ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Ελπίδα Μπελάλη, Οι επισκέπτες και τα φανταστικά τους όρια, μελάνι σε χαρτί, 2016 |
Στην Μάρθα Πύλια
Όλη η ιστορία της τέχνης μπορεί
να συμπυκνωθεί στη σχέση της τέχνης με την πραγματικότητα. Αυτό άλλωστε
μαρτυρούν τα ονόματα δύο εκ των πιο γνωστών, και εκ των σημαντικότερων
καλλιτεχνικών ρευμάτων των νεώτερων χρόνων: ρεαλισμός και υπερρεαλισμός. Στην πρώτη
περίπτωση, ο όρος ρεαλισμός μάς παραπέμπει στην κατά το δυνατόν πιο άμεση σχέση
με την πραγματικότητα. Αλλά και ο υπερρεαλισμός μας παραπέμπει στην πιο άμεση
σχέση, με την υπόρρητη και άρρητη, αλλά εξ ίσου υπαρκτή όψη της
πραγματικότητας, εκείνη του υποσυνείδητου. Τι είδους είναι όμως αυτή η σχέση;
Αν ως απαρχή της λογοτεχνίας
ορίσουμε τα ομηρικά έπη, ήδη έχουμε να κάνουμε με μια «διασκευή», λογοτεχνική
διασκευή, ενός πραγματικού γεγονότος, του Τρωικού πολέμου, όπου συμμετείχαν
υπαρκτά πρόσωπα, όπως π.χ. ο Αγαμέμνονας, και διαδραματίστηκαν γεγονότα της
ιστορίας, όπως π.χ. η θαλάσσια εκστρατεία υπαρκτών πόλεων του ελλαδικού χώρου,
εναντίον μίας επίσης υπαρκτής πόλης στην αντίπερα πλευρά του Αιγαίου.
Τι σημαίνει όμως ότι η Ιλιάδα αποτελεί μια λογοτεχνική διασκευή
ενός ιστορικού γεγονότος; Δηλαδή, δεν το αποτυπώνει «πραγματικά», ως έγινε; Αν
έκανε κάτι τέτοιο, δηλαδή προσπαθούσε να το κάνει, τότε η Ιλιάδα θα ήταν, θα προσπαθούσε να είναι, μια ιστοριογραφική και όχι
μια λογοτεχνική αφήγηση. Τι διαφορετικό κάνει λοιπόν η λογοτεχνία, και εν
προκειμένου η Ιλιάδα; Μήπως παραποιεί
την ιστορία; Αυτό άλλωστε δεν σημαίνει ο όρος διασκευή;
Πριν έρθουμε στην έννοια
«διασκευή», θα πρέπει να σκεφτούμε λίγο το ρήμα που μόλις χρησιμοποίησα, δηλαδή
το ρήμα «παραποιώ». Αν λοιπόν η λογοτεχνία, διασκευάζοντας την ιστορία, την
παραποιεί, αυτομάτως τίθεται το ερώτημα: Ποιος ποιεί την ιστορία; Η μόνη
απάντηση, που δεν είναι θρησκόληπτη, είναι πως την ιστορία την ποιούν, την
δημιουργούν οι άνθρωποι που μετέχουν στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η λογοτεχνία
λοιπόν, εν προκειμένω η Ιλιάδα, δεν
ποιεί την ιστορία του Τρωικού πολέμου. Ούτε την παραποιεί, αφού ο συγγραφέας,
παρά την κοινότοπη άποψη περί συγγραφής, δεν βρίσκεται στη θέση ενός μικρού
θεού, που έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει τη ροή της ιστορίας, εν προκειμένω
του Τρωικού πολέμου.
Ο συγγραφέας αφηγείται την
ιστορία, μια κάποια ιστορία. Και την αφηγείται λογοτεχνικά, δηλαδή με τη γλώσσα
της λογοτεχνίας, με τη γλώσσα της τέχνης. Αντίστοιχα, και παρά την επίσης
κοινότοπη άποψη περί ιστορικής επιστήμης, η ιστοριογραφία ούτε ποιεί ούτε
παραποιεί, αλλά αφηγείται τα γεγονότα, π.χ. του Τρωικού πολέμου, με τη δικιά
της γλώσσα.
Καμιά από τις δύο αυτές γλώσσες
δεν ταυτίζεται με την «αλήθεια», δηλαδή καμία δεν αφηγείται ό,τι «πραγματικά»
συνέβη στον Τρωικό πόλεμο. Αλλά και καμία από τις δύο δεν «παραποιεί» την
αλήθεια, μεταβάλλοντάς την κατά το δοκούν. Η «αλήθεια» δεν είναι μια μεταφυσική
κατηγορία, αλλά μια κατηγορία οριζόμενη ιστορικά, την οποία επιχειρεί να
προσεγγίσει ένα υποκείμενο (ατομικό ή συλλογικό) διά του Λόγου. Είναι μια
κατηγορία οριζόμενη κατ’ αρχήν από τα εννοιολογικά εργαλεία, και από τα
ειδικότερα εργαλεία κάθε επιμέρους γλώσσας, με την οποία επιχειρείται να
προσπελασθούν, να ονομασθούν, να «μιληθούν» τα γεγονότα. Και η κάθε γλώσσα,
όπως αυτή της λογοτεχνίας ή εκείνη της ιστοριογραφίας, έχει διαφορετικά
εργαλεία, είναι ουσιωδώς διακριτή.
Προφανώς, όσα περιέχονται και
περιγράφονται στα ομηρικά έπη δεν αποτελούν ιστορικά τεκμήρια, δεν υποκαθιστούν
την ιστορική αφήγηση. Αν υποθέσουμε όμως ότι η Ιλιάδα αποτελούσε το μοναδικό τεκμήριο για το γεγονός του Τρωικού
πολέμου, και απουσίαζε οποιαδήποτε άλλη ένδειξη; Αν καμιά άλλη πηγή δεν μας
βεβαίωνε πως όντως υπήρξε η Τροία, πως όντως έγινε εκστρατεία εναντίον της, πως
όντως κατελήφθη;
Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση,
η Ιλιάδα δεν θα αποτελούσε μια
ιστορική αφήγηση. Με βάση όμως την αφήγηση της Ιλιάδας ως μοναδικό τεκμήριο, η επιστήμη θα μπορούσε να συνθέσει τη
δικιά της ιστορική αφήγηση. Όχι να δεχθεί την Ιλιάδα ως ιστορική αφήγηση, ελλείψει άλλης, αλλά να αξιοποιήσει,
δηλαδή να διαβάσει, με τα εργαλεία της ιστοριογραφίας, τις ιστορικές
πληροφορίες που μας παρέχει η Ιλιάδα.
Αν όμως αυτές οι πληροφορίες δεν
ήταν δυνατόν να επαληθευθούν από άλλες πηγές; Ναι, ακόμα κι έτσι, θα μπορούσε
να χρησιμοποιηθεί η Ιλιάδα ως «αρχείο
πληροφοριών». Γιατί άλλη η μέθοδος της ιστοριογραφίας και άλλη η μέθοδος της
λογοτεχνίας. Πώς λοιπόν, στην περίπτωσή μας, θα αξιοποιήσει η ιστοριογραφία τις
πληροφορίες που (εν)υπάρχουν σε μια λογοτεχνική αφήγηση; Θα τις παραλάβει
«αυτούσιες»; Μάλλον όχι. Πώς αλλιώς όμως θα το κάνει, αφού δεν μπορεί να τις
επαληθεύσει ή να τις απορρίψει, συμβουλευόμενη και άλλες πηγές; Μήπως κατ’
ανάγκην θα πρέπει να τις δεχθεί ως έχουν; Όχι, δεν πρέπει να το κάνει, ούτε σε
αυτήν την περίπτωση. Ο λόγος είναι πως η γλώσσα της λογοτεχνίας, η γλώσσα της
τέχνης διαθέτει ένα οιονεί φίλτρο, που διαθλά την πραγματικότητα. Έτσι, η
εικόνα που απογράφεται σε ένα λογοτεχνικό έργο είναι διαφορετική από την
«αρχική».
Ποιο είναι αυτό το «φίλτρο»; Εδώ,
πρόκειται για την αισθητική του κάθε έργου τέχνης. Άνευ αισθητικής δεν υπάρχει
έργο τέχνης. Και αισθητική σημαίνει μετατροπή, δηλαδή αφήγηση ενός γεγονότος,
μιας σειράς γεγονότων, μέσα από ένα συγκεκριμένο φίλτρο, με έναν συγκεκριμένο
τρόπο. Σημαίνει μετάβαση, απ’ το πεδίο της πραγματικότητας στο πεδίο της
τέχνης.
Αν για παράδειγμα δούμε τα έργα
ζωγραφικής ή γλυπτικής που απεικονίζουν ήρωες της επανάστασης του 1821, θα
πρέπει να υποθέσουμε πως όλοι οι επαναστάτες ήσαν ψηλοί, ευσταλείς, μυώδεις,
ωραίοι και αποφασιστικοί, όπως ταιριάζει στη ρομαντική εξιδανίκευση των
επαναστατών, δηλαδή στη ρομαντική αισθητική, γιατί σε αυτό το ρεύμα ανήκουν τα
εν λόγω έργα του 19ου αιώνα. Αν όμως επιχειρήσουμε να αντλήσουμε,
από αυτά τα έργα, την πληροφορία για τον μέσο όρο του ύψους του ελλαδικού
πληθυσμού εκείνη την εποχή, και τον εν γένει σωματότυπό του, μάλλον θα
οδηγηθούμε σε λανθασμένα συμπεράσματα...
Στην περίπτωση λοιπόν που η Ιλιάδα ήταν το μοναδικό σωζόμενο
τεκμήριο για τον Τρωικό πόλεμο, η ιστοριογραφία θα μπορούσε όντως να τη
χρησιμοποιήσει ως «αρχείο πληροφοριών», μόνο αν εντόπιζε ακριβώς το φίλτρο που
χρησιμοποιεί η Ιλιάδα για να
οργανωθεί ως λογοτεχνική αφήγηση. Μόνο αν εντόπιζε τον μηχανισμό διάθλασης, και
έφθανε συνεπαγωγικά από την πληροφορία της Ιλιάδας
σε πληροφορίες για τα συμβαντικά και πραγματολογικά δεδομένα.
Και πάλι, όμως, μόνο ένα μέρος
των πληροφοριών θα μπορούσε να αξιοποιήσει ένας ιστορικός, και πάλι επισφαλώς,
γιατί στη γλώσσα της λογοτεχνίας περιλαμβάνεται ένα πλήθος τεχνικών, και πάνω
απ’ όλα η λογοτεχνία έχει ταυτιστεί με τη μυθοπλασία. Ναι, αλλά αν είναι έτσι,
αν όλα υπόκεινται στη μυθοπλαστική διάθεση του συγγραφέα, γιατί και η
απλούστερη πληροφορία της Ιλιάδας να
μην είναι «λανθασμένη»;
Για παράδειγμα, με πόσα πλοία
συμμετείχαν οι Αρκάδες; Όπως γνωρίζουμε, η αρχαία Αρκαδία ήτο χώρα περίκλειστος
ορέων. Δεν διέθετε θάλασσα. Γιατί να διέθετε πλοία; Άρα, πώς συμμετείχαν οι
Αρκάδες σε μια θαλάσσια εκστρατεία; Μα η Ιλιάδα
μας δίνει έναν συγκεκριμένο αριθμό, 60 πλοίων, με τα οποία μεταφέρθηκαν οι
Αρκάδες! Ψέματα λέει; Ενδεχομένως να λέει «ψέματα», θα μπορούσε να λέει
«ψέματα», όμως λογοτεχνικά λέει την απόλυτη αλήθεια. Γιατί ακόμα και αν κανένας
Αρκάς να μη συμμετείχε στην εκστρατεία, λόγω της ελλείψεως πλοίων, η αναφορά
στη συμμετοχή των Αρκάδων θα ήταν απαραίτητη, ώστε να προκύψει, λογοτεχνικά, η
πάνδημος συμμετοχή στην εκστρατεία. Διαφορετικά, θα υπονομεύετο ο λόγος και η
αιτία της εκστρατείας, που εν προκειμένω ήταν η βδελυρά πράξη του Πάρη να
κλέψει την Ελένη, γιατί, διά της απουσίας των Αρκάδων, θα είχε υπονομευθεί η
δραματική συνθήκη πάνω στην οποία δομείται η Ιλιάδα ως λογοτεχνικό έργο. Και μάλιστα, όχι γενικώς ως λογοτεχνικό
έργο αλλά ως έπος. Γιατί βέβαια το κάθε λογοτεχνικό είδος έχει άλλες
προϋποθέσεις και δεσμεύσεις, χωρίς τις οποίες δεν καθίσταται λογοτεχνικό έργο.
Η Ιλιάδα λοιπόν, μέσα από τις σχετικές «πληροφορίες» που μας δίνει,
αφηγείται το πάνδημο της εκστρατείας. Δεν κάνει στρατιωτική ιστορία. Όσον αφορά
δε το συγκεκριμένο παράδειγμα που χρησιμοποίησα, η Ιλιάδα μας λέει ότι τα πλοία τα παραχώρησε στους Αρκάδες ο ίδιος ο
Αγαμέμνων, «ἐπεὶ οὔ σφι θαλάσσια ἔργα μεμήλει» (β’, 614 – «επειδή αυτοί δεν ανακατεύονταν με τις δουλειές της θάλασσας»,
μετάφραση Κακριδή). Αλλά και πάλι, αυτή θα μπορούσε να είναι μια αφηγηματική
λύση που δίνει ο Όμηρος, ώστε να περιλάβει τις αρκαδικές πόλεις στην
εκστρατεία, και άρα να υποστηρίξει το πάνδημο, αφού είναι ζητούμενο το πώς οι
Αρκάδες θα χειρίζονταν πλοία μη έχοντας ναυτική εμπειρία, κλπ κλπ...
***
Εκτός όμως από τη χρηστικότητα της λογοτεχνίας υπάρχει και η χρησιμότητά
της. Οι «πληροφορίες» που όντως παρέχει η λογοτεχνία, εν προκειμένω τα ομηρικά
έπη, στον αναγνώστη που τα διαβάζει ως λογοτεχνία, είναι άλλης τάξης: «Η Οδύσσεια είναι μια μεγάλη πληροφοριακή
πύλη όπου, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, μαθαίνουμε ότι ο άνθρωπος είναι ιστορία,
πολιτισμός, κουλτούρα, κατασκευή, επινόηση, ανοιχτό πνεύμα και μετασχηματισμός,
καθώς και προσωπικές δυστυχίες και ευτυχίες, είναι κοινωνία και άτομο μαζί»
(Ζαν-Πιέρ Βερνάν, Η Οδύσσεια,
εκδόσεις Πατάκη).
Τώρα, ας αντιστρέψουμε την οπτική
μας, πηγαίνοντας από τη λογοτεχνία προς την ιστορία. Στο δρόμο μας θα
συναντήσουμε την ποίηση του Ηλία Λάγιου, εκεί που μας μιλά για την Ελένη: «Την ιστορία της ιστορίας θα ξαναπώ με κόλπα
της διαλέκτου μου» (Φεβρουάριος 2001,
Ερατώ).
Τι μας λέει αυτός ο στίχος; Ότι
κανένα λογοτεχνικό έργο δεν έχει γραφεί εν κενώ. Όλα προϋποθέτουν ένα μέρος της
βιωμένης ανθρώπινης εμπειρίας. Η οποία εμπειρία είναι αποτυπωμένη, εγκατοικεί
σε αφηγήσεις του παρελθόντος, αλλά και του παρόντος. Αν η λογοτεχνία επρόκειτο
να αφηγηθεί «πιστά» ένα κομμάτι της βιωμένης παγκόσμιας εμπειρίας, τότε δεν θα
είχε λόγο ύπαρξης. Θα υποκαθιστούσε και θα επαναλάμβανε την ιστορική αφήγηση,
την επιστημονική πραγματεία, την προφορική παράδοση, τις προσωπικές αφηγήσεις.
Την απάντηση, στο τι ακριβώς
κάνει η λογοτεχνία σε σχέση με τη βιωμένη ως πραγματικότητα ανθρώπινη εμπειρία,
την έχει δώσει με εμβληματικό τρόπο ο Ρολάν Μπαρτ: «Ο κόσμος υπάρχει και ο
συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γλώσσα∙ αυτός είναι ο ορισμός της λογοτεχνίας» (Στον
τόμο: Δοκίμια για τη λογοτεχνία και την
κριτική, Καστανιώτης).
Εδώ ας συνοψίσουμε, θέτοντας το
ερώτημα: ποια είναι η θέση της λογοτεχνίας μέσα στην πραγματικότητα; Όπως ήδη
είπαμε, η λογοτεχνία «διασκευάζει» αφηγήσεις της πραγματικότητας, της υλικής,
της ιστορικής, της άρρητης. Επειδή όμως και οι κάθε λογής αφηγήσεις της
πραγματικότητας είναι στοιχεία της πραγματικότητας, εγγράφονται μέσα στην
πολύτροπη κίνησή της, μήπως και αυτή η «διασκευή», δηλαδή η λογοτεχνία, δεν
είναι παρά ένα ακόμη στοιχείο της πραγματικότητας; Όντως, έτσι είναι, αλλά μόνο
σε τελευταία ανάλυση.
Γιατί όλη η συνθήκη της τέχνης
είναι μια ατέρμονη και αδιάκοπη ταλάντωση, αν προτιμάτε διελκυστίνδα, μεταξύ
τέχνης και πραγματικότητας. Αν η τέχνη αποδεχθεί πως απλώς αποτελεί στοιχείο της
πραγματικότητας, τότε παύει να υφίσταται ως διακριτό πεδίο και εμπίπτει στην
κατηγορία τού εν γένει πολιτισμού. Γιατί όλη η συνθήκη της τέχνης αφορά την
προσπάθειά της να πλησιάσει την πραγματικότητα, ή να απομακρυνθεί απ’ αυτήν. Η
«απόλυτη επιτυχία» της, είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, είναι ο θάνατός
της. Η διάρκειά της, η ύπαρξή της, εξαρτάται από τη διαρκή ανανέωση και
εφευρετικότητα της αέναης διαδικασίας που ορίζεται ως «διασκευή» της πραγματικότητας·
η τέχνη υπάρχει μόνο ως ανοικείωση, δηλαδή μόνο μέσα σε μια ατέρμονη διαδικασία
οικείωσης και ανοικείωσης.
Ο Ρόμαν Γιάκομπσον, σε μια
διάλεξή του με τίτλο «Τι είναι η ποίηση;», παρεμβάλλει ένα δηλωτικό ανέκδοτο:
«Κάποτε, όταν ένας διεθνής πρωταθλητής πυγμαχίας νικήθηκε από έναν άσημο
πυγμάχο, ένας θεατής πετάχτηκε πάνω, κατήγγειλε πως ο αγώνας ήταν σικέ,
προκάλεσε τον νικητή και τον νίκησε. Την άλλη μέρα μια εφημερίδα δημοσίευσε ένα
άρθρο όπου έλεγε ότι ο δεύτερος αγώνας, όπως και ο πρώτος αγώνας, ήταν σικέ. Ο
θεατής που είχε προκαλέσει τον νικητή του πρώτου αγώνα εισέβαλε στα γραφεία της
εφημερίδας, αναζήτησε τον υπεύθυνο του άρθρου και τον χαστούκισε. Αργότερα
αποκαλύφθηκε ότι η σχετική είδηση της εφημερίδας, όπως και η οργίλη αντίδραση
του θεατή, ήταν εξίσου προκατασκευασμένες...
Όταν ένας ηθοποιός σχίζει τη
μάσκα του, περιμένετε να φανεί το μεϊκάπ»
(Δοκίμια για τη γλώσσα της λογοτεχνίας, Εστία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου