ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΘΗ
Μια ανάγνωση του ποιήματος «Παράφασις ή η Κοιλάδα με τους Ροδώνες» του
Νίκου Εγγονόπουλου
Παύλος Φυσάκης, Dimitra και Intercontinental, 2010, Φωτογραφία, 80 x
80 εκ. (έκαστη)
|
Η γυναικεία μορφή στους
περισσότερους υπερρεαλιστές καλλιτέχνες λειτουργεί ως «μυθικό σύμβολο ενός
ανήσυχου, συναρπαστικού αλλά και συχνά «διάστροφου» ή σκανδαλώδους ερωτισμού,
που λειτουργεί σαν καταλύτης των κοινωνικών συμβάσεων και της αστικής
υποκριτικής ευπρέπειας»[1]. Τόσο στην ποίηση όσο και στη ζωγραφική του υπερρεαλισμού η γυναίκα, είτε
μέσα από τις συμβατικές της απεικονίσεις είτε μέσα από τις υβριδικές της
μεταμορφώσεις, εμφανίζεται ως παρουσία πολύμορφη, πρωτεϊκή, αινιγματική,
μυστηριώδης, γοητευτική, αισθησιακή έως και
άκρως ερωτική, καθώς ενσαρκώνει με τον πλέον ανατρεπτικό τρόπο το απόλυτο
ερωτικό ιδεώδες, συνυφασμένο με την ίδια την ποιητική διαδικασία και τέχνη. Ο A. Breton στον «Τρελό έρωτα», μιλώντας για
τη φυσική ταραχή που νιώθει μπροστά σ᾽ ένα έργο τέχνης («σαν μια ριπή ανέμου
στους κροτάφους, που έχει τη δύναμη να φέρνει μαζί της μια πραγματική
ανατριχίλα»), ομολογεί ότι ποτέ δεν μπόρεσε να μην αποκαταστήσει μια σχέση
ανάμεσα σ᾽ αυτήν την αίσθηση και στην ερωτική και να μην ανακαλύψει μεταξύ τους
παρά μόνο διαφορές βαθμού[2]. Στην ποίηση του υπερρεαλισμού η ερωτική επιθυμία σωματοποιείται, γίνεται
οντότητα απτή και η ίδια η γραφή μοιάζει με κίνηση ερωτική πάνω στο γυναικείο
σώμα, που μετατρέπει τις αισθήσεις σε στικτά σύμβολα. Στη σκηνή πρωταγωνιστεί
μόνο η γραφή, όχι όμως η γραφή η συμβατική αλλά η άλλη γραφή, η γραφή που
συνδέει ασυνείδητους συνειρμούς με αισθήσεις και συναισθήματα του
υποκειμένου-δημιουργού, η γραφή που καθιστά το σώμα της γυναίκας «φορέα» της
επιθυμίας και «τόπο» πραγμάτωσης του ποιήματος. Το σώμα, ως σημείο-σημαίνον του
ερωτισμού και της σεξουαλικότητας, γίνεται ταυτόχρονα και σύμβολο της
απελευθερωτικής δύναμης και της επαναστατικής πνοής του υπερρεαλιστικού
κινήματος.
Ο ερωτικός λόγος στον υπερρεαλισμό είναι από τη φύση του λόγος
ανατρεπτικός, με τεχνικές ανατροπής, οι οποίες τείνουν στην εξιδανίκευση. Σε
επίπεδο λογοτεχνικό, όπως είναι γνωστό, στις τεχνικές της εξιδανίκευσης
λειτουργούν όλοι σχεδόν οι τροπισμοί της γλώσσας και κυρίως οι παρομοιώσεις, οι
μεταφορές και οι μετωνυμίες. Σε πολλά υπερρεαλιστικά ποιήματα, μέσα από ένα καταιγισμό παρομοιώσεων ή μεταφορικών
συγκρίσεων, η γυναίκα μεταμορφώνεται σε έργο τέχνης, μιας τέχνης μαγικής, όπως μαγική είναι και η παρουσία της στη ζωή. Το 1931
ο A. Breton δημοσιεύει το ποίημα «Ελεύθερη ένωση» (L᾽union libre), ίσως το χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα ερωτικής εξιδανίκευσης στον υπερρεαλισμό, έκφραση του υπέρτατου
δέους του υποκειμένου-δημιουργού μπροστά στο μαγικό, μυστηριακό χαρακτήρα της
γυναίκας, ως πηγή της έμπνευσής του:
Η γυναίκα μου με μαλλιά φωτιάς από ξύλα
Η γυναίκα μου με σκέψεις αστραπών της ζέστης
Με μέση κλεψύδρας…
Η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες παιδικής γραφής
Με φρύδια περίγυρου φωλιάς χελιδονιού…[3]
(μτφρ. Νάνος Βαλαωρίτης)
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού
υπερρεαλισμού, το 1938 στην πρώτη του συλλογή με τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον
οδηγόν» δημοσιεύει το ποίημα «Ελεωνόρα». Θα παραθέσουμε ενδεικτικά τους πρώτους
στίχους:
τα μαλλιά της είναι σαν χαρτόνι
και σαν ψάρι
τα δυο της μάτια είναι
σαν ένα περιστέρι
το στόμα της
είναι σαν τον εμφύλιο πόλεμο
(στην Ισπανία)
ο λαιμός της είναι ένα κόκκινο
άλογο
τα χέρια της
είναι
σαν τη φωνή
του πυκνού
δάσους
τα δυο της στήθη είναι
σαν τη ζωγραφική μου…
Εκτός από τις εμφανείς ομοιότητες με το ποίημα του Breton (τις οποίες ο Εγγονόπουλος στις Σημειώσεις του Α´ τόμου χαρακτηρίζει:
«Διασκεδαστική σύμπτωσις!»), το ποίημα φαίνεται να ακολουθεί μια παράδοση συναφών θεματολογικά και ρητορικά ποιητικών κειμένων, που ξεκινούν από την αρχαιότητα και φτάνουν ώς τις «Eκφράσεις» των ιπποτικών και ερωτικών μυθιστορημάτων της ύστερης κυρίως βυζαντινής εποχής. O ποιητής συνθέτει
την εικόνα της γυναίκας, όπως ένα ψηφιδωτό, όπου η κάθε ψηφίδα του,
χρωματισμένη από τη μεταφορικότητα της γραφής, προσλαμβάνει διαφορετικές
νοηματικές διαστάσεις. Το υποκείμενο κινούμενο στα όρια της υπερρεαλιστικής
εξιδανίκευσης επιχειρεί από τη μια να προσδιορίσει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά
της γυναίκας και από την άλλη να εκφράσει τις απόψεις του για τη σχέση της
τέχνης με τον έρωτα και τη ζωή.
Οι μεταμορφώσεις
και τα προσωπεία της γυναίκας στον υπερρεαλισμό καλύπτουν όλες τις εκφάνσεις
της ιδιαίτερης φύσης της και οριοθετούν μια πολλαπλότητα ιδιοτήτων-ρόλων
(επαναστατημένη, ερωτική, αισθησιακή, αινιγματική, παραδοσιακή, φανταστική,
υστερική, δαιμονική, παρηγορητική, λυτρωτική) που συγκροτεί μια διευρυμένη τυπολογία
μορφής. Ο τύπος της ερωτικής γυναίκας-λυτρωτή σε πολλούς ποιητές είναι
κυρίαρχος: «Η γυναίκα για τους υπερρεαλιστές είναι η άκρως
ερωτική, αυτή που αποζητά να κατακτηθεί από τον άνδρα-ποιητή, αυτή που
διεγείρει συνεχώς την επιθυμία και τη φαντασία του δημιουργού προς νέες
κατευθύνσεις, αυτή που λυτρώνει και παρηγορεί, όμοια με την ποίηση, τον κόσμο…»[4]. Οι υπερρεαλιστές έβλεπαν τη γυναίκα ως τη «μεγάλη υπόσχεση», την υπόσχεση
της πραγμάτωσης μιας κοινωνίας απελευθερωμένης, που δεν θα καταστέλλει την ερωτική
επιθυμία και στην οποία η γυναίκα θα λατρεύεται και θα τιμάται διαρκώς από τον
άνδρα: «Στον σουρρεαλισμό η γυναίκα θα έχει αγαπηθεί και τιμηθεί σαν την μεγάλη
υπόσχεση που εξακολουθεί να υπάρχει κι αφού εκπληρωθεί» γράφει ο Μπρετόν στο
κείμενο «Από τον σουρρεαλισμό στα ζωντανά του έργα». Ως τη «μεγάλη υπόσχεση»
βλέπει και ο Εγγονόπουλος την ερωτική γυναίκα: στον έρωτα και στην ερωτική
γυναίκα προσβλέπει με τόλμη ως «σωτηρία λύση και παρηγόρηση» για τη λύτρωση του
κόσμου. Στο επιλογικό ποίημα της συλλογής «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες» με τίτλο
«Παράφασις ή η κοιλάδα με τους ροδώνες»,
γραμμένο σε κλίμα μπρετονικού υπερρεαλισμού,
συμπυκνώνεται ως καταστάλαγμα και εμπειρία ζωής η ποιητική του έρωτα ολόκληρου
ίσως του ελληνικού υπερρεαλισμού:
τι είναι στη ζωή που να μην είναι αίνιγμα
γρίφος;
μα κι η ζωή η ίδια δεν είναι γρίφος
αίνιγμα;
τι δυστυχία οι τεχνοκράτες
μέσα στην τύφλα απ’ ολούθε που τους περιζώνει
να παραμένουνε
στις κούφες πεποιθήσεις (;) τους
ισχυρογνώμονες
πεισματωμένοι
γινατζήδες
του ποιητή
πια μόνη -θεόθεν- σωτηρία λύσις
παρηγόρηση
μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές
ό εστι
μεθερμηνευόμενο
η κοιλάδα των ροδώνων
«Σωτηρία λύση και παρηγόρηση», απάντηση στο ερώτημα-αίνιγμα της πρώτης ενότητας για τον ποιητή είναι «ἡ κοιλάς μέ τίς τριανταφυλλιές», αυτό που με μια
λεπτή αίσθηση ειρωνείας («μεθερμηνευόμενο») για τους μη
γνωρίζοντες ονομάζει «ἡ κοιλάδα των ροδώνων». Πρόκειται για μια από τις
μεταφορές τις σχετικές με τη σεξουαλική απόλαυση, την ηδονή που προσφέρει ο έρωτας
και η πρώτη ύλη του, που είναι η γυναίκα. Σε συνέντευξη που έδωσε ο
Εγγονόπουλος στο Γιώργο Λιάνη (Τα Νέα 29 Μαρτίου 1978) δίνει τη δική του εκδοχή
για την προέλευση του τίτλου της συλλογής: «Στο
νέο βιβλίο μου – ποιήματα- έχω δώσει τον τίτλο «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες».
Οι Κινέζοι λένε «κοιλάδα με τους ροδώνες» το αιδοίο των γυναικών. Εκεί εισχωρεί
κανείς και βρίσκει τη χαρά της εκσπερμάτωσεως. Αυτή είναι η κοιλάδα με τους
ροδώνες»[5].
Σχετικά με την προέλευση και τη σημασία του όρου, πέρα από την παρατήρηση
του ποιητή, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο ποιητικός όρος «ροδώνες» απαντάται και στα ερωτικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Ο Ν. Χ. Χουρμουζιάδης, που επέλεξε και μετέφρασε τα επιγράμματα αυτά, σημειώνει ότι η λέξη «Ρόδον» ήταν ένας από τους αμέτρητους ευφημισμούς που δήλωναν το γυναικείο «αιδοίο». Στο επίγραμμα 36
του ερωτικού ποιητή Ρουφίνου (2ος ή 3ος αιώνας μ.Χ.) της συλλογής
(Π. Α. 5,35) αναφέρεται το «αιδοίον» ως «ροδών»:
Και Ροδόπης μεν έλαμπε μέσος μηρών πολύτιμος
οία ροδών πολλώ σχιζόμενος ζεφύρω.
(Κι έλαμπε ο εξαίσιος της Ροδόπης
θησαυρός απ’ τη σχισμή του
ωσάν ροδώνας από πνοές ζεφύρου
χαραγμένος)
Σε άλλο επίγραμμα (αριθμ. 62) του ίδιου ποιητή αναφέρεται ως «ρόδον»:
και χάριτες μίμνουσιν αγήραοι, ουδέ το καλόν
των ἱλαρών μήλων ή ρόδον εξέφυγεν.
ω πόσους κατέφλεξε το πριν θεοείκελον άνθος…
(Αγέραστες οι χάρες σου. Ο χυμός
δεν έχει αυτομολήσει
από τα ωραία σου μήλα ούτε απ᾽ το
ρόδο σου η σαγήνη.
Πόσους, αλήθεια, ο θεϊκός σου
ανθός δεν θα είχε πυρπολήσει…)
Ο όρος «ρόδον» αποτελεί, επίσης, έναν από τους πιο
προσφιλείς χαρακτηρισμούς του «αιδοίου» στην αρχαία αττική κωμωδία. Ο
Φερεκράτης, Αθηναίος κωμικός ποιητής, που έζησε κατά το δεύτερο μισό του 5ου
αιώνα π.Χ., στο έργο του «Μεταλλῆς» (απόσπασμα 1, 29) χρησιμοποιεί τον όρο με την παραπάνω σημασία:
Κόραι αρτίως ηβυλλιώσαι και τα ρόδα
κεκαρμέναι
(Κόρες μόλις στο άνθος της ηλικίας τους που
είχαν κουρεμένα τα αιδοία τους)
Στα «Σχόλια εις Θεόκριτον 11, 10» αποδίδεται η γυναικεία ήβη ως «ροδών» και
«ροδωνιά»:
Ροδών
δέ της γυναικείας
ήβης, παρόσον και ροδωνιάν αυτήν έσθ’ ότε λέγουσιν.
Ανάλογη όμως είναι και η καταγωγική ερμηνεία του όρου «Παράφασις», που ο Εγγονόπουλος έθεσε
στον τίτλο του ποιήματος. Σε πολλά ποιητικά κείμενα της αρχαιότητας είχε τη
σημασία της «παραίνεσης ή της συμβουλής» (π.χ. Ιλ.
λ´, 793: ἀγαθή δέ παραίφασις ἐστιν ἑταίρου). Στο ποίημα του Εγγονόπουλου η σημασία αυτή επιβεβαιώνεται στην τελευταία
στροφή. Οι Liddell–Scott σημειώνουν
επιπλέον και το λήμμα «παραφάσιες», το οποίο στην αρχαιότητα μεταφορικά σχετιζόταν με το γυναικείο αιδοίο:
εντεύθεν δε και τους κρυπτούς τόπους τους κατά το γυναικείον αιδοίον παραφάσιας ονομάζουσι.
(Γαλην. Γλῶσσαι Ἱπποκρ., σελ. 538).
O απελευθερωτικός ερωτισμός, που διαποτίζει τους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος και τον οποίο ενισχύει η μεταφορικότητα του λόγου, είναι αποτέλεσμα αφομοίωσης μιας μακράς παράδοσης λογοτεχνικής, που ξεκινάει από την αρχαία ελληνική
ποίηση και φτάνει μέχρι τις βυζαντινές «Eκφράσεις». H «κοιλάδα με τους ροδώνες»
πυκνωτικά περιλαμβάνει περιγραφές φυσικών χώρων (π.χ. κήπων) που συναντάμε στη λόγια βυζαντινή γραμματεία. Ένα παράδειγμα περιγραφής κήπου (Έκφρασις), που συνειρμικά πιθανόν να τροφοδοτεί την ποιητική έμπνευση (η μεταφορικότητα του οποίου είναι πλήρης ερωτικών υπαινιγμών)
βρίσκεται στο μυθιστόρημα του Nικήτα Eυγενειανού «Tα κατά Δροσίλλαν και Xαρικλέα». Θα παραθέσουμε χαρακτηριστικούς στίχους (77-96):
Λειμών γαρ ην ήδιστος αυτής εν μέσω...
Πόα τε κρίνων και πόα τερπνή ρόδων
πολλή παρήν εκείσε, λειμώνος μέσον·
αι κάλυκες δε των ρόδων κεκλεισμέναι
ή μάλλον ειπείν μικρόν ανεωγμέναι
ταύτην εθαλάμευον ώσπερ παρθένον.
Τούτου δε πάντως αιτίαν λογιστέον
θερμαντικήν ακτίνα την του φωσφόρου·
όταν γαρ αύτη -και καλώς ούτως έχει-
μέσον καλύκων φλεκτικώς επεισβάλοι,
γυμνούσιν αύται τήν οοδόπνοον χάριν.
Και νάμα πηγιμαίον ήν ἐκεί ρέον,
ψυχρόν διειδές και γλυκάζον ως μέλι.
Κίων δε τις ανείχε της πηγής μέσον,
έσωθεν ούτω τεχνικώς γεγλυμμένος,
σωλήνι μακρώ δήθεν εξεικασμένος
δι’ ού το ρυτόν υπανήκετο τρέχον·
Η άποψη ότι η μόνη λύτρωση, ελπίδα και παρηγόρηση είναι η ερωτική γυναίκα
και ο συμβολισμός του «ρόδου» είχε ήδη διατυπωθεί και σε ένα από τα σχετικά
πρώιμα ποιήματα του Εγγονόπουλου. Πρόκειται για το ποίημα «Espoirs mexicains», με αφιέρωση «à Mr. André Breton», που γράφει στα γαλλικά και
δημοσιεύει το 1939 στα «Κλειδοκύμβαλα της σιωπής». Τίτλος και αφιέρωση συνδέουν
τη μεξικάνικη επανάσταση και το πολιτικό της όραμα (πολιτική και κοινωνική
απελευθέρωση) με το όραμα της «διαρκούς επανάστασης» του Μπρετόν και του
υπερρεαλισμού, που είχε σκοπό την αλλαγή του κόσμου και την απελευθέρωση του
ανθρώπου από όλα τα δεσμά του, όχι μόνο τα καλλιτεχνικά αλλά και τα κοινωνικά ή
τα ηθικά. Να σημειώσουμε ότι το 1938 ο Breton επισκέπτεται το Μεξικό και συναντά τον εξόριστο Leon Trotski, αλλά και τις «μυθικές» μορφές
της τέχνης του Μεξικού, το ζωγράφο Diego Rivera και τη σύντροφό του, επίσης
ζωγράφο, Frida Kalo. Στους τελευταίους στίχους του ποιήματος ο Εγγονόπουλος εναποθέτει στο «ἡδύ αἰδοῖον» των αγαπημένων γυναικών τις ελπίδες για την πραγμάτωση του δικού του
υπερρεαλιστικού απελευθερωτικού οράματος:
Notre plus fol espoir semblable à notre plus fol espoir. Semblable aussi,
dis - je, en plus d’ un point -pour ne pas dire en tous - à un sexe doux des
femmes les plus aimées, les plus nues, les plus vues.
Και η πιο τρελή ἐλπίδα μας έμοιαζε με την πιο τρελή ελπίδα μας. Έμοιαζε επίσης, λέγω, σε περισσότερα από ένα σημεία -για να μην πω σε όλα- με το ηδύ αιδοίον των γυναικών που περισσότερο αγαπήσαμε, των πλέον γυμνών, των πλέον εκτεθειμένων εις κοινήν θέαν.
(μτφρ. Κώστας Σταματίου)
Σε ένα, επίσης, από τα ωραιότερα ποιήματα του Εγγονόπουλου, που
δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του, με τίτλο «’Εξομολογήσεις τῆς στεριᾶς καί τῆς θάλασσας»[6], και ιδιαίτερα στην τελευταία στροφή, μέσα από το παιχνίδι της μνήμης με
τη λήθη, το «λουλούδι» ως σημαίνον του γυναικείου σημείου-σήματος της
σεξουαλικότητας και μετωνυμία της επιθυμίας γίνεται ταυτόχρονα και «μέτρο»
απολογισμού της ερωτικής ζωής του υποκειμένου:
η πίπα από γιούσουρι
όπου θωπευτικά κρατώ
στα δάχτυλα
ταυτόχρονα με την άφταστη του καπνίσματος
την ηδονή
μου φέρνει έντονα και της θάλασσας
τη γοητεία
με τ’ αρμυρίκια και τα φύκια
της
τους άπατους βυθούς της
τους βαθυγάλανους
και τους κρυφούς
την απίθανη λαμπρότητα
των ψαριών
και των φυτώνε
της
όμως
απ’ τα σαρκώδη λούλουδα
της θάλασσας
προτιμάω πολύ περισσότερο
τα άνθη
τα άνθη της στεριάς
τ’ αέρινα
για τα λουλούδια του κάμπου και των περβολιών
παθαίνομαι
και τα γνωρίζω καλά
ως τ’ ἀγαπώ:
η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος κάτι να γνωρίσουμε
γνωρίζω
λοιπόν
κάτι λουλούδια κόκκινα
που δε θυμάμαι πώς τα λένε
και φυσικά δεν μπορώ και ναν τα πω
και κάτι άλλα
λουλούδια
υπέροχα μυστηριώδη
και κρυφά
γνωρίζω
όπου αυτά τα ξέρω
τα ξέρω μάλιστα καλά
αλλά και που δεν κ ά ν ε ι
διόλου ναν τα πω
Συμπερασματικά θα παρατηρήσουμε ότι η ερωτική γυναίκα είναι για τους
υπερρεαλιστές η «μεγάλη υπόσχεση», η ελπίδα για τη σωτηρία του κόσμου, αυτή που
παρηγορεί και λυτρώνει τον άντρα-ποιητή. Η «κοιλάς των ροδώνων» στο ποίημα του
Εγγονόπουλου, ως «σωτηρία λύσις» και «παρηγόρηση», όχι μόνο για τον ίδιο τον ποιητή,
αποτελεί σύμβολο μιας νέας λατρείας, με τεράστια δύναμη και απελευθερωτική
προοπτική για όλη την ανθρωπότητα. Ο Εγγονόπουλος συμπυκνώνει μέσα σε τρεις
λέξεις και αποδίδει ποιητικά όλη τη θεωρία της απελευθέρωσης, που βασανιστικά
απασχόλησε φιλοσόφους και ψυχαναλυτές σε όλη τη διάρκεια του δέκατου ένατου και
του εικοστού αιώνα. O τίτλος αλλά και το ποίημα ολόκληρο από τη συλλογή «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες» περικλείουν όλη την ποιητική
κοσμοθεωρία αλλά και λειτουργούν ως ποιητική παρακαταθήκη του ποιητή και ζωγράφου Nίκου Eγγονόπουλου.
Ο Μιχάλης Άνθης
είναι δρ Φιλολογίας
[1] Νίκη Λοϊζίδη, Ο υπερρεαλισμός στη
νεοελληνική τέχνη. Η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου, Νεφέλη, Αθήνα 1984, 150.
[2] Ανδρέας Μπρετόν, Ο τρελός έρως,
ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1999, 12.
[3] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, …δεν
άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, Νεφέλη, Αθήνα 1980, 278-279.
[4] Κ. Τολίκα, Ο έρωτας στους ξένους
υπερρεαλιστές. Η υπερρεαλιστική γυναίκα, Φιλόλογος, τεύχ. 109, Φθινόπωρο 2002,
428.
[6] Νίκος Εγγονόπουλος, Το μέτρον: ο
άνθρωπος. Πέντε Ποιήματα και Δέκα Πίνακες, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου