1/2/15

Σύγχρονη μουσειολογική θεωρία και πράξη

ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΚΟΥΡΙΑ

Από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και ως τις μέρες μας το μουσείο κατακτά προοδευτικά όλο και πιο κεντρική θέση στον θεωρητικό λόγο για την τέχνη αλλά συμμετέχει επίσης δραστικά και με ποικίλους όρους και τρόπους, στην παραγωγή σύγχρονης τέχνης, στη διαχείριση καθώς και στην πρόσληψή της. Η σχέση σύγχρονων καλλιτεχνών και μουσείου στην εξελικτική της πορεία σηματοδοτεί, πέρα από το πεδίο της τέχνης αυτό καθαυτό, και την εξελικτική πορεία των ίδιων των μουσείων στο ευρύ φάσμα τους.
Οι σύγχρονες αντιλήψεις και θεωρίες για τα μουσεία και το ρόλο τους, για την εμπειρία του επισκέπτη-θεατή από το μουσειακό περιβάλλον, για τον μουσειακό χώρο με την υποδομή του και τα εκθέματά του ως πηγή έμπνευσης αλλά και ως εκφραστικό και εννοιολογικό εργαλείο πολλαπλά αξιοποιήσιμο από τους εικαστικούς δημιουργούς, απασχολούν πλέον σταθερά τον κόσμο της τέχνης, και όχι μόνο. Οι καλλιτέχνες «συνομιλούν» μάλιστα με όλα τα είδη μουσείων, καθώς όλο και περισσότερο αναζητούν κάτι πέρα από την «εξιδανικευμένη ουδετερότητα του λευκού εσωτερικού χώρου»[1] (White cube) και την πουριστική αισθητική του ιστορικού μοντερνισμού. Άλλωστε, αρκετοί καλλιτέχνες βρίσκουν εκλεκτικές συγγένειες με συλλογές, εκθέματα, αντικείμενα ποικίλων επιστημονικών πεδίων. Αυτό το φαινόμενο αξιοποιείται πλέον από το «άνοιγμα» των ίδιων των μουσείων – τόσο από θεωρητική άποψη όσο και από άποψη λειτουργίας – σε επαναπροσδιορισμούς κι επαναναγνώσεις της ταυτότητας και του ρόλου τους.

Όλα αυτά έχουν εμπλουτίσει και εμβαθύνει τους τρόπους και τις διαδικασίες δημιουργίας, διαχείρισης και πρόσληψης της τέχνης. Έχουν ανοίξει νέους δρόμους επικοινωνίας με τους αποδέκτες της, το κοινό, έχουν διευρύνει το πεδίο της αισθητικής, γνωστικής και αισθητηριακής εμπειρίας, συχνά με όρους διεπιστημονικής προσέγγισης του έργου τέχνης. Μια τέτοια προσέγγιση δημιουργεί προϋποθέσεις και προσφέρει ερεθίσματα για έναν πολυεστιακό φωτισμό των καλλιτεχνικών και γενικότερα των πολιτισμικών φαινομένων.
Μια παράμετρος της πιο σύνθετης πλέον και πιο θεωρητικά επεξεργασμένης σχέσης των εικαστικών με τα μουσεία –σχέσης που απηχεί ως ένα βαθμό τις αποδομητικές, απελευθερωτικές ροπές του μεταμοντερνισμού– είναι ο διάλογος «προσωπικού μουσείου» (του καλλιτέχνη) με τον αυτοβιογραφικό του χαρακτήρα και των μουσειακών συλλογών με τη θεσμική τους υπόσταση, με την κατακυρωμένη, «επίσημη» μουσειογραφική αφήγησή τους, με την παιδευτική ή και διδακτική τους διάσταση. Άλλωστε, αρκετοί καλλιτέχνες υιοθετούν αρχές και μεθόδους της μουσειακής πρακτικής, ο καθένας σύμφωνα με τις εννοιολογικές και τις αισθητικές-μορφολογικές στρατηγικές του. Αυτή η συνθήκη συχνά οδηγεί, προκαλεί ανασημασιοδοτήσεις των ίδιων των μουσειακών αντικειμένων αλλά επίσης και του μουσειακού εξοπλισμού (όπως των προθηκών, των βιτρινών), καθώς αυτά ενσωματώνονται οργανικά και λειτουργικά –πάντα με τους όρους του εκάστοτε δημιουργού– στο σκεπτικό του και στο εκθεσιακό του αφήγημα.
Εξάλλου, στις επεμβάσεις, στις εγκαταστάσεις των καλλιτεχνών μέσα στο μουσειακό περιβάλλον το ερευνητικό, συχνά ανατρεπτικό ή και παιγνιώδες πνεύμα, σύμφυτο με τη δημιουργική πράξη, συλλειτουργεί διαλεκτικά με την έννοια και την αίσθηση της σταθερότητας, ενός καταξιωμένου status quo, που έχουν παραδοσιακά συνδεθεί με το θεσμικό ρόλο, το κύρος, καθώς και τον επίσημο λόγο που στοιχειοθετεί το μουσείο μέσω των μόνιμων συλλογών του και των τρόπων παρουσίασής τους.
Αυτά συγχορδίζονται με μια σύγχρονη τάση στα μουσεία τέχνης η οποία προκρίνει την ερευνητική διάσταση, την πρόκληση ερωτήσεων και όχι τις απαντήσεις με το βάρος της επιστημονικής ή και θεσμικής αυθεντίας. Είναι μια τάση που διαφοροποιείται από τη βούληση αρκετών εικαστικών μουσείων να υπερθεματίζουν στην εξήγηση και την ερμηνεία.
Ένα εμβληματικό παράδειγμα από αυτή την άποψη πρόσφερε το Κέντρο Pompidou-Metz που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2010 με την έκθεση που είχε τίτλο: Αριστουργήματα; Η έκθεση έθετε ερωτήματα για την έννοια του αριστουργήματος, την ιστορική του διαδρομή και το κατά πόσο είναι επίκαιρο, όπως διαβάζουμε στο εισαγωγικό κείμενο του καταλόγου: «Τι είναι αριστούργημα σήμερα; Ποιος αποφασίζει και ορίζει το αριστούργημα; Ένα αριστούργημα είναι αιώνιο;».
Για την έκθεση αυτή 20 περίπου σύγχρονοι καλλιτέχνες κλήθηκαν να δημιουργήσουν έργα που σχολιάζουν το «αριστούργημα». Η έκθεση ξεκινούσε σε ένα μεγάλο χώρο, με μεγάλο ύψος, όπου κρεμόταν ένας τεράστιος καθρέφτης. «Αυτή η αντεστραμμένη εικόνα της έκθεσης [μέσω του καθρέφτη] εισάγει τον επισκέπτη στην καρδιά της προβληματικής, του αναστοχασμού για τη φύση του αριστουργήματος», διαβάζουμε και πάλι στον κατάλογο. Η διατάραξη της συμβατικής, παραδοσιακής σχέσης του επισκέπτη με τον μουσειακό χώρο, η διατάραξη της, καθιερωμένης, οπτικής πρόσληψης των εκθεμάτων, οι αντανακλάσεις, οι πολλαπλές οπτικές γωνίες, οι πολλαπλοί τρόποι θέασης των έργων, έγιναν εδώ μια μεταφορά των πολλαπλών προσλήψεων, θεωρήσεων και ερμηνειών του αριστουργήματος μέσα στους αιώνες.
Το τελευταίο τμήμα της έκθεσης αυτής, με τίτλο «Αριστουργήματα στο διηνεκές», πραγματευόταν την ανθεκτικότητα της έννοιας και της ιδέας του αριστουργήματος μέσα στον 20ό αιώνα, κυρίως στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής των εικόνων και της ψηφιακής εικόνας. Εδώ ο μουσειογραφικός σχεδιασμός εστίαζε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου στην πόλη – ορατό από το μουσείο – ο οποίος έχει θεωρηθεί ένα απόλυτο αρχιτεκτονικό αριστούργημα. Όπως διαβάζουμε στον κατάλογο της έκθεσης (παραθέτω): «Η οπτική ψευδαίσθηση που γεννιέται – το ότι δηλαδή ο ναός μοιάζει να μικραίνει όσο ο θεατής κινείται προς αυτόν – προσφέρει μια οπτική αλληγορία του ανεξιχνίαστου, της άπιαστης ουσίας του αριστουργήματος, ο καθορισμός του οποίου μας διαφεύγει, ενώ ταυτόχρονα (το αριστούργημα) μπορεί να είναι πρόσφορο στις πιο αντιφατικές ερμηνείες».
Ο θεωρητικός λόγος για το μουσείο, εδώ και μερικά χρόνια, σε μεγάλο βαθμό εστιάζει στο ζήτημα της παραγωγής νοήματος (meaning) μέσα στα μουσεία, στη φύση αυτού του νοήματος και κατ’επέκταση στην παραγωγή γνώσης με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της μέσα από τη μουσειακή εμπειρία.
Σύμφωνα με τον Nicholas Serota[2], διευθυντή της Tate Gallery, η εντατικοποίηση της μουσειακής εμπειρίας βασίζεται στην ανάδειξη «διαφορετικών τρόπων και διαφορετικών επιπέδων ερμηνείας μέσω της εκλεπτυσμένης αντιπαράθεσης "εμπειριών"» […] και συνεχίζει ο Serota: «Ελπίζουμε να δημιουργήσουμε μεταβαλλόμενες σχέσεις ανάμεσα στα έργα, τις οποίες οι θεατές μπορούν να διερευνήσουν ανάλογα με τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά τους και τις ιδιαίτερες ευαισθησίες τους».
Στους σύγχρονους μουσειολογικούς και μουσειογραφικούς προβληματισμούς και στις προκλήσεις που προσφέρουν σήμερα τα μουσεία στους εικαστικούς καλλιτέχνες, μια πολλαπλά ενδιαφέρουσα συμβολή και απάντηση συνιστά η συνέργεια του Κύριλλου Σαρρή με το Μουσείο της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως αυτή υλοποιήθηκε και μορφοποιήθηκε στην έκθεσή του με τον τίτλο Bibliotheka: οπτική ακριβείας, με συντεταγμένες την τέχνη και την επιστήμη (πιο συγκεκριμένα την οφθαλμολογία και τη νευροεπιστήμη) με τα εργαλεία τους (κυριολεκτικά και μεταφορικά), σε μια σκηνοθεσία με το οπτικό και εννοιολογικό της αντίκρισμα.
Ήδη με τον τίτλο του έργου του: Bibliotheka (Βιβλιοθήκη: τόπος [locus] συσσωρευμένης, καταχωρισμένης και κωδικοποιημένης γνώσης, καθώς και με το δεύτερο συστατικό: Οπτική ακριβείας, ο Σαρρής, με τη διττή του ταυτότητα: του επιστήμονα και του καλλιτέχνη, σηματοδοτεί το διάλογό του με το συγκεκριμένο χώρο, ένα χώρο ακαδημαϊκά κατακυρωμένης, θεσμοθετημένης γνώσης, στην άυλη όσο και στην υλική εκδοχή της. Το δίπολο καλλιτεχνική δημιουργία– μουσειακό περιβάλλον με την αυθεντία του και την επισημότητα της αφήγησής του έχει εδώ μια ιδιαίτερη δυναμική στη συνέργειά του.
Το έργο του φέρνει μια μακρινή ηχώ από το Wunderkammer, το Cabinet of Curiosities της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, δηλώνει όμως και αισθητοποιεί με ενάργεια την εμπειρία του μουσείου της νεωτερικής εποχής που θεμελιώθηκε στο Διαφωτισμό. Ταυτόχρονα συνομιλεί με τον Marcel Duchamp, ο οποίος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τις επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής του στο πεδίο της οπτικής, τις ακτίνες Χ και την ακτινογραφία, και προσπάθησε «να συλλάβει τον κόσμο που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο αμφιβληστροειδής».

Η Αφροδίτη Κούρια είναι ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων

[1] James Putnam, Art and Artifact, The Museum as Medium, Thames and Hudson, London 2001, σελ. 8. Για τα θέματα αυτά βλ. επίσης Kynaston McShine, The Museum as Muse. Artists reflect, The Museum of Modern Art, New York, 1999. Η έκδοση αυτή συνόδευε την ομότιτλη έκθεση.
[2] Σε μια διάλεξή του με τίτλο: «Εμπειρία ή Ερμηνεία. Το δίλημμα των μουσείων μοντέρνας τέχνης» (1995).


Δεν υπάρχουν σχόλια: