ΤΟΥ
ΘΕΟΔΟΣΗ ΠΥΛΑΡΙΝΟΥ
ΑΝΔΡΕΑ
ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ, Δημοτικά τραγουδάκια εθνικά
μαζευμένα, Επιμέλεια – Εισαγωγή: Γιάννης Παπακώστας –Παντελής Μπουκάλας,
εκδόσεις Άγρα, σελ. 224
Ξεχωριστή
χαρά προκαλεί στους ασχολούμενους με τα επτανησιακά γράμματα η ανάδυση από την
αφάνεια, μετά 170 και πλέον χρόνια, μιας εμμέσως μαρτυρημένης αλλά λανθάνουσας
συλλογής δημοτικών τραγουδιών. Πολύ περισσότερο, αν πρόκειται για εργασία τόσο επώνυμου,
όπως ο πολυσυζητημένος Ανδρέας Λασκαράτος.
Η
μαθητεία του στον Σολωμό, ορισμένα στιγμιότυπα της οποίας περιγράφει γλαφυρά
στην Αυτοβιογραφία του, αλλά και η
επαφή μεταξύ άλλων με τους Κάλβο και Ναννούτσι ή οι σχέσεις του με τον Ιούλιο Τυπάλδο και τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη,
αποτελούν την απαρχή ενός συνεχούς που φθάνει έως τα τελευταία χρόνια του μακρού
βίου του. Στη διάρκειά του δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τη δημοτική γλώσσα, ως
προασπιστικό στοιχείο της οποίας και κατάδειξη της αξίας της αξιοποίησε το
δημοτικό τραγούδι, το εθνικό τραγούδι –το επίθετο είναι γνωστό από τα εθνικά
τραγούδια του Μανούσου και ομότιμο με το επίθετο δημοτικός στα Άσματα δημοτικά του Σπυρ. Ζαμπέλιου. Θα
αποδίδαμε περιφραστικά από κοινού τα δύο επίθετα ως τραγούδια του ελληνικού
λαού, αφού εθνικό είναι κάθε λαϊκό δημιούργημα. Δεν παρέλκει, νομίζουμε, ο παραπομπή
των παραπάνω στην αποδιδόμενη στον Σολωμό ρήση: «το Έθνος πρέπει να μάθει να
θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό». Προφανώς τα επιβεβαιώνει.
Τον
19ο αιώνα δημοσιεύτηκαν διάφορες συλλογές δημωδών ασμάτων, γεννήματα
της εθνικής αυτής πραγματικότητας, που η αναγκαιότητά της ξεκινά ως ταυτοτική συνειδητοποίηση
πριν από τους Προσολωμικούς και τις μεταφράσεις του Ιωάννη Καντούνη, για να
καταλήξει στις αρχές του 20ού αιώνα με την ακμή του δημοτικισμού στα έργα του κερκυραίου
λαϊκού ποιητή Σπύρου Περούλη και τη φιλολογική έμφαση στο λαϊκό στοιχείο υπό
την αιγίδα της επιστήμης της λαογραφίας. Στην Κέρκυρα, για παράδειγμα, όπου
γλώσσα και λαϊκό στοιχείο αναδείχθηκαν εθνική παρακαταθήκη χάρη στον κύκλο των
Μαβίλη και Θεοτόκη, το δημοτικό τραγούδι εκτιμήθηκε ιδιαίτερα. Η συλλογή
δημώδους υλικού είχε καταστεί κατά κάποιο τρόπο έθος, λειτουργώντας ως σολωμική
κληροδοσία –γνωρίζουμε ότι η Ελένη Παρασκευοπούλου, η αδελφή του Θεοτόκη, είχε
συλλογή δημοτικών τραγουδιών, το ίδιο και ο κερκυραίος Δημ. Σπίγγος, που δημοσίευε
από τη συλλογή του δημώδη κείμενα (τραγούδια και ξόρκια) στον Νουμά, συλλογές που σήμερα λανθάνουν.
Οι
επιμελητές του τόμου αναφέρουν αναλυτικά τις κατά καιρούς συλλογές. Ωστόσο, επειδή
έχουν άμεση σχέση με τον Λασκαράτο, θα προσθέταμε εδώ δύο ακόμη πηγαίες περιπτώσεις,
που ίσως φανούν χρήσιμες σε όσους αξιοποιήσουν το υλικό της εν λόγω συλλογής: Η
μία είναι τα Δημοτικά ανέκδοτα του κερκυραίου
Γεωργίου Α. Κοντού, που εξέδωσε ο Lars Nørgaard, και η άλλη πολλές διάσπαρτες πληροφορίες για
το δημοτικό τραγούδι από την αλληλογραφία Λασκαράτου – Χάνσεν (1865-1900), με
επιμέλεια του ίδιου ερευνητή. Πρόκειται για πληροφορίες του ίδιου του
Λασκαράτου για τις ποιητικές προτιμήσεις του, με αναφορά και στα κλέφτικα
τραγούδια, για τη συλλογή τραγουδιών του μουσικολόγου A. Berggreen και για αναφορές στον Ιωάννη Πίο
που ασχολήθηκε με τα θέματα αυτά και γνώριζε τον Λασκαράτο).
Το
βιβλίο που επιμελήθηκαν εκδοτικά ο Γιάννης Παπακώστας και ο Παντελής Μπουκάλας
είναι χωρισμένο σε τρία μέρη: Το κυρίως σώμα, με τα Δημοτικά τραγουδάκια, σχολιασμένα από τον Λασκαράτο, και δύο
εισαγωγικά κείμενα των εκδοτών.
Η
εισαγωγή Παπακώστα προηγείται· αναφέρεται λεπτομερώς στο ιστορικό του
χειρογράφου, στον τρόπο αναζήτησης της πατρότητάς του, στα της εκδόσεώς του,
στα τοπικά και χρονικά δεδομένα της εργασίας του. Η απόδοση της συλλογής στον
Λασκαράτο είναι ασφαλής, με πρώτη ματιά, τόσο από τον γραφικό χαρακτήρα του όσο
και από την ανορθογραφία του (ο Παπαγεωργίου στην έκδοση των Απάντων διατήρησε την αρχική γραφή και
αποτελεί επιβεβαιωτικό δείκτη). Και άλλα στοιχεία, όπως τα σχόλια στα
τραγουδάκια, παραπέμπουν ασφαλώς στο ύφος και τη λογική των λεγόμενων
τεχνολογικών κειμένων του Λασκαράτου, των κριτικοφιλολογικών του δηλ. κειμένων για
την ποίηση και τη στιχουργία. Είναι όμως και κάτι άλλο, κατά τη γνώμη μας, που
οδηγεί στον αρετολόγο της Κεφαλονιάς: το ερωτικό περιεχόμενο των τραγουδιών με
την ελευθεριότητα του λόγου που κατά την εξεταζόμενη εποχή δεν θα το επέλεγε εύκολα
άλλος, και ακόμη περισσότερο η συμπερίληψη τραγουδιών με περιεχόμενο σατιρικό
του κλήρου, θέμα ακανθώδες και αποτρεπτικό, κυρίαρχο όμως, ως γνωστόν, στο
ποιητικό έργο του Λασκαράτου, που του στοίχισε πολύ, αν αναλογιστεί κανείς τις
καταδρομές που υπέστη.
Η
αποκάλυψη του συλλογέα εύλογα οδήγησε σε τεκμηριωμένη διασταύρωση του
περιεχομένου της συλλογής και του ιστορικού της ενασχόλησης του Λασκαράτου με
το δημοτικό τραγούδι. Εκτενείς αναφορές σε μαρτυρίες και βιβλιογραφικές
επισημάνσεις προσεπιβεβαιώνουν την πατρότητα του χειρογράφου. Χρήσιμη είναι και
η έρευνα, με πολλά τα ενδιαφέροντα στοιχεία, για την περιπέτεια του χειρογράφου,
για τα ταξίδια του, την ανάμειξη των Λεγκράν και Περνό στην κατοχή του και για
τον επαναπατρισμού του. Στο μέλλον, αν διαβλέπουμε ορθά, μάλλον θα πρέπει να
περιμένουμε και άλλα τέτοια ευρήματα, από ανέκδοτο υλικό των δύο γάλλων
φιλολόγων που έχει στα χέρια του ο Γιάννης Παπακώστας.
Σε
άλλο μήκος κύματος κινείται η επίσης αναλυτική και τεκμηριωμένη εισαγωγή του
Παντελή Μπουκάλα. Πέραν της ειδολογικής, επισημαίνουμε την ιδεολογική και
γλωσσική του προσέγγιση. Θα λέγαμε ότι, παρά τα κοινά σημεία, οι δύο εισαγωγές αλληλοσυμπληρώνονται.
Η προφανής συστηματική ενασχόληση του Μπουκάλα με το δημοτικό τραγούδι έδωσε
άλλο αποτέλεσμα: Την οργανική ένταξη της εξεταζόμενης συλλογής στο corpus
της δημώδους ελληνικής ποίησης του 19ου αιώνα και την υποδοχή
του Λασκαράτου στη χορεία των ανθολόγων και μελετητών της. Πρόκειται για
ιδιότυπη ματιά ενός κριτικού πνεύματος, για απόψεις που συνδυάζουν το φιλολογικό
με το κοινωνικό, για ερμηνευτικές παρατηρήσεις ασυνήθεις. Προέχει η αφοπλιστική
απλότητα, με την οποία θεωρούσε ο κεφαλονίτης σατιριστής και ηθικός διαμορφωτής
τη ζωή, απλότητα που αντλεί με παραδειγματικό τρόπο χυμό από τα τραγουδάκια του
λαού και την επιστρέφει ως μάθημα στις περισπούδαστες και συχνά ανούσιες αποφάνσεις
άλλων συλλογέων.
Αναφερόμενοι
στα προηγούμενα σε ένα διάστημα 150 περίπου ετών, θέλαμε να επισημάνουμε ότι ο
Λασκαράτος, ιδίως με τον κριτικό σχολιασμό του, δεν λειτουργεί ως απλός
συλλογέας αλλά και ως ερμηνευτής μιας μακράς περιόδου, κατά την οποία στα
Επτάνησα το δημοτικό τραγούδι αποτελεί μαζί με το μεταφραστικό έργο των
Επτανησίων ισχυρό όπλο υπέρ της γλώσσας του λαού. Πέρα από τις γλωσσικές,
αισθητικές, στιχουργικές παρατηρήσεις του, πέρα από την ευαισθησία και την καλλιέργειά
του, είναι αξιοπαρατήρητη η φιλολογική σκευή του και η γνώση της ευρωπαϊκής
λογοτεχνίας και σάτιρας. Για την τελευταία ας μνημονεύσουμε την αναφορά του στον
γάλλο τραγουδοποιό Béranger και τον P… –πρόκειται για τον Alexis Piron (1689-1773), εξαιρετικό σατιρικό, γνωστό
από την κωμωδία La
métromanie (H μητρομανία).
Ο
Λασκαράτος είναι απόλυτα συνεπής στην προσπάθεά του να αναδείξει την αξία του λαϊκού
λόγου, αν λογαριάσει κανείς ότι και η ποίησή του είναι στρατευμένη στον ίδιο
σκοπό. Η λαϊκή γλώσσα του, ακαλλιέργητη και αντιποιητική, που αδίκησε την
ποίησή του, υπήρξε μίμηση αυτού του δημώδους λόγου και προσπάθεια εφαρμογής του
στο πεδίο της προσωπικής δημιουργίας. Σε επιστολή του προς τον Χάνσεν το 1888,
έχοντας συνείδηση των αδυναμιών της ασχημάτιστης ακόμη «γραικικής» γλώσσας,
γράφει: «Φυσικόν είναι να εννοής καλήτερα τους Χαρακτήραςμου, παρά τα
στιχουργήματάμου, επειδή η στιχουργία είναι, σε όλες τις γλώσσες
δυσκολονοητώτερη από το πεζόν. Εις δε την εδικήν μας γλώσσα τη γραικική, η
οποία δεν είναι ακόμη εντελώς σχηματισμένη, αλλά τώρα γένονται προσπάθειες διά
το φτιασημότης, η στιχουργίατης πρέπει φυσικω τω λόγω να ήναι πολύ δυσκολονόητη
εις τους ξένους».
Ως
προς τη συλλογή καθεαυτήν, την συναποτελούν δύο τμήματα: Στο πρώτο περιέχονται ενάριθμα
«Ερωτικά τραγούδια», «Σατιρικά και αστεία», «Τσακίσματα» και ορισμένα μη
αριθμημένα στιχουργήματα. Στο δεύτερο επίσης «Σατιρικά και αστεία», «Γνωμικά
ηθικά» (άλλοι συλλογείς θα τα ενέτασσαν στις παροιμίες) κ.ά., τεκμήριο της σφαιρικής
θεώρησης του συλλογέα για την αξιοποίηση της γλώσσας αλλά και της σκέψης του ελληνικού λαού, με τα
δημιουργήματα του οποίου ασχολήθηκε ευλαβικά η ιδιόμορφα αριστοκρατική διάνοιά
του.
Η
περίπτωση Λασκαράτου ως κριτικού και εκδότη δεν εξαντλείται στη συλλογή αυτή.
Ίσα ίσα, η παρούσα έκδοση επαναφέρει στην επικαιρότητα την περίπτωσή του, την
ανένταχτη σκέψη του, την επιμονή του στην προβολή της γλωσσικής ταυτότητας, στη
στήριξη του ανθρώπου στις φυσικές του δυνάμεις, που δεν είναι άλλες παρά αυτές
του τόπου του. Ο σχολιασμός από τον ίδιο τον Λασκαράτο δίνει μια άλλη, μια
πρωτόγνωρη, ερμηνευτική διάσταση, σύμφυτη με τη διεισδυτική ματιά του· ένα
μοντέλο, θα λέγαμε, για αλλότροπη ανάγνωση του λαϊκού πολιτισμού μέσα από το
συγκεκριμένο είδος. Είναι η ίδια αντισυμβατική ματιά που διαπερνά όλα τα
κείμενά του· είναι η συνέπειά του, που δεν του έχει αναγνωριστεί.
Παναγιώτα Στάικου, Σσσσς…. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου