ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Το χαμόγελο της Τζιοκόντας, Ξύλο, μπρουτζόσυρμα, χρωμα, 2013 |
ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Στην εικοσαετία 1955-75
καταγράφεται στην Ελλάδα μια πυκνότατη ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, με
τις πολυκατοικίες της αντιπαροχής αλλά και την κατασκευή κτιρίων γραφείων,
ξενοδοχείων ή εργοστασίων – ο ρόλος της οικοδομικής «βιομηχανίας» στην
επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας μετά τον πόλεμο έχει αναλυθεί πολλαπλά,
ώστε να μη χρειάζεται εδώ κάποια ευρύτερη αναφορά. Εξίσου πυκνή είναι την ίδια περίοδο η δραστηριότητα
του δημόσιου τομέα στην παραγωγή αρχιτεκτονικής, μέσω κυρίως της προκήρυξης
αρχιτεκτονικών διαγωνισμών αλλά και μέσω των Τεχνικών Υπηρεσιών Υπουργείων και
Οργανισμών. Στον τομέα της κοινωνικής κατοικίας, της διοίκησης, της υγείας, της
εκπαίδευσης, του τουρισμού, του πολιτισμού, σχεδιάζεται και υλοποιείται ένας
σημαντικός όγκος αρχιτεκτονικού έργου, από αξιόλογους αρχιτέκτονες και γραφεία
που χρησιμοποιούν ανεπιφύλακτα τη διεθνή φονξιοναλιστική σύνταξη. Η έρευνα, η
καταγραφή και η ανάλυση αυτού του έργου παραμένει εν πολλοίς ανοιχτή – αν είναι
γνωστό το έργο του Κωνσταντινίδη στον ΕΟΤ και στον ΟΕΚ, όπως και κάποια
πανεπιστημιακά συγκροτήματα και κτίρια πολιτισμού, γνωρίζουμε ακόμη ελάχιστα
για τη «λειτουργική» αρχιτεκτονική αυτής της περιόδου, όταν δεν έχουν τεθεί από
αυτήν αισθητικά/ιδεολογικά αιτούμενα.
Στην οικοδόμηση των
πολυκατοικιών και των κτιρίων γραφείων, η κοινωνική κριτική μετά τη
μεταπολίτευση καταλόγισε τις ευθύνες για την «τσιμεντοποίηση» της πρωτεύουσας,
αγνοώντας σε πολλές περιπτώσεις τις τεχνικές και αρχιτεκτονικές τους αρετές
(λειτουργικός και δομικός κάνναβος, μορφολογική αφαίρεση, κατασκευαστική ποιότητα,
οικονομία κατασκευής) αλλά και τον κομβικό πολεοδομικό τους ρόλο, και
παρακάμπτοντας τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνιστώσες της
αστικοποίησης (ανάπτυξη βασισμένη στην εκμετάλλευση της αστικής γης, υψηλοί
συντελεστές δόμησης, οικοδομικοί κανονισμοί του 1955 και του 1973) που
καθόρισαν τις ασφυκτικές πυκνότητες του αστικού ιστού στο εμπορικό κέντρο και
τις περιοχές κατοικίας, και μορφοποίησαν, εν πολλοίς, την αρχιτεκτονική
ογκοπλασία. Ο ελληνικός φονξιοναλισμός (και ιδιαίτερα η πρώιμη περίοδός του,
μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50) απαξιώθηκε παράλληλα από την ιστοριογραφία
και αγνοήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος του στις ανθολογήσεις αρχιτεκτονικού Έργου.
Ο επώνυμος μεταπολεμικός
μοντερνισμός κινήθηκε, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70, κυρίως προς δύο
κατευθύνσεις με έντονο αισθητικό αίτημα: τον κλασικιστικό μισβαντεροϊκό
αφαιρετισμό (που εν πολλοίς εφαρμόστηκε σε μονοκατοικίες υψηλών εισοδημάτων, το
μέγεθος και ο προϋπολογισμός των οποίων επέτρεπαν τις στυλιστικές αναζητήσεις)
και τον πλαστικό μπρουταλισμό, κατευθύνσεις που υιοθέτησε και η αρχιτεκτονική
κριτική, υποτιμώντας στην πράξη πολλές, επώνυμες ή μη, πραγματοποιήσεις
πολυκατοικιών και κτιρίων γραφείων στην Αθήνα και τον Πειραιά. Αν, στην περίοδο
1957–1967, οι παρουσιάσεις πολυκατοικιών και κτιρίων γραφείων είναι συχνές στο
περιοδικό Αρχιτεκτονική, είναι χαρακτηριστική η πλημμελής δημοσίευση υλοποιημένων παραδειγμάτων
αστικής πολυκατοικίας στις διαδοχικές εκδόσεις των Αρχιτεκτονικών Θεμάτων και των Θεμάτων Χώρου+Τεχνών, μέχρι το 1980.
Η αλήθεια είναι ωστόσο
ότι η λειτουργική, κατασκευαστική και
αισθητική ποιότητα της μέσης αθηναϊκής πολυκατοικίας στις αναπτυσσόμενες
μεσοαστικές συνοικίες είναι αρκετά υψηλή, αν υπολογίσει κανείς τα οικονομικά
και τεχνικά δεδομένα (παράγοντας μάλιστα και ένα αυτόχθον μοντερνιστικό ύφος),
ενώ είναι αξιοσημείωτη στις περιοχές υψηλότερων εισοδημάτων, όπως ο Λυκαβηττός
και το Κολωνάκι. Ελλείψει άλλωστε ενός ευρύτερου προγράμματος κοινωνικής
κατοικίας από την πλευρά του κράτους μετά τον πόλεμο, η πολυκατοικία του ’60
αποτελεί αναγκαστικά το ελληνικό μοντέλο αστικής ανοικοδόμησης.
Ο Δεκαβάλλας τονίζει την
ικανότητα και την ευρηματικότητα των κατασκευαστών αλλά και την ποιότητα των
συνεργείων στα χρόνια της ανοικοδόμησης, τουλάχιστον στις κατασκευές στις
μεσοαστικές συνοικίες της Αθήνας, επισημαίνοντας ότι είχαν αφομοιώσει την
κατασκευαστική εμπειρία της μεσοπολεμικής πολυκατοικίας. Αντίστοιχα, ο Κώστας
Φινές αναφέρεται στις οικογένειες Μυτιληνιών μαστόρων, «τελευταίους φορείς της
τέχνης και της παράδοσης», που, διωγμένοι από τα χωριά τους μετά τον Εμφύλιο,
κατέφυγαν στην Αθήνα, ιδρύοντας συνοικισμό στα Τουρκοβούνια («όπως ακριβώς
παλιότερα οι Αναφιώτες μάστορες που εγκαταστάθηκαν στις βόρειες κλιτύες της
Ακρόπολης»), όπου μετέφεραν την οικοδομική τους εμπειρία στην πολυκατοικία της
αντιπαροχής και στα νέα δημόσια κτίρια.
Στη συνεργασία αυτών των
μαστόρων και εργολάβων με τους αρχιτέκτονες, και κατά ένα μέρος στη δική τους
συνεισφορά, οφείλεται η επεξεργασία ενός κατασκευαστικού κώδικα (υλικά και
οικοδομικές λεπτομέρειες) που θα διαδοθεί και σε υλοποιήσεις κατοικιών και
πολυκατοικιών χαμηλότερων προδιαγραφών, συνιστώντας ένα νέο ελληνικό «ανώνυμο»
(vernacular) ύφος, αντίστοιχο με
αυτό που αναπτύχθηκε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα στις ελληνικές πόλεις ως
«λαϊκός νεοκλασικισμός». Εντούτοις, όπως επισημαίνω στο τρίτο μέρος αυτού του κειμένου,
υπάρχει ακόμη ένα μεγάλο βιβλιογραφικό κενό στη μελέτη της αρχιτεκτονικής αυτής
της περιόδου, που είναι ακόμα μεγαλύτερο όσον αφορά την εξέλιξη των
κατασκευαστικών τεχνικών και την κωδικοποίηση των κατασκευαστικών λεπτομερειών,
χωρίς να παραβλέπει κανείς το γεγονός ότι κοινό χαρακτηριστικό στους
περισσότερους αρχιτέκτονες που εργάζονται στη δεκαπενταετία της ανοικοδόμησης
είναι η εξαιρετικά εκτεταμένη εργογραφία, που πολλές φορές οδηγεί αναπόφευκτα
ακόμα και καταξιωμένους δημιουργούς σε προχειρότητα.
Από το βιβλίο Αναγνώσεις της ελληνικής μεταπολεμικής Αρχιτεκτονικής, που θα
κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου