21/12/13

Στιγμιότυπα

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Soika & Eva (Pieta), 2009, 270 x 360 cm
ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΥ

Κυρίαν Άνναν Δ. Σκορδούλη, οδός Ερεσσού Αρ. 12, Αθήνας
 Στη θέση του αποστολέα:   Κέρκυρα 7 Μαρτίου 1922

Το χαρτόνι σε ανοικτό χρώμα σέπιας κατάστικτο από σημάδια λεπτά, οξειδωμένα, μυτούλες καρφίτσας, ακίδες άγνωστης προέλευσης, πέταγμα γόνιμης ή και χορτάτης μύγας, θα μείνει μυστικό καλά κρατημένο από το χρόνο. Εκείνος, ο άγνωστος που αρνείται να θέσει εις γνώσιν ημών αλλά και της κυρίας στην Αθήνα την διεύθυνσή του στην Κέρκυρα, κάθεται καταμεσής της καρτολίνας. Καρέκλα ξύλινη, απλή καφενείου, τραπεζάκι στρογγυλό με τρίποδα, γλάστρα με φυτό που σβήνει όπου να ‘ναι στην άκρη, ένα βιβλίο: η σκηνογραφία της φωτογραφίας θέλει να αποτυπώσει στο χαρτί την πνευματικότητα του άνδρα. Με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, το δεξί χέρι στο μικρό τραπέζι κλίνει προς τα κάτω και κρατεί εφημερίδα με τα δάχτυλα ανοιγμένα στα φύλλα της, ενώ το αριστερό την κρατεί πάνω στον αριστερό μηρό, με το αναμμένο τσιγάρο να ξετρυπώνει ανάμεσα στα δάχτυλα του. Μαύρο σακάκι και μαύρο γιλέκο, γραβάτα σκούρα κι αυτή, με τον κόμπο της βιαστικά δεμένο να κοιτάζει προς το άνθος, στο κεφάλι μπορσαλίνο με φαρδιά κορδέλα σκεπάζει τα μαλλιά αγνώστου χρώματος, μια υπόνοια μόνο ωριμότητας στους δύο κροτάφους. Το πρόσωπο, α! το πρόσωπο, όμορφο, αρρενωπό, φρύδια καλοχτισμένες γέφυρες πάνω από μάτια ανείπωτης γλύκας, με ένα σπίθισμα ειρωνείας, εκείνη την ειρωνεία της γνώσης του ποζαρίσματος στον φακό, της επίγνωσης του προς αποστολή μηνύματος κοίταξέ με, με το τσιγκελωτό μουστάκι να επιτείνει το μήνυμα, με βλέπεις; το κάτω χείλος στολισμένο το μειδίαμα, κι ύστερα φαρδιά πλατιά στο κάτω μέρος της φωτογραφίας: ‘’Σκληρόν το λυσμονείν’’ Π. Στάμου. Και είπαμε, χωρίς διεύθυνση αποστολής.

-Δεν ακούσατε καλά, είπα δυο ευρώ. Όχι οκτώ. Ακούς εκεί, οκτώ ευρώ για μια παλιοκάρτα. Πάνε, πέρασαν αυτά, τώρα φτηνύναμε, ναι, κι αυτήν, δύο ευρώ ό,τι πάρετε. Να, έχω εδώ κι αυτές, είπε και κατέβηκε από την φορητή σκάλα, ένα ευρώ ετούτες, τείνοντας με το χέρι του ένα πλαστικό άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες.
Και μένεις εκεί, καταμεσής του παλιατζίδικου, η μούχλα μυρίζει χρόνο παρατημένο, έρμαιο της σκόνης, κλειδωμένα συρτάρια που ανοίγουν μετά από καιρό, κιτρινισμένους έρωτες και θάνατο και μισεμό. Και κουβέντες δίπολες, τι να την κάνω τη ζωή τους, αλλά, πάλι… Μπορείς να αγοράσεις ζωές και ιστορίες και μνήμες των άλλων, πάντα των άλλων, μπορείς να δεις τη δική σου ζωή μετά από χρόνια παραπεταμένη σε τούτα τα ίδια ράφια, στα ίδια πλαστικά άλμπουμ: α, να, η φωτογραφία στο παλιομοδίτικο παιδικό καρότσι, - ρόδες να τροχοδρομούν στο άγνωστο, ετούτη του πτυχίου, μα όχι, καλύτερη η άλλη, εκείνη του γάμου, φυσικά, λουλούδια φρέσκα στις παλάμες, όχι, όχι το σαπιοκάραβο, πόσες ζωές μαζί του ρούφηξε στα βάθη του Αρχιπελάγους, και, δεν μπορεί να ήταν έτσι ο δρόμος με τις μπουκαμβίλιες, βέβαια, τα καπέλα στο δυνατό ήλιο αφήνουν σημάδια στα μάτια, οι σκιές, σκιές και σημάδια, τι περίμενες αλήθεια, άνθη θαλερά μόνο; Προς δύο ευρώ, άραγε;

Απομεσήμερο στο επαρχιακό ξενοδοχείο του Βορρά κι ο καφές να καίει τη γλώσσα. Με την εξωτερική τους πλευρά τα δάχτυλα χαϊδεύουν τις μόλις αγορασμένες παλιές φωτογραφίες, σκληρό το λησμονείν. Το ασανσέρ αγκομαχώντας σταματά στο ισόγειο. Ο ιδιοκτήτης βγαίνει με την πλάτη προς το χωλ σέρνοντας πίσω του ένα χριστουγεννιάτικο δένδρο, ψεύτικο είναι, από αυτά που στις λαϊκές αγορές αγοράζεις από τσιγγάνους: τούφες συνθετικό χιόνι και κόκκινα κουτάκια δώρων – τάχα μου - πάνω του, το σέρνει ως την άκρη της εισόδου, πίσω από την τζαμαρία. Το επιθεωρεί, το στρίβει από δω κι από κει, το στερεώνει στη άδεια γλάστρα. Μια σειρά από φωτάκια χρωματιστά απλώνονται από την κοντινή πρίζα στα κλαδιά του. Έξω βρέχει. Εδώ όλο βρέχει, έγραφε στα γράμματά του. Γίνεται σούσουρο, μια μικρή αναστάτωση στα μάτια των κοριτσιών, καθισμένες στον καναπέ κοιτούν το βροχερό απόγευμα να φθάνει, πρωτοετείς φοιτήτριες σε μακρινή πολιτεία περιμένουν τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Νεαρά αγόρια εισβάλλουν στο σαλόνι, παίκτες ομάδων δεύτερης ή και τρίτης εθνικής κατηγορίας σε επαρχιακό ξενοδοχείο, ημέρα Σάββατο, συζητούν για τον ποδοσφαιρικό αγώνα του απομεσήμερου, με μέτριο καφέ και καμμένα κρουασάν, ονειρεύονται τον κυνηγό ταλέντων που, δεν μπορεί, θα ψάχνει, θα περάσει να δει και τη δική τους δύναμη στα πόδια, το γερό σουτ, το εύστοχο πέταγμα της μπάλας στα δίχτυα. Αν όχι σήμερα, την άλλη βδομάδα, εξάπαντος, ή τον νέο χρόνο που σε λίγο αρχίζει. Τότε μόνο προσέχω την φρέσκια στάμπα του καφέ, μια σκούρα κηλίδα ν’ απλώνεται και να τρώει αργά και αποφασισμένα το ανορθόγραφο και καλλιγραφημένο λυσμονείν του κυρίου Στάμου.


Το τελευταίο πεζογραφικό βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού, Ένα μολύβι στο κομοδίνο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: