4/12/16

Σοσιαλιστές και αναρχικοί στα τέλη του 19ου αιώνα

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Αποτελεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση, να καλείσαι να προλογίσεις την έκδοση της διπλωματικής εργασίας ενός μεταπτυχιακού σου φοιτητή. Πρόκειται για εργασία που προσεγγίζει, με εντυπωσιακή βιβλιογραφική πληρότητα, μια λίγο πολύ αγνοημένη περίοδο, εμφάνισης των πρώτων συστηματικών αναρχικών και σοσιαλιστικών συλλογικοτήτων στον κοινωνικό μας σχηματισμό. Οριοθετημένη η εργασία μεταξύ της ίδρυσης του «Δημοκρατικού Συνδέσμου του Λαού» στην Πάτρα στα 1877 και την έκδοση του Κοινωνικού μας ζητήματος του Γεωργίου Σκληρού στα 1907, δεν αποτελεί μια απλή ιστορική καταγραφή γεγονότων και προσώπων που έδρασαν αυτή την περίοδο στους συγκεκριμένους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους που αναφέρεται, αλλά ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό εγχείρημα προσέγγισης των συνθηκών μέσα στις οποίες εμφανίστηκαν και έδρασαν . Με σαφή μαρξιστική μεθοδολογική πειθαρχία, ο συγγραφέας, για να προσεγγίσει τον χώρο, τον χρόνο, τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες και τις ιδεολογικοπολιτικές αναφορές, των συλλογικοτήτων και των προσώπων που εξετάζει, αναμετριέται με όλες τις μέχρι σήμερα κατατεθειμένες αναλύσεις για την περίοδο, μη διστάζοντας να συγκρουσθεί με κυρίαρχες λίγο πολύ απόψεις , προβάλλοντας την δική του θεώρηση-εξήγηση. Δεν έχει σημασία αν συμφωνεί τελικά κανείς με την ανάλυση που προτείνει, ως προς τη θέση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας· οφείλει να σεβαστεί ότι στην άρθρωση του επιχειρήματός του, καταθέτει με εντιμότητα όλες τις απόψεις και διαλέγεται ισότιμα με αυτές, βασιζόμενος στη δική του τοποθέτηση, κυρίως στα έργα του Μαρξ «Προκαπιταλιστικοί οικονομικοί σχηματισμοί» και του Λένιν «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», ξεκαθαρίζοντας από την αρχή, ως προς το δεύτερο βιβλίο, πως σε καμιά περίπτωση δεν υπονοεί ένα μηχανιστικό συσχετισμό του ρωσικού και ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.

Πέραν όμως από τις μεθοδολογικές προϋποθέσεις που διαχέονται λειτουργικά σε όλο το εύρος του έργου του, ο συγγραφέας επιχειρεί να διερευνήσει σε βάθος –και το πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό- τους συγκεκριμένους κάθε φορά τρόπους, με τους οποίους συναρθρώνονται δυναμικά τα διάφορα κοινωνικά οικονομικά και ιστορικοπολιτικά στοιχεία της περιόδου που ερευνά, με κύριο στόχο να παρουσιάσει μια συνολική εικόνα αυτής της μεταβατικής περιόδου του ελληνικού κρατικού μορφώματος και να εντάξει σε αυτήν τις σοσιαλιστικές και αναρχικές κινήσεις συλλογικοτήτων και προσώπων, χωρίς να χάνεται σε ιστορικές λεπτομέρειες, που σε μεγάλο βαθμό τις θεωρεί δεδομένες.
Το σχεδίασμα της ύλης του ανταποκρίνεται πληρέστατα στους στόχους της μελέτης, που από την εισαγωγή του, ευκρινώς και αναλυτικά, διαπραγματεύεται.  Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζει την φυσιογνωμία του κοινωνικού μας σχηματισμού εκείνης της περιόδου, με έμφαση στις οικονομικές πλευρές του, ξεκαθαρίζοντας τα ζητήματα εννοιολόγησης που καταθέτει. Είναι σε αυτό το κεφάλαιο ιδιαίτερα εντυπωσιακός ο τρόπος και η εντιμότητα με την οποία διαλέγεται με όλες τις κατατεθειμένες μέχρι σήμερα απόψεις, προβάλλοντας και εξηγώντας την δική του ανάλυση-θέση.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύει τα βασικά χαρακτηριστικά του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος της χώρας, την συγκεκριμένη περίοδο, σε συνάρτηση με τις ανολοκλήρωτες ταξικές αποκρυσταλλώσεις, τις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες, τον δυναμικό τους συσχετισμό με τον κυρίαρχο πολιτικό μύθο της Μεγάλης Ιδέας, καθώς και τις κυρίαρχες και τότε προσωποκεντρικές αντιλήψεις για τους πολιτικούς πρωταγωνιστές. Επιχειρεί δηλαδή μια σύνθεση, η οποία ακολουθεί την αναλυτική προσπάθεια του Δερτιλή, όπως αναφέρει, να συλλάβει τους συσχετισμούς και τις μετατοπίσεις των θεμελιωδών δυνάμεων της πολιτικής σκηνής του κοινωνικού μας σχηματισμού και να τις συνδέσει με τα κυριότερα ρεύματα της πολιτικής διαμάχης.
Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζει, μέσα από την ανάλυση που προηγήθηκε, τις δυνατότητες πρόσληψης των αριστερών ιδεών στην Ελλάδα. Διευκρινίζοντας από την αρχή ότι αυτές οι ιδέες και τα διάφορα ρεύματα, σοσιαλιστικά και αναρχικά, που τις συγκροτούν αφ’ ενός δεν είναι ούτε ποτέ υπήρξαν ενιαία, αφ’ ετέρου εισάγονται σε έναν κοινωνικό σχηματισμό αποκλίνοντα από εκείνους της κεντρικής Ευρώπης, όπου αυτά γεννήθηκαν, μέσω μιας δυναμικής δημιουργικής προσαρμογής. Διευκρινίζοντας τους τρόπους και τους λόγους που διαμορφώνουν μια ελληνική μετάφραση καθ’ όλου στείρα μιμητική, η οποία τείνει να ακολουθεί, σε μεγάλο βαθμό, τα αιτήματα των τοπικών κοινωνικών πραγματικοτήτων. Εξηγεί επίσης το γιατί, ενώ οι ιδέες αυτές έχουν μια προϊστορία εμφάνισης στην Ελλάδα από τις αρχές της ύπαρξης του κράτους, αδυνατούν να δεθούν λειτουργικά με το υπάρχον, έστω και στα σπάργανα, εργατικό κίνημα. Υποστηρίζει πως τα δρώντα πολιτικά υποκείμενα του χώρου που μελετά έχουν και τη δική τους ευθύνη ως προς την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας και τις μορφές πάλης που προωθούσαν.
Η ευρύτερη ανάλυση που επιχειρεί κρατάει επίσης αποστάσεις από το γραμμικό σχήμα του Κορδάτου περί νηπιακής περιόδου, που θα την ακολουθήσει μια εφηβική (1910- 1918), για να έρθει η περίοδος της ενηλικίωσης με την ίδρυση του ΣΕΚΕ. Στο σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα επίκαιρη η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει, για το πώς αυτή η μηχανιστική κατάταξη αποκλείει την ιστορία για το μετά, υποβαθμίζει το πριν και αναγορεύει τελικά την ταξική πάλη σε μονοπώλιο ενός συγκεκριμένου κόμματος! Ιδιαίτερο σημείο στο κεφάλαιο αυτό αποτελεί η θεωρητική ανάλυση που επιχειρεί, για το αν η δημιουργία ταξικής συνείδησης είναι αποτέλεσμα της ίδιας της ταξικής πάλης ή εμβολιάζεται στο εργατικό κίνημα απ’ έξω. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναλύσεις του για τους λόγους αδυναμίας συγκρότησης αγροτικού κόμματος, σε μια κατ’ εξοχήν αγροτική την εποχή που εξετάζει χώρα.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, το και μεγαλύτερο της όλης εργασίας του, ο Πελεκούδας στην αρχή αναφέρεται στη σημαντική συμβολή των επτανησίων ριζοσπαστών μετά την ένωση, τόσο στον εκδημοκρατισμό της κεντρικής πολιτικής σκηνής, όσο και στην κίνηση των σοσιαλιστικών διεργασιών. Στη συνέχεια, αφού καταγράφει τις προσπάθειες συγκρότησης της διαβαλκανικής «Ανατολικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας» και την ίδρυση στα πλαίσιά της του συλλόγου «Ρήγας», προχωρά σε μια σύντομη περιήγηση στις πριν το 1877 πρωτοποριακές διεργασίες, εστιάζεται στο κύριο αντικείμενο της έρευνάς του, τη σύγκριση και ανάλυση των προγραμμάτων και της δράσης των αναρχικών και σοσιαλιστικών κινήσεων της περιόδου. Για την εξαγωγή από αυτή τη συγκριτική μελέτη ασφαλών συμπερασμάτων, επιχειρεί με επιτυχία μια συστηματική κατάταξη του υλικού του, σε οκτώ θεματικές ενότητες: Τις θεωρητικές ρητές αναφορές ή εκείνες που προκύπτουν έμμεσα στα προγράμματα που μελετά. Την παρουσίαση των οικονομικών διεκδικήσεων. Τις αντίστοιχες πολιτικές διεκδικήσεις. Τα μέσα που προτείνονται για την πραγμάτωση των στόχων που θέτουν τα προγράμματα. Τη στρατηγική και τακτική πραγμάτωσης των στόχων μέσα από την διάκριση σε maximum και minimum διεκδικήσεις. Την στάση στα αγροτικά ζητήματα. Και τέλος τις γενικότερες προγραμματικές τοποθετήσεις ή μη τοποθετήσεις, σε ευρύτερα θέματα που διατρέχουν τον κοινωνικό μας σχηματισμό της περιόδου, αλλά και τα σοσιαλιστικά και αναρχικά ρεύματα και συλλογικότητες.
Δεν πρόκειται βέβαια στα πλαίσια αυτού του προλόγου να παρουσιαστούν έστω να συνοψισθούν και να συζητηθούν, όλα όσα συστηματικά καταθέτει στην ενότητα αυτή, η οποία θα έπρεπε να αποτελέσει τελικά ένα ανεξάρτητο κεφάλαιο. Εκείνο που αβίαστα συνάγεται πάντως, είναι η γνώση και κυρίως η βαθιά κατανόηση, όλου του αρχειακού υλικού που έχει μελετήσει, γεγονός το οποίο του επιτρέπει να μην χαθεί σε περιττές λεπτομέρειες ή στις έντονες προσωπικές αντιπαραθέσεις και διασπάσεις των φορέων των συλλογικών σοσιαλιστικών και αναρχικών προσπαθειών, αλλά να εστιαστεί στα κύρια σημεία των κειμένων και να οδηγηθεί πράγματι σε μια σειρά αξιόλογα συμπεράσματα.
Συμπεράσματα με τα οποία ολοκληρώνει την εργασία του. Σύμφωνα δε με την ανάλυση των κειμένων, των λόγων και των πράξεων που τόσο συστηματικά παραθέτει, αναδεικνύει την αδυναμία των αναρχικών και σοσιαλιστικών ιδεών να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στις διεργασίες της κεντρικής πολιτικής σκηνής, παρά την προσπάθεια παρέμβασής τους, στις ζυμώσεις και τις κινητοποιήσεις που συντελούνται στο εργατικό κίνημα. Αδυναμία που δεν σχετίζεται με κάποιο νηπιακό ουτοπικό όραμα ή μια στείρα μεταφορά των ευρωπαϊκών δεδομένων αλλά -όπως πάμπολλες φορές στην ιστορία του ελληνικού σοσιαλισμού, όπως διεισδυτικά αναφέρει- περισσότερο με τα αναλυτικά εργαλεία που είχαν για την διάγνωση της φυσιογνωμίας του κοινωνικού σχηματισμού της περιόδου, σε συνδυασμό με την όλη πορεία των οικονομικών δεδομένων, τα οποία εντάσσουν την χώρα καθαρά σε ιδιότυπους μεν αλλά Καπιταλιστικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με παγίωση ενός αστικού δικομματισμού διευρυμένων πελατειακών σχέσεων, σε συνάρτηση με την σταδιακή υποχώρηση και των δύο οικογενειών, αναρχικών και σοσιαλιστικών ρευμάτων, μπροστά στα λεγόμενα εθνικά θέματα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο συνδυασμός αντικειμενικών υλικών δυσκολιών, όσο και υποκειμενικών ορίων, χαράσσουν, ιδιαίτερα μετά το 1890, την πορεία των ελευθεριακών προτάσεων και των δύο κατευθύνσεων. Θα χρειαστεί η έλευση του έργου του Γεωργίου Σκληρού που, ορθά κατά την γνώμη μας, οριοθετεί το τέλος της περιόδου που εξετάζει ο συγγραφέας, για να ανοίξουν ζητήματα «συστηματικότερης ανάλυσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού -όπως γράφει κλείνοντας την εργασία του– με ευθεία αναφορά στο έργο του Μαρξ και πιο ειδικά τον μαρξισμό του Μπερναστάιν, έργο το οποίο αποτελεί ουσιαστικά και την αφετηρία ενός νέου πεδίου έρευνας που διαφοροποιείται από τα στοιχεία της περιόδου που εξετάζει .
Η πλούσια προβληματική του συγγραφέα, της οποίας προσπάθησα να παρουσιάσω τα κεντρικά κατά τη γνώμη μου στοιχεία, καθώς και η απλή και κατανοητή γλώσσα που χρησιμοποιεί, χωρίς τους συνήθεις σε τέτοιες εργασίες ακαδημαϊσμούς και δυσνόητους νεολογισμούς, επιτρέπει την ευρύτερη ανάγνωση, ενώ καθιστά την έκδοση του βιβλίου απαραίτητο βοήθημα για την κατανόηση της περιόδου που μελετά, και αφορμή για παραπέρα αναλύσεις και ερμηνευτικές προτάσεις.

Πρόλογος στο βιβλίο του Νικόλα Πελεκούδα «Συγκλίσεις και Αποκλίσεις σοσιαλιστικών και αναρχικών συλλογικοτήτων στην Ελλάδα (1877- 1909)», εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες, διανομή Εκδόσεις των Συναδέλφων 

Κώστας Πανιάρας, Το τέλος της νύχτας, 1985, πλαστικοποιημένο ύφασμα, 200 x 150 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: