρέμεινε έτσι μέχρι τέλους. Μπορεί μέσα του να ένοιωθε την ανάγκη να
φωνάξει: "είμαι και ο πρώτος", κάτι που όλοι μας μερικές στιγμές
αισθανόμαστε, σε ότι δουλειά ή επάγγελμα κάνουμε. Πολλοί κάνουν καριέρα
φωνάζοντας, κάποιοι καλλιτέχνες συγκρατούν την ορμή τους και την χρησιμοποιούν
στη δύναμη της εμμονής τους.
Ζήλευα πολύ την παρέα της
Χρύσας με το Γιάννη. Τον θαύμαζε και όταν αυτή τέλειωνε κάποιο σχέδιο στο
φροντιστήριο του Σαραφιανού, συνήθως αναζητούσε την έγκριση από το βλέμμα του
Γιάννη. Η ίδια αγαπούσε τη λεπτομέρεια και φαίνεται στα έργα της με την
αντίστοιχη ταπεινότητα και επεξεργασμένη εμμονή. Τον ζήλευα γι αυτό και πιστεύω
ότι η αγάπη του Γιάννη στη λεπτομέρεια με επηρέασε επί της ουσίας. Δεν εννοώ τη
λεπτομέρεια του σχεδίου ή της πινελιάς, λεπτομέρεια είναι η αναγκαιότητα της
πινελιάς. Όπως κάπως εμφατικά έλεγα σε φίλο ζωγράφο: Δε βάζω ποτέ μια πινελιά στο
έργο αν δεν πιστεύω ότι αυτή η πινελιά θα αλλάξει τον κόσμο. Έχω την σκέψη ότι
όλη η ζωή του Γιάννη ήταν ένα ψάξιμο για μια τέτοια πινελιά, χωρίς
ψευδαισθήσεις, χωρίς προσδοκία κάποιου απρόοπτου, τυχαίου γεγονότος. Κάποιοι το
θεωρούν συντηρητισμό, εγώ το θεωρώ Χάρισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου