ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Όταν πρωτοβγήκε το Πάλι ήμουν δεν ήμουν δεκαοχτώ ετών, αλλά εντούτοις παρά την ηλικία μου μπορώ να πω ότι ήμουν «φτιαγμένος» για περιοδικά εκείνης της εποχής, αφού μετρούσα τις μέρες για το πότε θα κατέβαινα στο κέντρο, ένα μεσημέρι του Σαββάτου, για να πάρω κάποιο από τα δυο ευρέως αποδεκτά, την Επιθεώρηση Τέχνης και τις Εποχές, συνήθως από ένα κιόσκι εφημερίδων (πάντοτε υπήρχε ένα τέτοιο κιόσκι) στη γωνία Ιπποκράτους και Πανεπιστημίου. Δεν είναι της ώρας να μακρηγορήσω για τη σημασία και το ρόλο των περιοδικών στα χρόνια εκείνα, ίσως το μόνο που θα μπορούσα να κάνω είναι να τονίσω δύο πράγματα: ότι τα περιοδικά «γενικής παιδείας» γέμιζαν ως ένα βαθμό τα μεγάλα κενά που υπήρχαν ως προς την έκδοση βιβλίων ειδικού ενδιαφέροντος, και, δεύτερο, ότι δημιουργούσαν, προπάντων στους νεαρούς αναγνώστες, την αίσθηση ότι παίρνουν μέρος έστω και από απόσταση σε ένα γοητευτικό γίγνεσθαι. Τη σχέση αυτή των νεώτερων και υπό διαμόρφωση αναγνωστών του ’60 με τα περιοδικά δεν νομίζω ότι έχει λάβει σοβαρά υπ’ όψη της καμία σχετική ανάλυση του ορίζοντα των προσδοκιών τους, από την πλευρά εννοώ της τότε ελλειμματικής παιδείας μας, πολιτικής και πολιτισμικής. Πάντως, για την εποχή που μιλάμε, δυσκολεύομαι να συγκρίνω ή να παραλληλίσω το Πάλι με άλλα περιοδικά που θεωρούνταν κεντρικοί πυλώνες.
Στο Πάλι έφθανες τυχαία, εκτός και αν ήσουν ήδη προϊδεασμένος για τον αντιρρητικό του χαρακτήρα, για την αντι-ακαδημαϊκή του αισθητική, αλλά και την ανεξαρτησία του απέναντι σε άλλα έντυπα γραμμής. Με την αραιή του κυκλοφορία (έξη τεύχη σε τρία χρόνια) και τον ιδρυτικά κλειστό χαρακτήρα της διαφορετικότητάς του (συνήθως τα κείμενα που περιείχε δημοσιεύονταν αβοήθητα, λες και υπήρχε μια μυστική προσυνεννόηση με τους αναγνώστες του), δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τα άλλα έντυπα του «κεντρικού κανόνα» στα οποία και αναφέρθηκα προηγουμένως, πίσω από τα οποία διέβλεπε κανείς, ιδίως στις Εποχές, έναν συστηματικό ή και συστημικό μηχανισμό.1
Το Πάλι δεν το ήξερα από την αρχή. Μου το είχε συστήσει ενθέρμως κάπου προς το καλοκαίρι του ’64 μια νεαρή ζωγράφος, με την οποία τότε συνδεόμουν, και, ευλόγως, μια τέτοια σύσταση ήταν υπεραρκετή για να το αναζητήσω, αν και η αλήθεια ήταν πιο βασανιστική, αφού δύσκολα θα μπορούσε κανείς να το βρει σε κεντρικά σημεία της Αθήνας. Ως έντυπο αποκλίνον, όπως είπαμε, ως «ένα τετράδιο αναζητήσεων» κατά πως έλεγε μετριοφρόνως στον υπότιτλό του, θα ήταν δύσκολο να διανέμεται από κάποιο κεντρικό πρακτορείο. Εμένα ωστόσο μου είχε αρέσει, πέρα από τις θερμές συστάσεις, από το εξώφυλλό του. Θυμάμαι έναν σκορπιό με υψωμένο το κεντρί του και καπακωμένο μ’ ένα γυάλινο κώδωνα ή κάτι τέτοιο, κάτι που έδειχνε μια πρωτοτυπία σε σχέση με τα άλλα, συνήθως ακαδημαϊκής αισθητικής περιοδικά. Σαν να έλεγε: «εδώ προσέχουμε, δεν αγγίζουμε όποιοι όποιοι!»
Έπεσα πάνω του κατά τύχη όπως έβγαινα από την Κανάρη στην Πλατεία Φιλικής Εταιρείας, στο πρώτο περίπτερο που συναντάμε προτού φτάσουμε στη συμβολή της Σκουφά. Δεν ήταν στοιβαγμένο με άλλα περιοδικά, αλλά ακουμπισμένο όρθια μέσα από το τζάμι, μονάχο του, έτσι που δεν ήταν δυνατό να μη σταματήσει το μάτι επάνω του. Πολύ αργότερα έμαθα από τον Κώστα Ταχτσή ότι εκείνος πήρε την απόφαση και το πήγε στον περιπτερά, όταν ήρθε στην Ελλάδα και, απόντος του Νάνου Βαλαωρίτη, είχε αναλάβει την προώθησή του. Έτσι κατάλαβα γιατί η περίοπτη θέση του, αλλά ούτως ή άλλως όλα τα τεύχη του από εκεί τα προμηθεύτηκα, ζητώντας και τα προηγούμενα, εκτός από ένα, αργότερα, προς τα τέλη του 1965, που δεν πρόλαβα να το αναζητήσω, καθώς όπως ήμουν ήδη ανυπότακτος στο στρατό αναγκάστηκα άρον άρον να τα μαζεύω και να παρουσιαστώ τον Σεπτέμβριο του ’65 στην Κόρινθο!
1.Δεν είναι τυχαίο, οπωσδήποτε, που ο Χρήστος Λαμπράκης ζήτησε από τον Κώστα Δεσποτόπουλο για το πρώτο τεύχος των Εποχών ένα άρθρο για τον Επίκτητο. Ακολούθησε, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Δεσποτόπουλος (Αναπολήσεις, Γ΄1961-2013 (2013), μια πλούσια σειρά συνεργασιών του στο ίδιο περιοδικό, κάτι που αν σχολιάζεται εδώ δεν είναι για να αμφισβητήσει τη γνωσιακή εγκυρότητα των φιλοσοφικών απόψεων του Δεσποτόπουλου, αλλά για να δείξει ότι οι Εποχές δεν είχαν απλώς έναν τελείως διαφορετικό προγραμματισμό από τον «προγραμματισμό» του Πάλι, ήταν κυριολεκτικά η μέρα με τη νύχτα! Με τον γενικότερο προγραμματισμό της λογιοσύνης των Εποχών, τη λογιοσύνη του Κ. Θ. Δημαρά, του Άλκη Αγγέλου, του Άγγελου Τερζάκη και των άλλων είναι αναμφίβολο ότι συντάχθηκαν και οι ποιητές του ελληνικού μοντερνισμού του 30, τουλάχιστον ο Γ. Σεφέρης και ο Οδ. Ελύτης. Και αυτά σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει ο Νάνος Βαλαωρίτης ότι: «Το μονοπώλιο του επιγονικού νεοτερισμού της λογοτεχνικής ζωής της μεταμοντερνιστικής περιόδου θα το ΄χαν οι Εποχές [!!!!] αν δεν είχε δημοσιευτεί το Πάλι.», βλ. Νάνος Βαλαωρίτης, Μοντερνισμός πρωτοπορία και Πάλι (1997), σ.46.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου