5/2/17

Για το «τέλος της ιδεολογίας

Σωτήρης Πανουσάκης, LAND, 2008, λάδι σε καμβά, 120 x 200 εκ.


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Γράφεται κάποτε ότι «από το 1970 και μετά» ζήσαμε «το τέλος της ιδεολογίας». Ή ότι στη «δεκαετία του 1980 ανακοινώθηκε η άποψη για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων. Επιπλέον, ότι κατά τα «τελευταία 30 χρόνια» αποκόπηκαν οι «τεχνοκράτες» από τους «διανοούμενους», προσφέροντας «τεχνικές συμβουλές στην εξουσία». Έτσι λοιπόν: 1970, 1980, 1986: πότε εγκαινιάζεται το ενιαίο «συμβάν» που υπονοείται με τις τρεις αυτές χρονολογήσεις; Ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι τον Ιανουάριο του 1975, ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Freie Universitӓt του Δυτ. Βερολίνου, έγραψα σε αθηναϊκή εφημερίδα για τη «μετα–βιομηχανική κοινωνία» και το ιδεολογικό της υπόβαθρο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα δημοσίευσα το βιβλίο μου: Θέματα κριτικής ιδεολογίας (1979), με εκτενές κεφάλαιο: «Ιδεολογία και στρατηγική του μέλλοντος».
Τι ήταν αυτό που είχε προβληθεί (πολύ πριν το «1989» και την πτώση του καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού») ως επιχειρηματολογία που ονομάσθηκε «End of ldeology»; Είχε αρχίσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος όταν ο James Burnham θα υπογραμμίσει την άνοδο των «managers» στον έλεγχο της βιομηχανίας: «Οι διευθυντές θα ασκούν τον έλεγχό τους πάνω στα όργανα παραγωγής και θα προτιμηθούν στην κατανομή των προϊόντων... Το κράτος θα είναι η ιδιοκτησία των διευθυντών. Και τούτο θα είναι επαρκέστατο για να τους τοποθετήσει στη θέση της άρχουσας τάξης» (1941). Ο Αμερικανός δημοσιολόγος τους ταύτιζε με τη «γραφειοκρατική elite» του σοβιετικού κράτους. Είναι γνωστή άλλωστε η σχέση του (θ’ αναφερθεί σ’ άλλο του έργο στους «μακιαβελικούς» του σύγχρονου ολοκληρωτισμού) με τον πολέμιο του σταλινισμού, τον Τρότσκι (μολονότι ο τελευταίος δε θα συμφωνούσε μ’ αυτήν την ανάλυση). Η διάκριση σε ιδιοκτήτες (που παραμένουν ανώνυμοι και απροσπέλαστοι) και σε διοι­κητικά στελέχη των γιγάντιων μετοχικών εταιριών (π.χ. της «General Motors» ή της «Lockheed») είναι πλασματική. Γιατί έχουν μια ομότροπη κοινωνική συμπεριφορά που δεν επιτρέπει τη σύγκρουση ή την αυτονόμηση των διοικητικών παραγόντων από τους κατόχους των παραγωγικών μέσων.

Ο C.Wright Milis, ταυτόχρονα με την εξονυχιστική παρουσίαση του αμερικανικού «military - industrial complex», θα τονίσει εμφατικά: «Οι ανώτατοι διευθυντές και οι βαθύπλουτοι δεν αποτελούν δύο ευδιάκριτες και καθαρά ξεχωριστές ομάδες. Συγχέονται ανάμεσά τους μέσα στον επιχειρηματικό κόσμο των περιουσιών και των προνομίων» (1956). Επίσης - σήμερα και για το άμεσο μέλλον δεν έχει αρθεί η διαφορά ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία. Βέβαια οι  παραδοσιακές της συνθήκες (στη χώρα μας η «δουλειά» σχετίζεται με τη «δουλεία» και στη Γαλλία το «travail» με το με­σαιωνικό «tripalium» που σημαίνει μέσο βασανισμού) φαίνεται να ξεπερνιούνται μέσα στην τεχνολογική κοινωνία, χωρίς αυτό να υπονοεί και την κατάργηση της αποξένωσης και της εκμετάλλευσης που συνεπάγεται η μισθωτή εργασία. Τελικά στο συνολικό δυναμικό της παραγωγής δεν ξεχωρίζουν οι «διανοούμενοι» σαν ο  καθοριστικός παράγοντας που  θα πραγματώσει την επικείμενη αλλαγή.
Η  γνωστή θέση για τη «meritocracy» (που υποτίθεται πως ανανεώνεται χάρη στην κοινωνική κινητικότητα και την εκπαίδευση) που εκφράζει την «ποιότητα της ζωής» (Bell 1973) έχει διπλή αναφορά: από τη μια πλευρά εκθειάζει την αυτονομία των λειτουργών του πνεύματος στις διαρθρωτικές μεταβολές που θα επιζητούσαν κι από την άλλη ξεπέφτουν έτσι στα μάτια της «κοινής γνώμης» (ή της «σιωπηλής πλειοψηφίας»), όταν επαναστατούν και η δύναμή τους αποδείχνεται ανύπαρκτη ή περιορισμένη. Ο τεράστιος, πραγματικά, αριθμός των μηχανικών, των ερευνητών και των εκ­παιδευτικών, των ιδιωτικών και των δημοσίων υπαλλήλων - ο Bell για το 1980 τους υπολογίζει στο 70% του ενεργού πληθυσμού των Ενωμένων Πολιτειών (1973) - δε σημαίνει και ποιοτική μεταβολή στην παραγωγική και στην κοινωνική διαδικασία, αλλά ξαναθέτει με βάση τα καινούργια δεδομένα το είδος και την ένταση των ταξικών αντιθέσεων.
 Μερικές φορές τονίζεται πως έγινε πραγματικότητα η απαίτηση του Francis Bacon να ταυτισθεί η γνώση με τη δύναμη. Μόνο που η πρώτη δεν ξεπέρασε τη δεύτερη, αλλά μεταβλήθηκε σε βασικό όργανο για την εμπέδωση και τη συνέχιση της πολιτικής εξουσίας. Ήταν πρόσφατη η εξέγερση του Πανεπιστημίου του Berkeley, όταν ο H.J. Morgenthau έκανε σύγχυση ανάμεσα στο «δέον» των διανοουμένων και την πρακτική τους δραστηριότητα: « Η αλήθεια φοβάται τη δύναμη και η δύναμη φοβάται την αλήθεια... η αλήθεια αποκαλύπτει τους σκοπούς της δύναμης, ξεκαθαρίζει τις υπάρχουσες δυνάμεις- γιατί απαιτεί την πνευματική και ηθική νομιμοποίηση της δύναμης. Και ακόμη αμφισβητεί τους σκοπούς και τις διαδικασίες της δύναμης και έτσι απειλεί το σύστημα μέσα στο οποίο ενεργεί η δύναμη» (16-11-1966).
Αυτή όμως η απειλή ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, μια και η «πνευματική τεχνολογία» τις περισσότερες φορές διαμορφώνει τις επιλογές που συντηρούν τα καθιερωμένα κοινωνικοπολιτικά πλαίσια. Ό μαθηματικός υπολογισμός και όχι ο κοινωνικός οραματισμός, η τεχνική λύση και όχι το πολιτικό πρόβλημα, η ρεαλιστική η τοποθέτηση (ο «θετικισμός είναι η φιλοσοφική τεχνοκρατία»̇ Horkheimer 1947) και όχι η  ιδεολογική ανίχνευση μιας κατάστασης (ο Burnham δήλωνε κιόλας πως η τεχνοκρατία είναι η ιδεολογία της «διευθυντικής κοινωνίας»̇ 1941) οδήγησαν στο συμπέρασμα για την «αποϊδεολογικοποίηση» της συμπερι­φοράς των πολιτών γενικά ενός τεχνολογικού κράτους. Ό απολογητής της «μετα-βιομηχανικής κοινωνίας» ήταν ό ίδιος που επιχείρησε να καταξιώσει θεωρητικά και το «τέλος των ιδεολογιών». Με στόχο φυσικά ξεκάθαρο: «... υπήρξαμε μάρτυρες της εξάντλησης των ιδεολογιών τού 19ου αιώνα και ιδιαίτερα του Μαρξισμού» (Βell 1960).

Προδημοσίευση από το βιβλίο, Γνώσης «επί-γνωση» (Παπαζήσης, σ. 607), που θα κυκλοφορήσει σύντομα. Το βιβλίο σχεδιάσθηκε, γράφτηκε και πήγε στο τυπογραφείο πριν εμφανισθεί ο θόρυβος για την «post-truth».

Δεν υπάρχουν σχόλια: