18/9/16

Η πεζογραφία και η πόλη

Jonas Staal, New World Summit – Berlin (Model), 2012


ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης. Ένα υπόδειγμα μεταξύ ιστορίας και λογοτεχνίας: Από τις "Μακεδονικές ημέρες" στις ημέρες μας, Εκδόσεις Κουκούτσι, σελ. 56

Η συγγραφική πορεία του Κώστα Χατζηαντωνίου, πορεία σύνθετη που σημαίνεται από δοκίμια και μελέτες αλλά και από μυθοπλαστικά αφηγήματα, συνεχίζεται με ένα ενδιαφέρον δοκίμιο για την πεζογραφία της Θεσσαλονίκης, του οποίου η ανάπτυξη και ο πυρήνας προαναγγέλλονται και από έναν διαφωτιστικό υπότιτλο: «Ένα υπόδειγμα μεταξύ Ιστορίας και Λογοτεχνίας: Από τις “Μακεδονικές Ημέρες” στις ημέρες μας».
Η ψηλάφηση των πανάρχαιων σχέσεων της ιστορίας με τη λογοτεχνική αφήγηση οδηγεί τον συγγραφέα στην αποσαφήνιση μιας γνωστής και ενδιαφέρουσας κατηγοριοποίησης: κλασικά ιστορικά μυθιστορήματα και επικές ποιητικές συνθέσεις που αναπαριστούν με λογοτεχνική γλώσσα την ιστορία διαμέσου των περιγραφομένων γεγονότων, αλλά και έργα με την ιστορία κινητήριο μοχλό της διήγησης, χωρίς αυτή «να προβάλλεται με τα γεγονότα της ή ως πλαίσιο σε πρώτο επίπεδο». Η δομή της αίσθησης (structure of feeling), έννοια που πρότεινε ο σημαντικός Βρετανός θεωρητικός Raymond Williams (βλ. Κουλτούρα και Ιστορία, εισαγ. - μτφρ. Βενετία Αποστολίδου, Αθήνα, Γνώση, 1996), λειτουργεί δραστικά: νιώθουμε πληρέστερα και ακριβέστερα το ψυχολογικό και κοινωνικό κλίμα μιας εποχής, τα όνειρα, τις επιθυμίες αλλά και τις ιδεοληψίες των ανθρώπων, εάν διαβάσουμε μια καλλιτεχνικά δυναμική λογοτεχνική αφήγηση γι’ αυτήν παρά εάν προσεγγίσουμε μια ακαδημαϊκή εξιστόρησή της σε μορφή επιστημονικής πραγματείας.
Η συγγραφική ματιά του Κώστα Χατζηαντωνίου εκτείνεται από την εποχή του Μεσοπολέμου έως και τις μέρες μας και περιλαμβάνει συμπυκνωμένα τους σημαντικότερους πεζογράφους, των οποίων οι λογοτεχνικές καταθέσεις βασίστηκαν σε βιώματα από τη Θεσσαλονίκη, τόσο εξατομικευμένα όσο και ιστορικώς φορτισμένα. Ο συγγραφέας αποφεύγει (και σωστά) την εκτεταμένη χρήση του γενικευτικού και εν τέλει συγκεχυμένου όρου «Σχολή Θεσσαλονίκης». Λογοτεχνική σχολή σημαίνει κοινές θεωρητικές αντιλήψεις και αρχές. Επιβάλλει προκαθορισμό κριτηρίων και υποβάλλει όχι απλώς συγκεκριμένη αλλά και κοινή για τους εκπροσώπους της λογοτεχνική πρακτική. Τα φιλολογικά δεδομένα μάς οδηγούν να σημειώσουμε ότι στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρξε λογοτεχνική σχολή, αλλά συνυπήρξαν και συνυπάρχουν πυρήνες καλλιτεχνικής έκφρασης που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν ενδιαφέρουσες τάσεις, ενίοτε αντικρουόμενες. Ένας τέτοιος νεωτερίζων αφηγηματικά πυρήνας συγκροτήθηκε κατά τη δεκαετία του 1930 από τους πεζογράφους του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες.

Η συνειδησιακή ροή και ο εσωτερικός μονόλογος αξιοποιήθηκαν ως αφηγηματικά εργαλεία για υπαρξιακή αναδίφηση, για αναζήτηση του άρρητου και του ανεξερεύνητου, για απαλλαγή από τη γοητεία του συγκεκριμένου. Οι  πεζογράφοι του κύκλου των Μακεδονικών Ημερών (Στέλιος Ξεφλούδας, Πέτρος Σπανδωνίδης, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Γιώργος Δέλιος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης) «ενηλικιώθηκαν μέσα στη συμφορά τού 1922 και ήθελαν να απαλλαγούν από το οδυνηρό κοινωνικό πλαίσιο». Έτσι ο συγγραφέας αιτιολογεί, πέραν της συμφωνίας ή της διαφωνίας με συγκεκριμένες πεζογραφικές πρακτικές, την κριτικά υπογραμμισμένη αποχή του πεζογραφικού κύκλου των Μακεδονικών Ημερών από τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα, θεωρώντας, επιπρόσθετα, τη συγκεκριμένη μοντερνιστική φυγή προς τον εσωτερικό κόσμο και σύνθεση επιρροών από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, τον γαλλικό συμβολισμό, την εναγώνια υποστασιακή – φιλοσοφική αναζήτηση, που κυρίως τέθηκε στο γερμανόφωνο πνευματικό πεδίο (Νίτσε, Χάιντεγκερ, Τρακλ), και τον ομιχλώδη ιουδαϊκής στόφας μυστικισμό, συνδυασμένο με τρόπους της νεωτερικές πεζογραφικής έκφρασης (Κάφκα, Προυστ, Σβέβο).
Η ακόλουθη συντακτική περίοδος από το δοκίμιο του Κώστα Χατζηαντωνίου σκιαγραφεί το πνευματικό κλίμα εκκόλαψης συγκεκριμένων τάσεων της πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης  (κεντρική ανάμεσά τους η πεζογραφία των Μακεδονικών Ημερών), οι οποίες αξιοποίησαν τη δυναμική αλληλεπίδραση ιστορικής εξέλιξης, πολιτιστικών – ιδεολογικών οριζουσών και γεωγραφικών συντεταγμένων: «Το ομιχλώδες κλίμα του παράκτιου βορρά που συνθέτει αισθήσεις αλλά και απηχήσεις της προσφυγικής Ανατολής, το βυζαντινό βάθος της πόλης από τον καιρό που ήταν πολυφυλετική και πανορθόδοξη, οι παρακαταθήκες τού παρακείμενου Αγίου όρους, του Παλαμισμού αλλά και των πρωτοκομμουνιστών Ζηλωτών, η Ιουδαϊκή εσωτερικότητα, η κοσμοπολίτικη σφραγίδα που απέκτησε από τις ιστορικές περιπέτειες η πόλη, η επιρροή από τη βαλκανική ενδοχώρα που φτάνει μέχρι ένα κεντρο-ευρωπαϊκό κλίμα, έκαναν τη βυζαντινή και βαλκανική Θεσσαλονίκη να νιώθει πάντα πολύ πιο κοντά στην κεντρική και τη Βόρεια Ευρώπη απ’ ότι στα μεγάλα κέντρα της Δυτικής Ευρώπης».
Πάντως, η συνένωση κοινωνικής οπτικής και υπαρξιακής αγωνίας συντελέστηκε ως λογοτεχνική δυναμική ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και από συγγραφείς της Θεσσαλονίκης και παρότι η ποίηση δεν αποτελεί το πεδίο μελέτης του Κώστα Χατζηαντωνίου, η ρητή αναφορά του στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Κλείτου Κύρου, καθώς  και στο λογοτεχνικό και δοκιμιακό έργο του Κωστή Μοσκώφ, ενδυναμώνει μία σωστή παρατήρηση:  «[…] κι οι αριστεροί συγγραφείς και ποιητές της πόλης, λίγα χρόνια αργότερα [ενν. από την εμφάνιση των πεζογράφων των Μακεδονικών Ημερών], θα διασταυρώσουν τα κοινωνικά στοιχεία με τα χωρίς διέξοδο και χωρίς μεταφυσική υπαρξιακά στοιχεία».
Οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης ενσωματώνουν στο έργο τους ποικίλες αφηγηματικές παραδόσεις, με δεσπόζουσα σε ορισμένους την πεζογραφική παράδοση της πόλης, αλλά βρίσκουν τον προσωπικό τους καλλιτεχνικό τρόπο μπολιάζοντας τη γραφή τους με τις σύγχρονές τους ιστορικές εξελίξεις, αντλώντας και από το υπόστρωμα της βιωματικής μνήμης και από το βάρος του πολύπτυχου ιστορικού παρελθόντος, συνδέοντας όλο και περισσότερο προϊόντος του χρόνου τις αφηγηματικές τους καταθέσεις με τα γενικότερα πνευματικά και κοινωνικά δρώμενα (νεοελληνικά, ευρωπαϊκά και ενίοτε παγκόσμια), διατηρώντας ίχνη εντοπιότητας αλλά και ευρυνόμενοι πέρα από τον ορίζοντα της στενής ιθαγένειας ενός συγκεκριμένου αστικού ιστού, κερδίζοντας (ορισμένοι, τουλάχιστον) το στοίχημα μιας διαχρονίας που δεν απεμπολεί το επίκαιρο και μιας οικουμενικότητας που δεν αγνοεί ως αφετηρία το τοπικό. Η πορεία του Γιώργου Ιωάννου από τη Μόνη κληρονομιά έως την Καταπακτή και η ανέλιξη του Νίκου Μπακόλα   από τον Κήπο των πριγκίπων έως την Μεγάλη πλατεία (η αναφορά σε έργα τους θα μπορούσε να εμπλουτιστεί και πολύ περισσότερο) υποδεικνύουν την προαναφερθείσα εξέλιξη. Οι δύο συγκεκριμένοι πεζογράφοι  δίκαια χαρακτηρίζονται από τον Κώστα Χατζηαντωνίου «μείζονες για την όλη λογοτεχνία μας», εφόσον εκπληρώνουν επαρκώς και ένα κριτήριο τριπλής απήχησης: διαβάστηκαν και διαβάζονται από τους αναγνώστες, ερέθισαν το ενδιαφέρον φιλολόγων και κριτικών, ενώ επηρέασαν θεματικά και τεχνικά το έργο αρκετών ομοτέχνων τους, συνομηλίκων και νεοτέρων τους.
Ο Κώστας Χατζηαντωνίου επιτυγχάνει κάτι δύσκολο: παραθέτει ένα ακριβόλογο και νηφάλιο σχόλιο για καθέναν από τους σημαντικούς πεζογράφους της Θεσσαλονίκης, αξιοποιώντας τα κριτήρια της αλληλεπίδρασης, της χρονικής διαδοχής και της «συνομιλίας» των πεζογραφικών καταθέσεων ως θεματικών και τεχνοτροπικών οντοτήτων με την ιστορική φόρτιση κάθε εποχής. Εκτός από τους προαναφερόμενους, προσεγγίζονται σχεδόν όλοι οι συνδεδεμένοι με τη Θεσσαλονίκη αξιόλογοι πεζογράφοι της πρώτης γενιάς του Μεταπολέμου (Παύλος Παπασιώπης, Τριαντάφυλλος Πίττας, Γιώργος Κιτσόπουλος, Γιώργος Καφταντζής, Τηλέμαχος Αλαβέρας), καθώς και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Περικλής Σφυρίδης, Βασίλης Βασιλικός, Μάρκος Μέσκος, Πρόδρομος Μάρκογλου, Νίνα Κοκκαλίδου-Ναχμία, Κώστας Λαχάς, Τόλης Καζαντζής, Γιώργος Χειμωνάς, Τόλης Νικηφόρου, Τάσος Φάλκος). Εύστοχες είναι οι αξιολογικές αποτιμήσεις του έργου των πεζογράφων που γεννήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1940 (Γιώργος Κάτος, Θέμης Λιβεριάδης, Σάκης Παπαδημητρίου, Αντώνης Σουρούνης, Δημήτρης Δημητριάδης, Θανάσης Γεωργιάδης, Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Τάσος Καλούτσας, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Πάνος Θεοδωρίδης, Μανόλης Ξεξάκης, Νίκος Βασιλειάδης, Γιάννης Ατζακάς, Αργύρης Παυλιώτης, Πέτρος Μαρτινίδης, Κρίτων Σαλπιγκτής, Γιάννης Πάνου, Τάσος Χατζητάτσης, Αλμπέρτος Ναρ, Μαρία Κουγιουμτζή), εκείνων  που γεννήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1950 (Στέλλα Βογιατζόγλου, Ηλίας Κουτσούκος, Θωμάς Κοροβίνης, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Κατερίνα Καριζώνη, Δημήτρης Μίγγας, Δήμητρα Μήττα, Μάκης Καραγιάννης ), καθώς και των νεοτέρων που γεννήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1960 (Σάκης Σερέφας, Απόστολος Λυκεσάς, Ισίδωρος Ζουργός, Σοφία Νικολαΐδου, Σμαράγδα Μανταδάκη, Παναγιώτης Γούτας). Ο βιωματικός νεορεαλισμός, οι νεωτερίζουσες αφηγηματικές τάσεις, η εσωτερικότητα, η εξομολογητικότητα, η ατομική και συλλογική μνήμη ως καταφύγιο ή και ως τραύμα, οι κοινωνικοπολιτικές αναζητήσεις,  οι υπαρξιακοί αναπαλμοί του έρωτα και του θανάτου, σταχυολογούνται, αξιολογούνται και κυρίως εντάσσονται καταλλήλως στην αφηγηματική σκευή και ταυτότητα κάθε δημιουργού, Η ματιά του Κώστα Χατζηαντωνίου αγκαλιάζει και το έργο ακόμη νεότερων πεζογράφων που γεννήθηκαν γύρω στο 1970 (Βασίλης Αμανατίδης, Θανάσης Τριαρίδης, Δώρα Κασκάλη). Επιτυχημένο το δοκιμιακό εγχείρημα, τιθασεύει γραμματολογικά και κριτικά ένα ευρύτατο και περίπλοκο υλικό. Ο συγγραφέας ενδυναμώνει τη γραμμή της καλλιτεχνικής συνέχειας, γραμμή που δεν είναι μονοσήμαντη και ευθεία μα πολυσύνθετα τεθλασμένη, η οποία θα συνεχίσει όχι απλώς να υφίσταται αλλά και να ανελίσσεται. «Το στοίχημα για νέους εκφραστικούς τρόπους που θα μιλήσουν για τις νέες μας ψυχικές διαθέσεις είναι πάντα ανοιχτό». Σωστή η άποψη, βέβαια, υποδηλώνει τη συνθετότητα του πολιτισμικού τοπίου, στο οποίο εγκιβωτίζονται πολλοί καλλιτεχνικοί πυρήνες (γνώρισμα που αφορά και την πεζογραφία της Θεσσαλονίκης), οργανικά συνδεδεμένοι με τη γενικότερη εξέλιξη και της λογοτεχνίας.  

Ο Δημήτρης Κόκορης διδάσκει Νεοελληνική λογοτεχνία στο ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: