8/12/14

Ιστορία της νεοελληνικής γυναικείας γραφής

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ

ΣΟΦΙΑ ΝΤΕΝΙΣΗ, Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή. Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού διαφωτισμού-ρομαντισμούεκδόσεις Νεφέλη, σελ. 554

Στην εισαγωγή η συγγραφέας επιχειρεί μια περιγραφή της πρωτογενούς έρευνας και ενασχόλησης με το θέμα, αιτιολογώντας την χρήση των συγκεκριμένων χρονικών ορίων της μελέτης 1780 ως 1880 και εξηγώντας παράλληλα τη βιβλιογραφική-μεθοδολογική κατεύθυνση της ιστορικής αυτής μονογραφίας. Η μελέτη χωρίζεται σε 3 μέρη (με ενιαία αρίθμηση κεφαλαίων) από τα οποία το πρώτο προσφέρει μια εποπτεία επί του θέματος για την περίοδο 1780-1880, με κάποια παραδείγματα και συγκρίσεις με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, το δεύτερο είναι η ιστορική παρουσίαση της περιόδου από τις αρχές του 19ου αιώνα ως το 1870 που αποτελεί την περίοδο σταδιακής (αλλά σταθερής στην εξέλιξή της) εμφάνισης και εν τέλει δυναμικής παρουσίας του γυναικείου λόγου, ενώ το τρίτο και τελευταίο μέρος αφιερώνεται στη δεκαετία του 1870 την οποία ονομάζει η συγγραφέας «δεκαετία της άνθησης».
Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται σε μια μεγάλη περίοδο από το τέλος του 17ου αιώνα ως και τον 19ο αιώνα, εστιάζοντας στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες (ακόμα και των υψηλών τάξεων), οι οποίες ήθελαν να μορφωθούν. Οι συγκρίσεις με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα που επιχειρεί η συγγραφέας είναι χρήσιμες για να μπορέσει ο αναγνώστης να καταλάβει όχι μόνο τις διαφορές, αλλά και τις ομοιότητες. Θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει και σύγκριση με την αντίστοιχη εικόνα που έχουμε και για άλλα μιλέτ της Αυτοκρατορίας, όπως οι μουσουλμάνοι ή οι εβραίοι, έτσι ώστε να φανεί εναργέστερα ο πρωτοποριακός χαρακτήρας των όποιων εγχειρημάτων των Ελληνίδων, αλλά και των συγγενών τους. Η παρουσίαση γίνεται με βάση την ιστορική πορεία και αποτελεί πολύ χρήσιμο εργαλείο, δεδομένου μάλιστα ότι είναι εμπλουτισμένη με αρκετές βιβλιογραφικές παραπομπές, ενημερώνοντας τον αναγνώστη που θα ήθελε να εμβαθύνει στην περίοδο και/ή το θέμα. Η αδρομερής αυτή παρουσίαση αφορά σε όλη την περίοδο και εστιάζει στον τομέα της δημιουργίας. Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά στο θέμα της εκπαίδευσης για τον 19ο αιώνα κυρίως και λιγότερο για τον 18ο. Από τις απόψεις του Αινιάνος για ταξικά καθορισμένη εκπαίδευση ως τις γενικότερες απόψεις περί διαφθοράς ηθών (Σαρίπολος κλπ.) από τη Δύση, ειδικά για το μυθιστόρημα, δίνεται η εικόνα των δυσχερειών που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες που ήθελαν να μορφωθούν.
Το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί συνέχεια του δευτέρου, καθώς αναφέρεται όχι μόνο στην καχύποπτη στάση πολλών λογίων (εκτός του λαού) για τη μόρφωση των γυναικών ως αιτία διαφθοράς, αλλά παραλλήλως παρουσιάζει και την αλλαγή του προτύπου μόρφωσης που θα επιτρέψει βαθμιαία την νομιμοποίηση (ηθική κυρίως, αλλά νομικά θεσμική ή κοινωνικά ευρύτερη) της εκπαίδευσης των γυναικών. Ο λόγος της «νομιμοποίησης», πάντα κατά τη μελετήτρια, δεν είναι άλλος από τις ραγδαίες εξελίξεις σε εθνικό επίπεδο, ειδικά μετά την εμφάνιση της Μ. Ιδέας. Έτσι, πολύ σωστά τοποθετεί αυτή την «πρόοδο» στο πλαίσιο της ανάγκης για εθνική παιδεία και μόρφωση και εύστοχα παρατηρεί ότι αυτό έγινα βέβαια «ερήμην των γυναικών» (σ. 89). Ο ρόλος της γυναίκας στο σπίτι και η επίδρασή της στα παιδιά καθιστά αναγκαία τη μόρφωση ακόμα και των γυναικών των κατωτέρων στρωμάτων. Παρόλο που πολλά από αυτά τα δεδομένα των κεφαλαίων 2 και 3 είναι γνωστά η συγγραφέας έκρινε αναγκαίο να τα παρουσιάσει σε σχέση πάντα με τον ρόλο των γυναικών, προσφέροντας παράλληλα και παραδείγματα από την Ευρώπη. Το τέταρτο κεφάλαιο αναφέρεται στην κατά βάση «συντηρητική» στάση των Διαφωτιστών, όπως του Ρουσσώ, απέναντι στις γυναίκες, άποψη που, ωστόσο, δικαιολογείται λόγω του πρώιμου της εποχής, αλλά και της έμφασης των Διαφωτιστών σε άλλα θέματα κοινωνικά και πολιτικά. Αυτή η άποψη που στη Δύση φαίνεται συντηρητική είναι ωστόσο πολύ προοδευτική για την Ανατολή, ειδικά όταν εμφανίζονται τα πρώτα γυναικεία περιοδικά (Κυψέλη και Θάλεια), αλλά κυρίως το 1870 εκδίδεται το πρώτο φεμινιστικό περιοδικό Ευρυδίκη. Ειδικά σε αυτό το σημείο θα βοηθούσε αν είχε γίνει μια σύγκριση όχι μόνο με τα δεδομένα στην Ευρώπη, όπως γίνεται, αλλά και με των υπόλοιπων εθνών των Βαλκανίων ώστε να φανεί η σημασία τέτοιων εγχειρημάτων.

Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα αποτελεί το αντικείμενο της ιστορικής παρουσίασης (πέμπτο κεφάλαιο) συγκεκριμένων παραδειγμάτων όχι μόνο «γραφής» (ήτοι πρωτότυπων και μεταφρασμένων κειμένων), αλλά και εν γένει κοινωνικής και πνευματικής δράσης των γυναικών. Η πορεία αυτή ξεκινά, κατά τη συγγραφέα, από τη Δουδού Υψηλάντη και τη Δόμνα Κατήνκω στο τέλος του 18ου αιώνα, αν και τονίζεται ότι υπήρχαν και αρκετά δείγματα πολύ πρωιμότερα, αλλά διάσπαρτα και κυρίως στο περιβάλλον της αριστοκρατίας της Πόλης ή των Παραδουνάβιων ηγεμονιών, τα οποία ωστόσο μένουν ανεξερεύνητα. Παρόλο που θα μπορούσαν να είχαν αναφερθεί οι σκόρπιες αυτές αλλά αξιόλογες περιπτώσεις, η μελετήτρια επιλέγει να παρουσιάσει το υλικό από το 1780 και για έναν αιώνα ακριβώς. Επισημαίνει επίσης ότι στις προεπαναστατικές δεκαετίες και τις δύο πρώτες της ύπαρξης του κράτους φαίνεται ότι οι μόνες που τόλμησαν να ασχοληθούν και να εκδώσουν ήταν γυναίκες-συγγενείς επιφανών λογίων του Διαφωτισμού. Το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου αφιερώνεται δικαιολογημένα στις δύο εμβληματικές μορφές της περιόδου, την Καΐρη και την Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση της Ντενίση για την έννοια του συντηρητισμού στον Κοραή. Συγκεκριμένα παρατηρεί ότι, παρόλο που μπορεί να φαίνονται συντηρητικές οι απόψεις του για τα δυτικά δεδομένα, για την Ανατολή είναι αρκετά προοδευτικές (σ. 132).
Στη «μεταβατική δεκαετία» του 1840, όταν το ελληνικό κράτος αρχίζει πια σιγά-σιγά να διαμορφώνεται θεσμικά, η εμφάνιση των αυτοτελών εκδόσεων και η συμμετοχή των γυναικών στον Τύπο δίνει το έναυσμα για διεύρυνση της συγγραφικής δραστηριότητας και από γυναίκες που δεν ανήκαν στην ανώτερη τάξη, όπως η ηγετική μορφή στη γυναικεία παραγωγή Αντωνούσα Καμπουράκη. Φυσικά, ο πρωταρχικός στόχος της υπήρξε εθνικός κα πολιτικός, δηλαδή να προβάλλει την ανάγκη για απελευθέρωση της Κρήτης και να υμνήσει τα κατορθώματα των αγωνιστών και όχι τόσο να προβάλλει τα ακραιφνώς γυναικεία ζητήματα. Εξάλλου, ακριβώς γι’ αυτό καθιερώθηκε και πιο εύκολα σε μια δύσκολη περίοδο. Αντίθετα, η κυκλοφορία του περιοδικού Κυψέλη από τη Σαμαρτζίδου αποτελεί μια πρωτοπόρα κίνηση για την προβολή σχεδόν αποκλειστικά των γυναικείων θεμάτων και η εκδότρια θεωρείται από τις πιο σημαντικές γυναικείες μορφές του αιώνα της.
Για τις επόμενες τρεις δεκαετίες (1850, ’60 και ’70) τα κείμενα που γράφουν οι γυναίκες αυξάνονται αρκετά με αποτέλεσμα τα επόμενα κεφάλαια να δομηθούν με βάση την κατ’ έτος παρουσίαση του υλικού σε δύο βασικές κατηγορίες, τους αυτοτελείς τόμους και τις συνεργασίες στα περιοδικά. Η δεκαετία με το περισσότερο και πιο ενδιαφέρον υλικό είναι εκείνη του 1870 και γι’ αυτό αφιερώνονται τέσσερα κεφάλαια (8-11) στην παρουσίαση. Παρόλο που τα πρωτότυπα λογοτεχνικά έργα δεν είναι πάντα καλής ποιότητας και μεγάλης πρωτοτυπίας, όπως συχνά παρατηρεί και η συγγραφέας της μελέτης, υπάρχουν και κάποιες αξιόλογες περιπτώσεις όπως εκείνες της Αρσινόης Παπαδοπούλου, της Μαρίας Μηχανίδου και μερικών άλλων γυναικών συγγραφέων. Πολύ σημαντικό είναι το υλικό που παρουσιάζεται στο πεδίο του δοκιμίου ή της μελέτης με διάφορα θέματα (παιδαγωγικό, φεμινιστικό, κοινωνικό, επιστημονικό κ.λπ.). Η συμβολή επίσης των γυναικών αυτών είναι σημαντική και στον τομέα της μετάφρασης (λογοτεχνικών και μη κειμένων) αλλά και στην παιδαγωγική πράξη, ειδικά με τη δημοσίευση των απόψεών τους περί της οργάνωσης των Παρθεναγωγείων, με την συγγραφή έργων που χρησιμοποιούνταν στην παιδαγωγική πράξη (θεατρικά έργα, αναγνωστικά ή ανθολόγια) και με τις απόψεις τους για τον ρόλο της γυναίκας εν γένει στην κοινωνία. Η όλη συλλογή και παρουσίαση του υλικού κατά χρονολογική σειρά ανά έτος και με διάκριση αυτοτελών τόμων από δημοσιεύσεις στον τύπο επιτρέπει στον αναγνώστη να δει όλη την ποικιλία των κειμένων και να επιλέξει ποιο χρειάζεται ανάλογα με τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του (λογοτεχνία, παιδαγωγική, φεμινισμός, κοινωνιολογία, λαογραφία, ιστορία κ.λπ.).
Ο μεγάλος αυτός όγκος υλικού, όσο κι αν, όπως παρατηρεί η Σ. Ντενίση, μένουν αρκετά ακόμα περιοδικό έντυπα να ερευνηθούν και σχεδόν το σύνολο των ημερησίων, μας επιτρέπει να καταλάβουμε τον κόπο που κατεβλήθη για την συγκέντρωση και παρουσίασή του από τη συγγραφέα. Στο Επίμετρο μάλιστα συνοψίζει την όλη εικόνα της παραγωγής. Η μονογραφία αυτή προσφέρει, συνεπώς, ένα πολύτιμο εργαλείο της ιστορίας της γυναικείας γραφής στον επιστήμονα που θα το προσεγγίσει από όποιο πεδίο κι αν προέρχεται (φιλολογία, ιστορία, παιδαγωγική κ.λπ.). Παράλληλα, με τις προτάσεις που κάνει για περαιτέρω μελέτη και έρευνα από νέους ερευνητές, ανοίγει το δρόμο για πρωτότυπες μελέτες επί του θέματος, ειδικά τώρα που η ψηφιοποίηση προσφέρει ευκολότερη πρόσβαση σε έντυπα του παρελθόντος και το θέμα είναι πάντα από τα πιο ενδιαφέροντα.

Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης


Δεν υπάρχουν σχόλια: