29/1/17

Πούλα τη μάνα σου

ΤΟΥ ΕΦΡΑΗΜ ΣΕΒΕΛΑ

Τα συγχαρητήριά μου, μπαμπά
Έγινες Γερμανός
Το γράφω και τρέμει το χέρι μου. Γιατί άραγε; Από θυμό; Από αηδία; Μάλλον και από τα δύο. Προσπάθησε να καταλάβεις τι έχει συμβεί. Γεννήθηκα στα χρόνια της ειρήνης, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να ξεχνούν τον αφανισμό των Εβραίων της Ευρώπης. Κόρη Λιθουανής και Εβραίου, καρπός ενός μικτού γάμου, δεν ήμουν Εβραία κατά τον εβραϊκό κανόνα, γιατί για τους Εβραίους καθοριστική είναι πάντα η καταγωγή της μητέρας.
Με έφερες στο Ισραήλ, που εσύ ο ίδιος, με όλη, πιστεύω, την ειλικρίνειά σου, θεωρούσες ιστορική σου πατρίδα. Έγινα κι εγώ μια σωστή Εβραία, και δέχτηκα αυτή τη χώρα σαν το μοναδικό μου απάγκιο. Υπηρετώ στο Στρατό, κουβαλάω με τη θέλησή μου τον δύσκολο σταυρό μιας γυναίκας στρατιώτη, για να προστατέψω αυτή την πατρίδα από τους αναρίθμητους εχθρούς της.
Απ’ όλη την οικογένειά σου στα χρόνια του πολέμου, σαν από θαύμα γλίτωσες μόνο εσύ, ξέφυγες από το γκέτο, από τα χέρια του δήμιου φασίστα, μεγάλωσες με ξένους ανθρώπους, τους Λιθουανούς, που κι αυτοί δεν τρέφουν ιδιαίτερη αγάπη για τους Εβραίους, ενώ οι Ρώσοι κομμουνιστές σε ταπείνωναν και σε κατέτρεχαν για την εβραϊκή σου καταγωγή. Και στο τέλος, ενώ κατάφερες να ξεφύγεις, να φτάσεις στους δικούς σου, στους ομοίους σου, στο μοναδικό κράτος στη Γη όπου «βρωμοεβραίο» αποκαλούν έναν άπλυτο και βρόμικο άνθρωπο, ξαφνικά λιποτακτείς, εγκαταλείπεις αυτό το κράτος, που σ’ έχει ανάγκη όσο το είχες κι εσύ, και σέρνεσαι στους πρώην βασανιστές σου, τους παρακαλείς ταπεινά να μη σε σιχαίνονται και να σε θεωρούν δικό τους.

Θα πεις ότι είμαι εξτρεμίστρια, άνθρωπος των άκρων, ότι αναγνωρίζω μονάχα το άσπρο και το μαύρο και αγνοώ τη χρυσή τομή. Λέγε με όπως θες. Η ψυχή μου κλαίει και σφαδάζει. Και θέλω εσύ, πατέρα μου, ν’ ακούσεις αυτό το κλάμα. Όχι, δεν ευελπιστώ να σε μεταπείσω, ούτε να σε βάλω στο σωστό δρόμο. Τσάμπα κόπος. Είσαι μεγαλύτερος και πολύ πιο έμπειρος από μένα. Ο καθένας μας έχει τη δική του αντίληψη για ετούτο τον κόσμο. Όμως θέλω τουλάχιστον να μάθεις, πώς αντιλαμβάνομαι όλα αυτά εγώ.
Οι Εβραίοι δραπετεύουν από το Ισραήλ. Αρκετοί, βέβαια, μόλις τους στριμώξουν στα γκαλούτ,[1] σπεύδουν εδώ για να γιατρέψουν τις πληγές τους. Αλλά μετά, όταν συνέλθουν και δυναμώσουν, επιστρέφουν εκεί. Δραπετεύοντας, αποδυναμώνουμε αυτή τη μικρή, εύθραυστη και μοναχική χώρα, που κανένας δεν την αγαπά, και της κλέβουμε ακόμα έναν εργάτη, ακόμα έναν στρατιώτη. Κι εδώ κάθε Εβραίος είναι κυριολεκτικά πολύτιμος σαν το χρυσάφι! Είμαστε όλοι κι όλοι μόλις τρία εκατομμύρια, και αντιστεκόμαστε σε εκατό εκατομμύρια άμεσους εχθρούς, που αδημονούν να μας αφανίσουν· κάνουν γι’ αυτό ό, τι περνάει από το χέρι τους. Αντιστεκόμαστε σε ολόκληρο τον κόσμο, που, είμαι σίγουρη, θα ανακουφιστεί, μόλις επιτέλους μας αποτελειώσουν, και σε καλύτερη περίπτωση θα χύσει δυο-τρία δάκρυα για να τηρήσει τα προσχήματα.
Είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο, που από τη στιγμή της ίδρυσής της, εδώ και τριάντα χρόνια, βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου και πληρώνει με αίμα κάθε μέρα της ανεξαρτησίας της. Με εβραϊκό αίμα, που τόσο λιγοστό έμεινε στη Γη. Γι’ αυτό το λόγο, κάθε λιποτάκτης, κάθε παρεξηγημένος με τη χώρα μας Εβραίος, είναι σαν ακόμα μια μαχαιριά στις αγιάτρευτες πληγές μας. Ο πόνος μας, ο μεγάλος μας καημός.
Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ και δε σε απαρνιέμαι, ό, τι και να ’σαι. Ακόμα και λιποτάκτης. Δεν έχω κανέναν εκτός από σένα. Τη μάνα μου δεν την λογαριάζω, έμεινε πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα. Είσαι ό,τι πιο δικό μου και πολύτιμο έχω, τα μάτια μου δακρύζουν στη θύμησή σου κι ένα ζεστό και τρυφερό κύμα πλημμυρίζει την καρδιά. Τόσο δυσκολότερο μου είναι να σου λέω την αλήθεια, να ξερνάω όσα μου καίνε και μου τρώνε την ψυχή μου, διότι ρισκάρω να σε προσβάλλω θανάσιμα και να σε χάσω για πάντα. Θέλω να καταλάβεις, πόσο δύσκολο μου είναι, να δείξεις υπομονή και ν’ ακούσεις το στεναγμό μου χωρίς να εξοργίζεσαι και να με αποπαίρνεις.
Με έφερες στο Ισραήλ. Σε ακολούθησα και άφησα εκεί, στο κλουβί, την άρρωστη μητέρα μου, τους φίλους· τέλος, το λαό μου, τη Λιθουανία, όπου ανήκει το άλλο μισό του αίματός μου. Μετά παράτησες εμένα, την κατά ήμισυ Εβραία, στη χώρα των Εβραίων, σε μια από τις πλέον αφιλόξενες στη γη, και έφυγες για να φτιάξεις τη ζωή σου εκεί όπου πίστευες, πως η τύχη χαμογελάει πιο σαγηνευτικά κι απονήρευτα. Πρώτα παράτησες τη γυναίκα σου στη Λιθουανία, μετά την κόρη σου στο Ισραήλ. Και στο τέλος εγκατέλειψες στην τύχη του το ίδιο το Ισραήλ, το κράτος σου. Άφησες άλλους -μεταξύ αυτών κι εμένα- να το φροντίζουν.
Θα πεις, πως η μάνα μου δε ήθελε να σε ακολουθήσει. Σωστά. Και εμένα δεν με πήρες μαζί σου στην Ευρώπη, επειδή αρνήθηκα κατηγορηματικά να έρθω. Επίσης σωστά. Στο τέλος έμεινες και πάλι μόνος. Κατάμονος. Και με μια άρρωστη συνείδηση, που, ξέρω, δεν πέθανε ακόμα μέσα σου και σε καταδικάζει σε σιωπηλά μαρτύρια.
Με διαφορετικούς τρόπους εγκαταλείπουν το Ισραήλ οι Εβραίοι. Κάποιοι το εγκαταλείπουν αθόρυβα, χωρίς να τραβούν την προσοχή, σαν να κάνουν κάτι απρεπές, σαν να ντρέπονται τους φίλους και τους γνωστούς τους. Αργότερα, αφού εγκατασταθούν κάπου στον πλανήτη, δεν κακολογούν το Ισραήλ, προσπαθούν πάντα να πιάσουν τα νέα του στο ραδιόφωνο και αντιλαμβάνονται κάθε καλή είδηση σαν προσωπική τους επιτυχία.
Κάποιοι το σκάνε, χτυπώντας την πόρτα. Σαν να καταριούνται τη χώρα τους, κι εκεί, σε νέους τόπους πια, τη χλευάζουν με κακία, τη βρίζουν δημόσια, κάνοντας τους ντόπιους να αισθάνονται αμήχανα, όπως αισθάνονται καμιά φορά κι οι χειρότεροι αντισημίτες, όταν ακούν Εβραίο να λέει βρόμικα αντισημιτικά ανέκδοτα. Αλλά και τέτοια άτομα -δεν αμφιβάλλω- μόλις ακούσουν στο ραδιόφωνο τη λέξη «Ισραήλ», ταράζονται και τεντώνουν τ’ αφτί τους. Η έκφραση του προσώπου τους αλλάζει, και δείχνει ότι η τύχη του Ισραήλ είναι σημαντικότερη από κάθε άλλη είδηση.
Και οι μεν και οι δε παραμένουν Εβραίοι, όπου κι αν κατοικούν. Και οι μεν και οι δε ψάχνουν να βρουν ομοεθνείς, που κατά προτίμηση μιλάνε υποφερτά ρώσικα ή πολωνέζικα, με άλλα λόγια τη γλώσσα της χώρας της εξόδου. Λυπάμαι αυτούς τους ανθρώπους, αλλά δεν τους περιφρονώ. Τουλάχιστον δεν διαπράττουν εθνική προδοσία. Σιχαίνομαι όμως πραγματικά την τρίτη κατηγορία φυγάδων. Εκείνους, που λιμπίστηκαν τη γλυκιά πίτα κι αγκάλιασαν τα γόνατα του λαού που καταδίκασε τους Εβραίους σε χειρότερα μαρτύρια. Τα γόνατα των Γερμανών. Γλείφουν τις μπότες των πρώην δήμιών τους ή των απογόνων τους. Και νιώθουν πανευτυχείς, όταν μετά από ταπεινωτικές τυπικότητες, δωροδοκίες και ψευδορκίες, παίρνουν στα χέρια τους (με ακάλυπτη αποστροφή) το γερμανικό διαβατήριο.
Για να φανούν αντάξιοι αυτής της αμφίβολης τιμής, αναγκάζονται να κρύβουν από τους ενοίκους της πολυκατοικίας τους την εβραϊκή τους καταγωγή. Το ίδιο κάνουν και στο γραφείο, τρέμοντας κάθε φορά την αποκάλυψη. Έχουν όμως εβραϊκή εμφάνιση και ακαταμάχητη εβραϊκή προφορά, και τα γερμανικά τους θυμίζουν στην καλύτερη περίπτωση τα γίντις. Με τα μάτια κλειστά και τα χαλινάρια δαγκωμένα, προσπαθούν να ριζώσουν στο παχύ χώμα, λιπασμένο με την τέφρα των ομοεθνών τους, τους οποίους οι νέοι τους συμπολίτες, οι Γερμανοί, ξερίζωσαν ολοκληρωτικά μόλις μια γενεά πριν, τους έκαψαν με το πυρωμένο σίδηρο, και σκόρπισαν μαζί με τον καπνό από τις καμινάδες των κρεματορίων. Πού πήγε η ντροπή; Η συνείδηση; Πού πήγε η στοιχειώδης ανθρώπινη αξιοπρέπεια;
Κι εσύ, ο πατέρας μου, βρέθηκες ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Εσύ, όπως κι εκείνοι, μπήκες παράνομα στη Γερμανία. Γιατί επίσημα η Γερμανία δεν δέχεται τους Εβραίους. Πλήρωσες 500 δολάρια και σε πέρασαν από τα σύνορα, με ξένο, νοικιασμένο διαβατήριο. Πού ακριβώς διέσχισες τα σύνορα; Στη μεθόριο με την Αυστρία; Ή στις ιταλικές Άλπεις; Σε φαντάζομαι κουλουριασμένο στο πίσω κάθισμα της Μερσέντες, με καπέλο τραβηγμένο στα μάτια ή, καλύτερα, με μαύρα σκούρα γυαλιά, αν κι είναι περασμένα μεσάνυχτα. Να τρέμεις ενώ οι Γερμανοί μεθοριακοί φρουροί, με στολές, σχεδόν ίδιες με κείνες των στρατιωτών του Βέρμαχτ, που φρουρούσαν το γκέτο στο Κάουνας, μελετούσαν τα πλαστά σου χαρτιά και έριχναν λοξές ματιές στην εβραϊκή σου μύτη, που δεν καλυπτόταν ούτε με το καπέλο. Και άκουγες την ίδια γλώσσα, που η ακοή σου θα έπρεπε να καίγεται στην ανάμνησή της πίσω από τα συρματοπλέγματα του γκέτο.
Έτσι μπήκες στη Γερμανία. Έκρυψες όσο πιο βαθιά μπορούσες το ισραηλινό σου διαβατήριο: όπως οι Εβραίοι, που δραπέτευαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αφαιρούσαν κάποτε από τα ρούχα τους τα κίτρινα αστέρια για να μη τους αναγνωρίσουν. Για να διεκδικήσεις το γερμανικό διαβατήριο, έπρεπε να αποδείξεις στις γερμανικές αρχές, ότι στο αίμα σου κυλά έστω και μια σταγόνα αρίου αίματος, ή τουλάχιστον, ότι έχεις μεγαλώσει με τα ιδεώδη του γερμανικού πολιτισμού. Έτσι δεν είναι; Αυτά δεν έπρεπε να αποδείξεις στους Γερμανούς, με όρκους και πληρωμένους ψευδομάρτυρες; Κι οι Γερμανοί, παρ’ ότι καταλάβαιναν το ψέμα, έπαιζαν ηδονικά αυτό το άκρως κυνικό και ταπεινωτικό παιχνίδι.
Αναρωτιέμαι πάντως, γιατί σου χρειάστηκε ν’ αγοράσεις το πλαστό πιστοποιητικό γεννήσεως; Αφού μπορούσες να αποδείξεις, περίτρανα, ότι όντως μεγάλωσες με τα ιδεώδη του γερμανικού πολιτισμού! Ο πολιτισμός αυτός σε περιέθαλψε από τα παιδικά σου χρόνια. Στο γκέτο του Κάουνας. Οι φορείς αυτού του πολιτισμού αφαίρεσαν όλο το αίμα από την επτάχρονη αδελφούλα σου, πιθανόν για κάποιους ανθρωπιστικούς σκοπούς. Της μουρμούριζαν στ’ αφτάκι το περίφημο γλυκό γερμανικό παραμυθάκι για τους μουσικούς της Βρέμης, για να αποκοιμηθεί και να την δολοφονήσουν πιο εύκολα. Στη γλώσσα τους, γλώσσα του Σίλερ και του Γκαίτε, δόθηκε το παράγγελμα «πυρ», που έστειλε τη μάνα σου και πολλές άλλες μάνες στην τάφρο, στον κοινό τους τάφο. Κανένας άλλος πολιτισμός στον κόσμο δεν έχει ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή στη μοίρα σου, όσο ο γερμανικός. Χάρη σ’ αυτόν έμεινες ορφανός και ολομόναχος, χωρίς συγγενείς. Λίγα είναι, για να δεχτείς με ευλάβεια το γερμανικό διαβατήριο;
Όμως εσύ αποφάσισες να δράσεις στα σίγουρα, να αποκλείσεις και την παραμικρή πιθανότητα αποτυχίας. Επιχείρησες ν’ αλλάξεις το δέρμα, να φορέσεις τη μάσκα ενός Αρίου στο εβραϊκό σου πρόσωπο. Δεν ξέρω πόσο σου κόστισε να αγοράσεις ένα καινούργιο πιστοποιητικό από τους λωποδύτες, που βγάζουν κρυφά απ’ τη Ρωσία κενά έντυπα διάφορων σοβιετικών εγγράφων. Και έπραξες κάτι, που με έκανε να ανατριχιάσω. Πούλησες τη μάνα σου. Εκείνη τη γυναίκα, που σε κουβαλούσε στα σπλάχνα της και που σε γέννησε. Εκείνη την τρισβασανισμένη Εβραία, που ακόμα και στο χείλος του τάφου της προσπάθησε να σε γλιτώσει από το θάνατο. Στο καινούργιο, αγορασμένο από τους κλέφτες πιστοποιητικό σου, στη στήλη «όνομα μητρός» έχεις γράψει άλλο όνομα, και πιο κάτω δυο άλλες απίστευτες λέξεις: «καταγωγή γερμανική». Έσβησες, πέταξες στα σκουπίδια την αληθινή σου μάνα και αγόρασες μιαν άλλη, Γερμανίδα.
Στο Ισραήλ άλλαξα το όνομά μου. Για ένα και μόνο λόγο: να πάρω το όνομα της μητέρας σου, της γιαγιάς μου. Και τώρα είμαι πολύ περήφανη, που κουβαλάω το όνομα αυτής της μεγαλομάρτυρος. Είμαι περήφανη, που ανέστησα αυτό το όνομα. Κι εσύ; Τι έκανες εσύ; Ποιο όνομα διάλεξες για τη Γερμανίδα μάνα, που αγόρασες; Ίλζε; Προς τιμή της Ίλζε Κωχ, επιστάτριας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης; Γκρέτα; Ίνγκρεντ; Ποιο απ’ αυτά τα ονόματα χαϊδεύει περισσότερο τ’ αφτιά του «γιου»; Εννοείται, ότι στο τέκνο μιας Γερμανίδας μάνας έδωσαν γερμανικό διαβατήριο. Κανονικά, θα έπρεπε να «γερμανοποιήσεις» το όχι και τόσο άριο όνομά σου. Πώς σε λένε τώρα; Πώς σε φωνάζουν οι Γερμανοί; Χανς; Φριτς; Έρβιν;
Εδώ, στο Ισραήλ, λένε μια ιστορία για κάποιον Εβραίο από το Κίεβο, που για να πάρει γερμανικό διαβατήριο ορκίστηκε, ότι ο αληθινός του πατέρας δεν ήταν Εβραίος αλλά Γερμανός αξιωματικός, που βίασε τη μάνα του στην Κατοχή. Και κουβάλησε στο δικαστήριο τη μάνα του, μια γριά Εβραία, για να ορκιστεί ενώπιον των Γερμανών δικαστών. Θεέ μου! Σε ποιο βούρκο κυλήσαμε όλοι μας!
Μπαμπά μου! Γλυκέ μου! Πείσε με, ότι όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης, ένα φρικτό όνειρο. Αλλιώς δεν ξέρω πια πως να συνεχίζω να ζω. Παρηγόρησέ με. Ησύχασέ με. Κάνε κάτι. Αφού σ’ αγαπάω τόσο πολύ.

Η κόρη σου Ρίβκα

[1] γκαλούτ: λέξη από την Τόρα των Εβραίων. Σημαίνει κυριολεκτικά «έρημος των λαών». Δηλαδή, διωγμός και διασκορπισμός των Εβραίων. Μεταφορικά, ξενιτιά, μεγαλούπολη (Σημ. τ. μετ.). 

Νίκος Παπαδημητρίου, Cannon, 2012, μελάνι σε διαφανές χαρτί, 27 x 35 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: