21/12/14

Μπορούμε άραγε να αλλάξουμε τον κόσμο;

«Φύγε θεριό απ’ το θεριό»

Άνθρωπος στις ράγες, 2007, κάρβουνο και γκουάς, 102 x 153 εκ. 
ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ
                                              
«Δώσε μου πίσω τα κουρέλια μου»
Βάσκο Πόπα, Αγρυπνόκαμπος[1]


Οι ιδεολογικές αναφορές που ήθελα να συμπεριλάβω, ως απαραίτητη εισαγωγή σ’ αυτό το κείμενο, μού γέννησαν μεγάλη αμηχανία.Η «θεωρητική» προσέγγιση της ανθρώπινης φύσης, θα παρέσυρε σ’ ένα πεδίο αφενός τεράστιο αφετέρου ελάχιστα συμβατό μ’ έναν χώρο – της εφημερίδας- όπου η απλότητα και η συντομία αποτελούν τα προαπαιτούμενα της ανάγνωσης. Ήταν μια ευτυχής σύμπτωση, στην προσπάθεια «ανατροφοδότησης», η συνάντηση με την παρακάτω θέση: «[Οι άνθρωποι]ως κοινωνικά όντα, υποκινούμεθα στις σχέσεις μας με τα συγγενή όντα από αισθήματα όπως η συμπάθεια, η υπερηφάνεια,το μίσος, η ανάγκη για δύναμη, ο οίκτος,κ.ο.κ...Αν οι άνθρωποι, ως άτομα, παρασύρονται από τα στοιχειώδη τους ένστικτα αποφεύγοντας την οδύνη και επιζητώντας την ατομική τους μόνον ικανοποίηση, το αποτέλεσμα για όλους ως σύνολο θά’πρεπε νά’ναι μια κατάσταση αβεβαιότητας, φόβου και αθλιότητας.» : Άλμπερτ Αїνστάιν.
Η απλότητα και η ουσία αυτών των γραμμών[2], τόσο επίκαιρων και τόσο κοντά στον προβληματισμό μου, στηρίζει την απόπειρα για μία προσέγγιση του λογοτέχνη και του έργου του ως μιας προσωπικής και βιωμένης πράξης η οποία κατέχει πρωτεύουσα θέση στο κτίσιμο του (λογοτεχνικού) μύθου·
Η ανθρώπινη περιπέτεια, τα ανθρωπολογικά στοιχεία, ο αντικειμενικός και υποκειμενικός χρόνος , πλέκουν τον μίτο που οδηγεί τον αναγνώστη –και συχνά τον ίδιο τον δημιουργό- σε μία επαναπρόσληψη του κόσμου.  

Κάποια διαβάσματα τον τελευταίο καιρό, αποκαλυπτικές επαναγνώσεις τα περισσότερα, αφού η ωριμότητα  βοηθά να διακρίνουμε καινούργια στοιχεία σε κάθε έργο,  βύθισε σε σκέψεις απαισιόδοξες.   
Μπορούμε άραγε να αλλάξουμε τον κόσμο; «Όχι, εμείς δεν αλλάζουμε τον κόσμο!» είναι η πρώτη λογική αντίδραση- απάντηση σ’ αυτό το ρητορικό ερώτημα. Πάρα πολλά απ’ όσα συμβαίνουν δε θα’πρεπε να υπάρχουν ούτε καν ως έννοιες· το γνωρίζουμε, κι αυτή η συνειδητοποίηση από τη μια μας αφυπνίζει, και απο την άλλη μας οδηγεί στην αντίληψη ότι δυστυχώς όλα επαναλαμβάνονται.Είναι ο ιδεαλισμός μια στάση εξωπραγματική; Αν δεχόμαστε ότι η τέχνη αντιγράφει με τη μεγαλύτερη ενάργεια την πραγματικότητα, τότε σίγουρα ό,τι βιώνουμε αποτελεί συνέπεια της ανθρώπινης  μοίρας  ή/και των επιλογών μας.
Αν δεχθούμε ότι η επανάληψη δημιουργεί την Ιστορία, οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων που πέρασαν από τον κόσμο αφηγούνται πιστά και με συνέπεια, μικρά ατομικά δράματα στα οποία καθρεφτίζεται η εικόνα ενός επίσης τραυματισμένου κοινωνικού συνόλου.   

 Στον Ζοφερό Οίκο[3] του Ντίκενς η μοίρα που οδηγεί στο  θάνατο πάμπτωχους, ενήλικες και παιδιά, (ακόμη κι αν η πορεία και τύχη τους δεν σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική διαστρώματωση), έχει να κάνει με την ανατροπή των ισορροπιών, την ρήξη του κοινωνικού ιστού. Είναι εντυπωσιακό πως το έλλειμμα κοινωνικής δικαιοσύνης, τότε, εκατό πενήντα χρόνια πριν, όπως και τώρα, εξακολουθεί να αφήνει βαθιά αδιάφορους πολλούς από τους ζωντανούς, τους συνοδοιπόρους μέσα στο χωρόχρονο των ηρώων. Ίσως δεν υπάρχει άλλο έργο στην παγκόσμια λογοτεχνία, στο οποίο το βίωμα του δημιουργού να μεταβάλεται τόσο άμεσα και αριστοτεχνικά σε λόγο.   
Στα διηγήματά του ο Δημοσθένης Βουτυράς[4] αναδεικνύει με μοναδική ευαισθησία τις ιστορίες των ηρώων του τέμνοντας τον ψυχισμό και εκείνων που  πρωταγωνιστούν και όσων έχουν ένα μικρό, αλλά εξίσου σημαντικό ρόλο· σχεδόν πάντοτε συνυφασμένες με την κοινωνική συνθήκη, οι αφηγήσεις του φέρουν την σφραγίδα μιας εποχής , ( αρχές του 20ου αιώνα ), η οποία συχνά ταυτίζεται με την τωρινή.           
Μόνη διαφορά μια άλλη ηθική αποτίμηση; Και εδω ένα ερωτηματικό. Στο διήγημα ο Λαγκάς που γράφτηκε το 1902-1903, ο ομώνυμος ήρωας είναι έρμαιο ανάμεσα στην - ουσιαστικά ανύπαρκτη- ιδεολογία του και τη θέση του για τις πολεμικές συρράξεις, και το συναίσθημα:  θέλει να πάει στον πόλεμο ( του 1897) για να διακριθεί ώστε να κερδίσει έστω μία από τις δύο  γυναίκες που έχει ερωτευθεί στη γενέτειρά του.Διχασμός, προσωπική μάχη ανάμεσα σε αυτό που αντιπροσωπεύει τη ζωή, τον έρωτα, και σε κείνο  που παρασύρει τον ήρωα σε μια ψευδή φιλοπόλεμη διάθεση. Η ήττα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 έχει σημαδέψει την ελληνική κοινωνία και το κάθε μέλος της ξεχωριστά. Ο Λεωνίδας Λαγκάς συγκρούεται, παρασύρεται, βλέπει το άδικο στην ιδέα του πολέμου και τη βαρβαρότητα που ξεπηδά απ’ αυτόν, κάνει μερικά βήματα μπροστά, αλλά- είναι η ωριμότητα που τον κάνει ν’αλλάξει γνώμη και ν’αποκτήσει φιλειρηνικά αισθήματα, ή το πάθος; 
 Στα μέσα του προπερασμένου αιώνα, όχι τόσο μακριά ώστε να  ακυρώνεται ο  παραλληλισμός, ο Γκυ ντε Μωπασσάν δίνει σ’ ολόκληρο σχεδόν το έργο του την εικόνα μιας κοινωνίας στην οποία ο αστός, ( εννοώ και τον άνθρωπο των πόλεων), είναι εγκλωβισμένος  σε μια καθημερινότητα η οποία  δεν διαφέρει και πολύ από την σύγχρονή μας του μικροαστού/ αστού·  Δεν είναι μόνον η δυσκαμψία και η αδυναμία προσαρμογής η αιτία της αποτυχίας των σχέσεων. Η φιλοδοξία, συνώνυμο εδώ της επιθυμίας για εξουσία, αφαιρεί κάθε δισταγμό.
Πόσοι Φιλαράκοι[5] σήμερα, ( αν και προτιμώ αμετάφραστη την έκφραση Bel-ami αφού εύκολα μπορεί να γίνει επίσης Βelle-amie ), σχεδόν ούτε με στοιχειώδη παιδεία, με όχημα τη δημοσιογραφία και κυρίως επιτυχημένες διαπροσωπικές σχέσεις, επιτυγχάνουν την ποθητή κοινωνική ανέλιξη; Στην παράγραφο με την οποία ο Μωπασσάν κλείνει το μυθιστόρημά του, ο ήρωάς του, ο Ζωρζ Ντ., ο Φιλαράκος,  βγαίνοντας από τον καθεδρικό ναό των Παρισίων στο πλευρό της καινούργιας  συζύγου του, δεν βλέπει –κυριολεκτικά- τίποτα, θαμπωμένος από την εκτυφλωτική λάμψη του Κοινοβουλίου που βρίσκεται σχεδόν απέναντι. Τα πολιτικά πρόσωπα που παρελαύνουν με  παραποιημένα αλλά ευανάγνωστα τα ονόματα σε αντίθεση με τις παραμορφωτικές σχεδόν κωμικές αναφορές του Ντίκενς στον Ζοφερό Οίκο, δεν είναι παρά μαριονέτες στα χέρια του συστήματος. Η προ – και βιομηχανική εποχή έχει ήδη θέσει πολύ γερά θεμέλια · το μέλλον προοιωνίζεται λαμπρό.
Όχι, είναι σχεδόν αδύνατο να αλλάξουμε τον κόσμο. Δεν αντλούμε αυτό το συμπέρασμα από τα βιβλία· η λογοτεχνία σύγχρονη και παλαιότερη, κλασική ως προς τη μορφή ή μοντέρνα, είναι (αν και θα ήθελα να γράψω παραμένει) «μια αρτηρία που ανοίγει προς το μέλλον»: έτσι χαρακτηρίζει ο Δημήτρης Ραφτόπουλος το έργο  του Δημήτρη Χατζή.[6] Το τέλος της μικρής μας πόλης είναι το προανάκρουσμα της φθοράς, το ειρωνικό χαμόγελο του αδύναμου, του θύματος θα έλεγαν οι πολλοί, μπροστά στον ισχυρό που νομίζει ότι είναι ο νικητής. Εδώ οι νεκροί έχουν τον πρώτο λόγο· κρατούν τα ηνία της ιστορίας και επιβεβαιώνουν – με πόση διακριτικότητα!- παίζοντας και αυτοσχεδιάζοντας, τον δικό τους ρόλο του πρωταγωνιστή. Ναι, οι νεκροί θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο. Αλλά πώς, αφού δεν κατόρθωσαν να αλλάξουν τη ροή της ιστορίας, ούτε καν την  δική τους καθημερινότητα;
 Η ιστορία του εργάτη, του επεξεργαστή δερμάτων που αφηγείται αριστοτεχνικά ο Χατζής στο διήγημα Ο Σιούλας ο Ταμπάκος, δεν αντιπροσωπεύει μόνο το τέλος των συντεχνιών, με συνέπεια την ανεργία και την πορεία προς την απόλυτη φτώχεια: ο μεγάλος πεζογράφος γίνεται ο παρατηρητής της ψυχής που κλονίζεται, πέφτει και πάλι ορθώνεται ώσπου να σταθεροποιήσει το βήμα της και να συντονιστεί με κείνο της καινούργιας εποχής.Δεν έχουν να προσφέρουν πολλά οι Νέοι Καιροί· και πάλι η διαφορετικότητα αποτελεί το κίνητρο για την εξωτερική πάλη και την σύγκρουση μέχρι τελικής πτώσεως. Ο γύφτος αρνείται να αγοράσει για ένα κομμάτι ψωμί, το δίκαννο του Σιούλα, το μοναδικό όπλο, ( και πάλι κυριολεκτικά ), που του απέμεινε για να θρέψει τα παιδιά του με το κυνήγι· ο Σιούλας θα πουλήσει αυτή τη φορά τις αγριόχηνες που άλλοτε κρατούσε ο ίδιος με καμάρι ή δώριζε με την ίδια γενναιοδωρία με τον επίσης κοινωνικά απόβλητο συντοπίτη του.
Ο πρώτος συμβιβασμός; Η πρώτη συνειδητοποιημένη κίνηση, καρπός της ανάγκης, θέττει σε δοκιμασία την υπερηφάνεια αλλά οδηγεί σε κάποια λύση..
Εμείς πώς θα αλλάξουμε τον κόσμο; Θάψαμε τους νεκρούς μας ίσως υπερβολικά βαθιά ενώ θα’πρεπε ν’ αφήσουμε ένα περιθώριο ανάσας για την ολική επαναφορά, διαισθανόμενοι, αντιλαμβανόμενοι εκ των προτέρων ποιος είναι κακός και ποιος όχι.
                                                       *
Αντί επιλόγου: ο ποιητής του οποίου ο στίχος δίνει τον τίτλο σ’αυτό το κείμενο· ο Βάσκο Πόπα,( 1922-1991) Γιουγκοσλάβος ακόμη όταν γραφόταν ο Αγρυπνόκαμπος (1956), συνομίληκος με τους δικούς μας ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, εκφράζει, όπως διαβάζουμε στον πρόλογο της εξαιρετικής μετάφρασης της Έλλης Σκοπετέα, «τη διαμετρικά αντίθετη πραγματικότητα που στη δική του χώρα διαδέχτηκε τις εν πολλοίς κοινές περιπέτειες του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής..Του δίνεται η δυνατότητα να πάρει στα χέρια του έναν κόσμο έτοιμο χαλασμένο..και η προσωπική του επέμβαση αρχίζει από τη στιγμή που αρνείται να υποκύψει στον πειρασμό της ακάθεκτης προέλασης στο «μέλλον»..»
Υπογραμμίζω την φράση « κόσμο έτοιμο χαλασμένο»: δεν έχει σχέση με μοιρολατρεία ή κάποιο πνεύμα ηττοπάθειας· δεν αφορά την τύχη μιας γενιάς ή το παιχνίδι – με προκαθορισμένο το αποτέλεσμα- του χρόνου. Ίσως έχει σχέση με ό,τι ζήσαμε και τη δική μας επέμβαση, την κατάλληλη στιγμή, στο μέλλον.                                                                                                           
Η Βερονίκη Δαλακούρα είναι ποιήτρια

[1] ΒΑΣΚΟ ΠΟΠΑ, Ποιήματα, Μετάφραση Έλλη Σκοπετέα, ΚΕΔΡΟΣ , 2η ΕΚΔΟΣΗ , [1979]
[2] Αїνστάιν, Ο σημερινός κόσμος,Μετάφραση από τα αγγλικά Μίνας Ζωγράφου-Μεραναίου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΡΗ (1951), σελ 9 και 10 .
Η παραπάνω αποσπασματική έκδοση βασίζεται κυρίως στο έργο του  Einstein Albert , The world as I see it, Philosophical Library, New York, 1949
[3] Charles Dickens, Ο Ζοφερός Οίκος, Α΄ -Β΄Tόμος, Μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ,
 Edition Minor, Gutenberg Orbis Literae , 2008
[4] Δημοσθένης Βουτυράς, Άπαντα, Τόμος Α΄, Εκδόσεις ΔΕΛΦΙΝΙ, Αθήνα  1999
[5] Guy de Maupassan, Bel-Ami , Edition de Jean-Louis Bory, Folio Classique, Editions Gallimard 1973
[6] Δημήτρη Ραφτόπουλος,  “To Nεοελληνικό Μάθημα του Δημήτρη Χατζή» Ιούνιος 1964, σε Δημήτρη Χατζή, Το τέλος της μικρής μας πόλης, Τρίτη Έκδοση, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ/ΔΙΟΓΕΝΗΣ, Αθήνα 1971

Δεν υπάρχουν σχόλια: