Πράγματα μάθαινε ο ερημίτης στο παιδί. Πράγματα από αυτά τα ενδιαφέροντα.
Καιρό τώρα εκείνο νοιαζόταν για μια φωτογραφική μηχανή. Μ’ αυτήν καταγινότανε
ολημερίς. Ο ερημίτης του ’λεγε την αξία της φωτογραφίας, του ’λεγε πως μια καλή
φωτογραφία ενός ανθρώπου είναι σπουδή στην ψυχή του, στο πρόσωπό του. Αυτά
έλεγε στο παιδί και κείνο, ίδιο σφουγγάρι, ρουφούσε τα λόγια του. Είχε βρει
στοργή στο κονάκι του ερημίτη και πλούτο στα ταξίδια του. Μα κείνο που το έκανε
ευτυχισμένο ήταν να βγάζει φωτογραφίες, αλλά όχι αυτές τις συνηθισμένες, τις
τωρινές. Αυτή η υπέροχη παλιά μηχανή και ένα στοκ από φιλμς είχαν κάνει το
παιδί χαρούμενο. Εκεί άπλωνε την ψυχούλα του, εκεί το μεράκι του. Και αγαπούσε τα
ασπρόμαυρα φιλμς.
Ο ερημίτης δεν έβγαζε πια φωτογραφίες, ούτε ο ίδιος έβγαινε. Κι είχε λόγο
σοβαρό για αυτό το τελευταίο. Γιατί δεν ήθελε άλλο να βλέπει αυτή τη μελαγχολία
στα μάτια του. Αλλά και δεν είχε πια διάθεση να βγάλει φωτογραφίες. Μόνο δύο
έβγαλε από τότε που είχε έρθει το παιδί. Μία το ίδιο το παιδί, όταν έπλενε ένα
πρωί το πρόσωπό του, και μία την αγαπημένη του φίλη μαζί με το παιδί, όταν τους
είχε επισκεφθεί μια χειμωνιάτικη μέρα. Και οι δυο ήταν ασπρόμαυρες και είχαν
φόντο την θάλασσα. Έκτοτε, η μηχανή είχε γίνει κτήμα του παιδιού. Αυτό που
έκανε ο ερημίτης ήταν να κατεβαίνει μια φορά την εβδομάδα στον κόσμο, στην μεγάλη
πόλη για να τις εμφανίσει.
Το παιδί είχε πείσει την αγαπημένη φίλη να βγει μια σειρά φωτογραφίες. Αλλά
αυτές οι φωτογραφίες μόλις εμφανίστηκαν δόθηκαν κατευθείαν σε κείνη. Έτσι
έπρεπε, είχε πει ο ερημίτης, και το παιδί τον άκουσε. Εκείνη δεν είχε αρνηθεί,
είχε πάντα μια ανάλαφρη αίσθηση να αποδέχεται πράγματα που την ευχαριστούσαν.
Μόνο μία φωτογραφία της είχε κρατήσει το παιδί, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που
την έδειχνε να καπνίζει τσιγάρο, ελάχιστα ντυμένη, και να αγναντεύει τη
θάλασσα. Αυτήν την είχε κρατήσει το παιδί χωρίς να το πει σε κανένα. Μα έτυχε,
μια μέρα που ήταν εκεί η φίλη του, να πέσει η φωτογραφία η κρυμμένη και το
παιδί ντράπηκε. Τότε, εκείνη το πήρε αγκαλιά, βγήκαν έξω και άρχισε να του
μιλάει. Ο ερημίτης δεν ήξερε τι λέγανε, ή τι του έλεγε. Αλλά μέσα του ήταν
σίγουρος ότι θα του ’λεγε πως δεν υπάρχουν ένοχα πράγματα, δεν υπάρχουν ένοχες
φωτογραφίες, και πως τούτη η φωτογραφία είχε αγάπη και όχι ενοχή. Γιατί ήταν
σίγουρος ο ερημίτης πως θα έλεγε στο παιδί ότι δεν υπάρχουν ένοχες λέξεις ή
ένοχες φωτογραφίες, πως η πρόθεση ορίζει τα πράγματα.
Κι αυτή η ασπρόμαυρη φωτογραφία γινόταν η γέφυρα ανάμεσα στην φίλη του και
στο παιδί. Γιατί όπως και να το κάνεις, αλλιώς μιλά εκείνος με το παιδί κι
αλλιώς θα μιλούσε μια ωραία γυναίκα με ένα αγόρι. Κι αυτή η ασπρόμαυρη
φωτογραφία είχε πολύ μεράκι επάνω της. Κατά έναν περίεργο τρόπο, το παιδί είχε
κατορθώσει να αιχμαλωτίσει σ’ αυτήν την φωτογραφία τα ανείπωτα της αγαπημένης
του φίλης. Ο ερημίτης τότε είχε προτείνει και στο παιδί και στη φίλη του να
κορνιζάρουν αυτή τη φωτογραφία, να μην φθαρεί από τον χρόνο. Και δέχτηκαν,
γιατί κάποιες λίγες, ελάχιστες στιγμές είναι καλό να κρατιούνται στο χρόνο, να
ξεπερνούν τον χρόνο, να είναι άλλο μέγεθος από τον χρόνο, που όλα τα σβήνει,
όλα τα εξαφανίζει, και μνήμες και ανθρώπους και στιγμές. Για τούτο τον
ιδιαίτερο λόγο αυτή η φωτογραφία κοσμούσε το δωμάτιο του παιδιού. Και εκείνο
είχε πια το χρόνο, ελεύθερα, να σπουδάσει πάνω στην
φωτογραφία. Να αισθανθεί. Θα ’χε το χρόνο να στοχασθεί πάνω σ’ αυτήν την
ασπρόμαυρη φωτογραφία κι όταν ακόμη θα είχε μεγαλώσει, ακόμα και τότε που ο
ερημίτης και η αγαπημένη φίλη του δεν θα υπήρχαν πια. Αυτή η
φωτογραφία θα κρατούσε στην μνήμη του παιδιού τις σπάνιες στιγμές από το είναι
του. Θα ήταν ένα ξεγέλασμα του θανάτου. Αλλά και ο θάνατος μία στιγμή είναι,
δεν έχει νόημα να ξεγελάσεις μία στιγμή αλλά να την ζήσεις. Αυτά σκέφτοταν ο
ερημίτης, καθώς έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής για το κονάκι του.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Σωτήρης Πανουσάκης, FAST, 2011, λάδι σε καμβά, 90 x 90 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου