17/8/13

Υπνοβατώντας στη Χιλή

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ, Θάνατος στο Βαλπαραΐζο, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 266
    
Στο Σαντιάγο της Χιλής, στο πάτιο ενός τυπικού λατινοαμερικάνικου μεγάρου όπου φιλοξενείται ο γηραιός, ετοιμοθάνατος ηγέτης της πρώην λαοκρατικής Γερμανίας, οι σκιές και τα φαντάσματα της ιστορίας άλλοτε σαν τραγωδία και άλλοτε σαν φάρσα πυκνώνουν απειλητικά και δυσοίωνα κάνοντας τον αέρα αποπνικτικό. Στη διάρκεια μιας μέρας από το πρωί μέχρι το βράδυ ο Έλληνας ψυχίατρος, που εργάζεται εδώ και δύο χρόνια σε ένα κρατικό νοσοκομείο της πόλης, συμπαραστέκεται τον τελευταίο Γενικό Γραμματέα και Πρόεδρο της Ανατολικής Γερμανίας. Τον συντροφεύει, αρωγός και φύλακας, σε μια ιδιόμορφη αγρυπνία μέχρι τελικής εξάντλησης. Σε μια εκ βαθέων λυτρωτική εξομολόγηση-απολογία. Καθώς έχει προεπιλεγεί εν αγνοία του για να επιτελέσει μια ειδική αποστολή, πέραν των ψυχοπροφυλακτικών αρμοδιοτήτων του προς τον ασθενή, βουτά χωρίς να το αντιληφθεί σε έναν απρόσμενο εφιάλτη, μέσα σε ένα απόκοσμο περιβάλλον, ανάμεσα σε λανθάνουσες όψεις της πραγματικότητας. Στη λευκή βίλα του ιδιόρρυθμου αινιγματικού ιδιοκτήτη έρχεται αντιμέτωπος με το κενό που δημιούργησε η εκκωφαντική κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την απειλή της εκκόλαψης των νεοναζιστικών μορφωμάτων στο έδαφος μιας χώρας ανεκτικής στους κάθε λογής έκπτωτους και φυγάδες. Γίνεται κοινωνός της σωματικής φθοράς, της πικρίας αλλά και του σθένους του πολιτικού ανδρός που υπήρξε παιδί της εργατικής τάξης, μαχητής εναντίον του φασισμού και λαϊκός ηγέτης. Παρακολουθεί τις διηγήσεις από τα περασμένα μεγαλεία, τις ερινύες να τον επισκέπτονται επίμονα και την ερωτική έξαψη στις τελευταίες της αναλαμπές. Και όλα αυτά μαζί συγχέονται στη ζέστη και την άπνοια του αδυσώπητου χιλιάνικου καύσωνα, κάτω από τους ήχους του τσαράνγκο, ένα είδος αφρικάνικης κιθάρας και τα ρυθμικά κτυπήματα του τυμπάνου.

Ένα μυθιστόρημα που τοποθετεί το κέντρο βάρους της πλοκής στις τελευταίες ημέρες του αυτοεξόριστου Έρικ Χόνεκερ στη Χιλή δεν μπορεί παρά να έχει έντονες αναφορές αιχμές και νύξεις στα πολιτικά και ιστορικά συμφραζόμενα και στις κοινωνικές παραμέτρους της εποχής. Μνήμες από το ένδοξο κομμουνιστικό παρελθόν και τον ψυχρό πόλεμο, αφηγήσεις για το Βερολίνο, τη διχασμένη περιτείχιστη πόλη, προσδοκίες για ισότητα ελευθερία και δικαιοσύνη για όλους, αλλά και πικρία για τη δίκη που τον καταδίκασε, τη φυλακή, την ανήκεστο βλάβη και το τελευταίο αναγκαστικό καταφύγιο στο Σαντιάγο της Χιλής.
Τον συγγραφέα εμπνέουν οι χώροι. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που επέλεξε να αυτοβιογραφηθεί ο Μένης Κουμανταρέας: «γεννήθηκα στην Πλατεία Αμερικής, μεγάλωσα στη Βικτώρια, ζω στην Κυψέλη, είναι το εικοστό δεύτερο βιβλίο μου». Με μια ελάχιστη διαδρομή διασχίζει το χρόνο και το χώρο σχηματίζοντας ένα τρίγωνο στο σώμα της πόλης. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα εγκαταλείπει την αγαπημένη του Αθήνα αλλά με τον ίδιο αισθαντικό τρόπο αναπαριστά το λιμάνι του Βαλπαραΐζο. «Μια πόλη αμφιθεατρική κτισμένη πάνω σε λόφους που είναι ταυτόχρονα μια απέραντη κουζίνα και ένας τεράστιος οχετός». Με τα απότομα βράχια και τα σπίτια από τσίγκο, πολύχρωμα και εύθραυστα σαν παιδικά παιχνίδια, πυργωμένα σε επάλληλες στρώσεις να αιωρούνται πάνω από τον γκρεμό και τα υψωμένα κατάρτια των καραβιών, και «μια απαρχαιωμένη κατασκευή με βαγονέτα να εκτελεί τη συγκοινωνία αρχίζοντας ψηλά από τους λόφους και καταλήγοντας στη θάλασσα».
Στην ονειροφαντασία αυτή που στήνει παντού παραμορφωτικούς καθρέφτες οι αλήθειες γίνονται ρευστές και οι βεβαιότητες γλιστρούν από τα δάκτυλα. Σε ένα σκηνικό που ελλοχεύουν οι αόρατες απειλές, η ένταση του τέλους και του χρόνου που λιγοστεύει, μέσα στον μαγικό κύκλο της αφήγησης συμπλέκονται πραγματικά και επινοημένα γεγονότα. Εκτός από τον Έλληνα  πρώην κομμουνιστή και με πρόθεση να πολιτευτεί γιατρό, τον παροπλισμένο απαξιωμένο πρώην παντοδύναμο ηγέτη Έρικ Χόνεκερ, αδύναμο γέρο και άρρωστο, συμμετέχει ο αμφιλεγόμενος νεοναζί οικοδεσπότης του, μια γοητευτική εταίρα που διευθύνει έναν παράξενο οίκο παραισθήσεων και ανοχής, η σύζυγός του Μάργκοτ και ο αινιγματικός σωσίας του. Εκτοπισμένα παράταιρα φαντάσματα από το σοσιαλιστικό παρελθόν της δύναμης και της παντοδύναμης εξουσίας.
 Ο Μένης Κουμανταρέας φιλοτεχνεί ένα απροσδόκητο πολιτικό θρίλερ με κινηματογραφική δομή που διαθέτει εξωτισμό, ερωτισμό, πλεκτάνες, αινίγματα, και ανατροπές. Στον αφηγηματικό καμβά συνυπάρχουν γοητευτικοί τόποι, ανθρώπινα προσωπεία προϊόντα πλαστικών εγχειρίσεων, βιντεοσκοπήσεις-μανιφέστα, μια φιλοναζιστική συνωμοσία που εξυφαίνεται από τον οικοδεσπότη και μεθοδεύεται με ανατρεπτικό τρόπο από τη μυστηριώδη εταίρα, και κυρίως η ανάγκη του αυτοεξόριστου ετοιμοθάνατου ηγέτη να στείλει την πολιτική του διαθήκη πίσω στη χώρα του. Παρακαταθήκη σ’ έναν κόσμο που βουλιάζει στην κρίση παραδομένος στις κυνικές νεοφιλελεύθερες πρακτικές και στις επιταγές των αγορών.
Σ’ ένα λευκό σπίτι, σε μια λευκή αυλή ο Έρικ Χόνεκερ βαδίζει προς το τέλος, σ’ έναν κόσμο αναποδογυρισμένο, θρυμματισμένο, χειμαζόμενο, όπου σπανίζουν οι πολιτικές κινητήριες ιδέες, τα οράματα και τα ιδανικά και καλπάζει η ακροδεξιά δημαγωγία. Η βραχνή κουρασμένη του φωνή στέλνει ένα μήνυμα, σαν παρηγοριά, σαν απειλή ή μήπως σαν ύστατη υπόμνηση της σπειροειδούς κίνησης της ιστορίας. Ένας χρησμός σαν ενοχλητικός ιός που τρυπώνει στις ναρκωμένες συνειδήσεις των ανθρώπων: «Θα ξαναγυρίσω».

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: