8/3/14

Aπεικονίσεις της παρα-εμπειρίας

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ


Το 1985 παρουσιάζεται η ταινία του Κλώντ Λάνζμαν "Shoah". Αυτή αποτελείται κυρίως από συνεντεύξεις επιζώντων του Ολοκαυτώματος καθώς και από επισκέψεις σε τρία στρατόπεδα συγκέντρωσης, στο Τσέλμνο, στην Τρεμπλίκα και στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ το οποίο παρέχει υλικό τεκμηρίωσης και άρα πρέπει να διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες αφήγησης, αφού ο στόχος παραμένει ένας, να θυμηθούν, να μην ξεχάσουμε και η κινηματογραφική εγγραφή παραμένει, γιαυτόν το στόχο, ο πλέον κατάλληλος τρόπος. Εντούτοις οι λήψεις που δημιουργεί ο Λάνζμαν παραμένουν ανορθόδοξες: μεγάλα κενά διαστήματα μέσα στην αφήγηση, ένας ελλειπτικός τρόπος παρουσίασης, κυρίως, όμως, μία διστακτικότητα από την πλευρά των επιζώντων, σαν ο στόχος της ταινίας τελικά να ανατρεπόταν: εκεί όπου ο αρχικός  στόχος ήταν ο επιζών να θυμηθεί, τελικά γινόμαστε μάρτυρες μίας αντίθετης επίκλησης: να μη θυμηθούν, να μη μιλήσουν, να σωπάσουν μέσα από μία "σιωπή" πιο έντονη από την ίδια την ανάμνηση. Οι επιζώντες να κομπιάζουν, να πέφτουν σε λυγμούς, να βγαίνουν από το πεδίο λήψης της κάμερας ή να εκλιπαρούν: «ας μη μιλήσουμε πλέον γι' αυτό».  Οι επιζώντες του Ολοκαυτώματος συνήθως σιωπούν και αυτήν ακριβώς τη σιωπή προσπαθεί να αναλύσει ο Λυοτάρ στο βιβλίο του Le Différend. Σιωπούν πιθανά 1) γιατί θεωρούν αναρμόδιο τον συνομιλητή ώστε να αναφερθούν παρουσία του σε αυτό το γεγονός, 2) είτε γιατί το γεγονός δεν έγινε (αυτό θα πίστευε ο Φωρισσόν και οι αρνητές του Ολοκαυτώματος 3) γιατί δεν μπορούν να πουν τίποτα πάνω σε αυτό το γεγονός (πρόκειται για κάτι το παράλογο, το οποίο δεν μπορεί να εκφραστεί) 4) είτε, τέλος, γιατί θεωρούν ότι δεν είναι υπόθεση των επιζώντων να μιλήσουν γι' αυτό (δεν είναι άξιοι να μιλήσουν για ένα τέτοιο γεγονός, αφού αυτοί κατόρθωσαν να επιζήσουν, ενώ οι μάρτυρες-θύματα δεν μπορούν να μας πουν τίποτα). (Lyotard 1983, §26)  Οι περιπτώσεις 1,3,4 που αναφέρονται στη θέση του ίδιου του επιζώντα έχουν ένα κοινό παρανομαστή: υπάρχει σε αυτές η επιθυμία να μετασχηματιστεί αυτό το γεγονός σε φράση, παρόλο αυτά η εκφορά, τελικά, δεν πραγματοποιείται. Η σιωπή τους μετατρέπεται σε μία «αρνητική φράση». «Δεν βρίσκουμε λέξεις» να το εκφράσουμε. Σε αυτήν την κατάσταση δίνεται το όνομα διαφέρον (le différend, αυτό που διαφέρει ή και αναβάλλεται για αργότερα, για να θυμηθούμε την ντεριντιανή απόχρωση της έννοιας) που είναι άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου. Σε αυτές τις περιπτώσεις στις οποίες το αναφέρον δεν γίνεται προφανές, ο Λυοτάρ μας καλεί να εφεύρουμε καινούργιους τρόπους ή ιδιώματα ώστε τελικά να εκφραστεί.

Το μη-αναπαραστάσιμο αυτού του γεγονότος, η σιωπή του, δεν θα μπορούσε να παρασταθεί ούτε μέσα από μία εικονοποιεία, ούτε μέσα από μία μουσική υπόκρουση, αλλά μόνο ελλειπτικά, μετωνυμικά, σαν την προβολή του μαύρου που αποτελούσε το μόνο ικανό αίτημα να υλοποιήσει η πρωτοπορία μετά το Άουσβιτς, σύμφωνα με τον Αντόρνο. Στο Le Différend, ο Λυοτάρ αναλύοντας την έννοια της παρα-εμπειρίας που χρησιμοποιούσε πάνω στο γεγονός του Άουσβιτς ο Αντόρνο, σαν ένα γεγονός που δεν θα μπορούσε να υπόκειται σε καμία διαλεκτική, σημείωνε: «Το μοντέλο Άουσβιτς προσδιορίζει μία "εμπειρία" της γλώσσας που σταματά τον θεωρητικό λόγο. Ο τελευταίος δεν μπορεί να συνεχίσει μετά το Άουσβιτς. Έχουμε μπροστά μας ένα όνομα στο οποίο η θεωρητική σκέψη δεν μπορεί να λάβει χώρα. Δεν είναι ένα όνομα με την έννοια που ο Χέγκελ το κατανοεί, δηλαδή μία μορφή μνήμης που επιβεβαιώνει τη διάρκεια του αναφέροντος και της σημασίας του όταν το πνεύμα καταστρέφει τα σημεία του. Πρόκειται για ένα όνομα χωρίς θεωρητικό "όνομα", το οποίο δεν μπορεί να μετατραπεί σε έννοια... Το Άουσβιτς δεν έχει θεωρητικό όνομα γιατί είναι το χαρακτηριστικό όνομα μίας παρα-εμπειρίας, ή καλύτερα,  της καταστροφής της εμπειρίας» (Lyotard 1983, §151,155). Ωστόσο, γιαυτό το γεγονός μπροστά στο οποίο ο θεωρητικός λόγος μετατρέπεται σε σκουπίδια πρέπει να υπάρξει μία αναπαράσταση. Ποιες πρέπει να είναι οι στρατηγικές αναπαράστασης όταν αναφερόμαστε σε αυτό; Με ποιο τρόπο μπορεί να διατηρηθεί δραστική η μνήμη αυτού του γεγονότος. Το έργο του Ζ.Φ. Λυοτάρ σε μεγάλο βαθμό αποτελεί μία απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.
Καταρχάς, υπάρχει ο λόγος του ιστορικού ο οποίος υποστηρίζει: το γεγονός αυτό απαιτείται να τεκμηριωθεί με τον τρόπο της ιστορίας, να περιγραφεί και εν τέλει να ανασυγκροτηθεί. Ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ γράφει το "Un Eichmann de papier" περιγράφοντας τη στρατηγική του ιστορικού. Αυτός, σύμφωνα με τον Νακέ, είναι πάντα ο άνθρωπος της μνήμης, κάποιος που έχει ως στόχο να θυμηθεί και ως πρόθεση να ανασυγκροτήσει τα γεγονότα όπως αυτά έγιναν. Ωστόσο, το εναρκτήριο γεγονός συμβαίνει μία φορά και η ανασυγκρότησή του —η οποία δεν μπορεί να είναι ποτέ οριστική— γίνεται αντικείμενο των αρχείων και των δευτερογενών εγγραφών. Σε αντίθεση με τον Νακέ, ο Λυοτάρ τονίζει το γεγονός ότι ακόμα και οι πιο ισχυρή μνήμη, τα πιο λεπτομερή έγγραφα δεν θα μπορούσαν να ανασυγκροτήσουν το γεγονός «όπως έγινε». Απουσιάζει πάντα από αυτό το «ποσόν του συναισθήματος».  Στην προηγούμενη ένσταση πρέπει να προσθέσουμε και μία άλλη: τις τελετές μνήμης οι οποίες, σε τελική ανάλυση, αντιστρέφουν τον στόχο που εξαρχής ήθελαν να υπηρετήσουν. Ο δυτικός άνθρωπος, μετά το Άουσβιτς, είναι υποχρεωμένος να θυμηθεί. Ιστορία, τέχνη, πολιτική θέτουν το αίτημα της ανάμνησης. Στην πραγματικότητα, οι τελετουργίες της μνήμης απομακρύνουν από αυτόν το στόχο. Άλλωστε, το ίδιο το αντικείμενο της ανάμνησης, όπως στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος, είναι ιδιαίτερα σκοτεινό για την ιστορία της Δύσης. Σε τέτοιο βαθμό που είναι προτιμότερο να ξεχαστεί μέσα από την ίδια την υπέρμετρη αναπαράστασή του. Όσο περισσότερο παρουσιάζεται, τόσο λησμονείται. Αυτός είναι ο πλέον κατάλληλος τρόπος για τη Δύση να διαπραγματευτεί το ζήτημα «των Εβραιών» αφού αποτελούν, για το δυτικό κόσμο, ένα ασυνείδητο σύμπτωμα ή τραύμα για το οποίο δεν θα ήθελε να γνωρίζει τίποτα. (Lyotard 1990, σ. 26) Ωστόσο, ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο η επιστήμη της ιστορίας δεν επαρκεί για την περιγραφή αυτού του γεγονότος βρίσκεται αλλού:  «όταν αναπαριστούμε, εγγράφουμε στη μνήμη και αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει έναν καλό εργαλείο ενάντια στη λήθη. Θεωρώ ότι συμβαίνει το αντίθετο. Μόνο αυτό που έχει εγγραφεί, με την τρέχουσα έννοια του όρου, μπορεί να ξεχαστεί γιατί μπορεί να διαγραφεί». (Lyotard, 1990, όπ. παρ) Αντίθετα, μόνο αυτό που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο εγγραφών, είτε εξαιτίας έλλειψης της εγγραφόμενης επιφάνειας, διάρκειας ή τόπου για να κατατεθεί η εγγραφή… αυτό που δεν υπόκειται ποτέ σε μία σύνθεση, δεν μπορεί να λησμονηθεί και είναι παρόν –περισσότερο από παράσταση– ως συναίσθημα, (Affekt) «κατάσταση θανάτου» μέσα στη ζωή του υποκειμένου. (Lyotard, 1990, όπ. παρ).
Ο Λυοτάρ μας ζητά να παρουσιαστεί –και αυτό συνιστά την προκλητική του πρόταση– το ολοκαύτωμα ως συναίσθημα, (η σιωπή των επιζώντων δεν είναι λήθη, αλλά συναίσθημα τονίζεται στο Le Différend)  όχι απλά ως ιστορία και παράλληλα ως το μη-αναπαραστάσιμο που θα αναπαρασταθεί μεν, αλλά ως κάτι που ποτέ δεν παρουσιάστηκε και τελικά που ποτέ δεν θα καταστεί παρόν. Το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί να είναι προϊόν αναπαράστασης, με τον ίδιο τρόπο που είναι ένα φλιτζάνι, ένα τοπίο ή ακόμη και κάποιο άλλο ιστορικό γεγονός. Ούτε, επίσης, πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο ενός εύκολου συμβολισμού. Τα εργαλεία απεικόνισής του θα είναι περισσότερο η μετωνυμία, ο υπαινιγμός, η διαχείριση της ίδιας της σιωπής. Στα κείμενά του, η έννοια του συναισθήματος παρουσιάζεται είτε με την καντιανή χρήση, όπως τη συναντάμε στην Κριτική της κριτικής δύναμης, είτε φροϋδικά, είτε ταυτόχρονα και με τις δύο σημασίες. Να διευκρινίσουμε τη χρήση της φροϋδικής έννοιας συναίσθημα που χρησιμοποιείται από τον Λυοτάρ στην ανάλυση του θέματός μας.  
Στην ψυχανάλυση, η ανάμνηση του τραυματικού γεγονότος έχει θεραπευτικό αποτέλεσμα εάν συνοδεύεται από την αναβίωση του συναισθήματος που αντιστοιχούσε σε αυτό το γεγονός. Βέβαια, μπορεί να υπάρχει ένα συναίσθημα χωρίς αναπαράσταση ή μία αναπαράσταση χωρίς συναίσθημα. Από αυτήν την παρατήρηση εκκινά ο συλλογισμός του Λυοτάρ ο οποίος μας καλεί να παρουσιάσουμε το μη-αναπαραστήσιμο ως κάτι που ποτέ δεν έχει παρουσιαστεί και ποτέ δεν πρόκειται να γίνει παρόν. Το λυοταρικό συναίσθημα διεκδικεί μία παράσταση που αναβάλλει διαρκώς την παρουσία της. Το μέγεθος της οδύνης δεν χωρά μέσα στην παράσταση· εντούτοις, αυτή η οδύνη πρέπει να αναπαρασταθεί.  Για τον Φρόιντ, αλλά και για τον Λυοτάρ ό,τι υπονοείται μέσω σημείων, αλλά τελικά δεν παρουσιάζεται, είναι αυτό που δεν λησμονείται. Το Ολοκαύτωμα, η παρουσίασή του υπόκειται σε αυτήν την περίπτωση. Σε αυτήν τη διαδικασία «το ίδιο το γεγονός» που αναγγέλλουν οι ιστορικοί δεν παρουσιάζεται ποτέ. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μόνο το συναίσθημα ως μία διαρκή κατάσταση θανάτου μέσα στη ζωή του υποκειμένου. Μπροστά στη μέγιστη οδύνη, γιατί το Ολοκαύτωμα είναι τέτοια, ο λόγος των μορφών μιλά αλληγορικά, μέσα από μετωνυμίες· προσπαθεί να δημιουργήσει ή να εφεύρει ιδιώματα ώστε να μπορέσει να περισώσει τα εναπομείναντα.

Ο Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος είναι ιστορικός τέχνης

Βιβλιογραφία
J.F.Lyotard Le Différend, Minuit, 1983.
J.F.Lyotard, Heidegger and the Jews. Univ of Minnesota Press, 1990.


Δεν υπάρχουν σχόλια: