21/4/13

H Μάργκαρετ Θάτσερ, το παρελθόν και η ιστορία

ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΥΡΙΑΤΟΥ

Αλέξανδρος Βέργης- Χωρίς τίτλο
Η χρήση του παρελθόντος ως ρητορικό σχήμα που εξυπηρετεί πολιτικούς στόχους δεν είναι ασυνήθης στους πολιτικούς. Συχνότερα απαντάται μεταξύ εκείνων που εγκαινιάζουν μια νέα εποχή και, ως εκ τούτου, η επίκληση του παρελθόντος είναι και μια αναμέτρηση με αυτό. Η σχέση της Μάργκαρετ Θάτσερ με το παρελθόν είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Επικαλούμενη την αφοσίωσή της στις βικτωριανές αξίες, όπως εκείνη τις φανταζόταν, κήρυττε την πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμού: Η σκληρή δουλειά, η φειδώ, η αυτάρκεια, η ιδιωτική φιλανθρωπία, η προσωπική ευθύνη και ο πατριωτισμός ήταν για την Θάτσερ, η οποία δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ιστορία, οι αξίες που οδήγησαν την Βρετανία να γίνει η πιο πλούσια και δυναμική χώρα της εποχής εκείνης, ακριβώς επειδή απελευθέρωσε το επιχειρηματικό πνεύμα, το οποίο η Θάτσερ έβλεπε ως εγγενές στον βρετανικό εθνικό χαρακτήρα. Ο ίδιος ο εθνικός χαρακτήρας επιστρατεύτηκε ήδη από την πρώτη της θητεία, με τον πόλεμο των Φόκλαντ όπου, επικαλούμενη τον Τσώρτσιλ, μίλησε για τη «νησιωτική φυλή» η οποία μπόρεσε να αναδείξει τις γνήσιες βρετανικές αρετές και να απελευθερώσει τα μικρά νησιά του Ειρηνικού από τους Αργεντινούς κατακτητές, με στόχο την άμεση ενδυνάμωση της δημοτικότητάς της στις δημοσκοπήσεις - η οποία εκτοξεύτηκε με την εκστρατεία αυτή.

Όμως το παρελθόν αυτό που επικαλούνταν η Θάτσερ ήλθε να συγκρουστεί με το παρελθόν εκείνο στο οποίο πολλοί Βρετανοί απέδιδαν μια άλλη περίοδο ευμάρειας, η οποία επίσης συγκαταλέγονταν στα εθνικά επιτεύγματα: τη μεταπολεμική Βρετανία της συναίνεσης, του εκτεταμένου κοινωνικού κράτους και της ασφάλειας, μια περίοδος κατά την οποία, για πρώτη φορά στη μακρά ιστορία της χώρας, είχε επιτευχθεί μια, έστω και ευάλωτη, κοινωνική συμφιλίωση. Ακόμα περισσότερο συγκρούστηκε με το παρελθόν της δεκαετίας του 1960, την εποχή των μεγάλων πολιτισμικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αναγνώρισαν τις αλλαγές που είχαν ήδη συντελεστεί κατά την περίοδο της αποαποικιοποίησης και διεθνοποίησης της κοινωνίας και θέσπισαν νόμους που υπεράσπιζαν την φυλετικά πολυπολιτισμική και κοινωνικά ανεκτική βρετανική κοινωνία. Την περίοδο δηλαδή που, κάποιοι άλλοι, ισχυρίζονταν ότι, επιτέλους, έβαλε τέλος στη βικτωριανή εποχή. Μολονότι ούτε η Θάτσερ, που κήρυττε την επιστροφή στις βικτωριανές αξίες, ούτε και όσοι ισχυρίζονταν ότι με την «ανεκτική κοινωνία», όπως ονομάστηκε, τέλειωσε η βικτωριανή εποχή, ήταν δίκαιοι με την ίδια τη βικτωριανή εποχή, δηλαδή τη μακρά περίοδο του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, κατά την οποία η Βρετανία γνώρισε και βαρύτατες οικονομικές κρίσεις αλλά και διακυμάνσεις ηθών, η σύγκρουση είναι εμφανής.
Οι ιδέες περί κοινότητας και συλλογικότητας, όπως προέκυπταν από τις αξίες του κράτους πρόνοιας, έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με τις ιδέες του οικονομικού ατομικισμού που ήθελε να επιβάλει η Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι πολιτισμικές της παρεμβάσεις είχαν αυτό ακριβώς το σκοπό, να μετατρέψουν τον κοινωνικά ευαίσθητο πολίτη σε απενοχοποιημένο καταναλωτή που πληρώνει για ιδιωτικές και δημόσιες υπηρεσίες, όπου το άμεσο οικονομικό όφελος θεωρείται σημαντικότερο του «κοινού καλού», που έμοιαζε τώρα σαν άχρηστη τροχοπέδη από το παρελθόν. Άλλωστε, όπως η ίδια είχε πει το 1988, στους κυριακάτικους Times, μετά την τρίτη της εκλογική νίκη, «η οικονομία δεν είναι παρά η μέθοδος. Ο σκοπός είναι να αλλάξουμε την ψυχή». Το γεμάτο αυτοπεποίθηση άτομο της δεκαετίας του '80, το οποίο υιοθετούσε το νέο ήθος απέναντι στην εργασία, την κοινωνία και τον εθνικό εαυτό, και ενσάρκωνε τον μεγαλοϊδεατισμό της νέας δεξιάς που αξίωνε να επεκτείνει το επιχειρηματικό πνεύμα σε όλους τους τομείς της ζωής, απεικόνιζε αυτή τη «μετάλλαξη της ψυχής», όχι μόνο για την Βρετανία αλλά, σταδιακά, για πολλές χώρες του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα, η έκρηξη του ενδιαφέροντος του μη ειδικού κοινού για το παρελθόν, και πολύ συχνά για τον εθνικό εαυτό, που άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και στη Βρετανία αλλά και σε πολλές ακόμα χώρες και σταδιακά ονομάστηκε δημόσια ιστορία, είχε προνομιακή μεταχείριση στην περίοδο της ηγεμονίας της Θάτσερ. Κυρίαρχοι μύθοι σχετικά με τη βρετανική κοινωνία ενισχύθηκαν και προβλήθηκαν ιδιαίτερα, όπως η προβολή των επαύλεων της αριστοκρατίας που έγιναν μουσεία, τα καλοσυντηρημένα κάστρα που απεικόνιζαν δίκαιους βασιλείς και ηρωικούς πολέμους. Ταυτόχρονα, με νόμο του 1983, επιχειρηματίες αντικατέστησαν τους δημοσίους υπαλλήλους καριέρας στα συμβούλια των εθνικών μουσείων, με σκοπό να καταρτίσουν προγράμματα με τα οποία τα μουσεία να γίνουν πιο εμπορικά και πιο δημοφιλή.
Πράγματι, η διευρυμένη εμπορευματοποίηση του παρελθόντος, που στην κορύφωσή της ονομάστηκε και «βιομηχανία της κληρονομιάς», έφερε το πολιτισμικό στίγμα της Θάτσερ, αλλά στην εξέλιξή της δεν προώθησε αναγκαστικά μόνο τις δικές της πεποιθήσεις για το γνήσιο παρελθόν και την ιστορία. Τόποι κληρονομιάς, με ανταγωνιστικές ιδέες προς την αναπαράσταση της εύρωστης βρετανικής κοινωνίας του παρελθόντος, αποδείχθηκαν εξίσου δημοφιλείς με εκείνους των δοξαστικών αντιλήψεων γι’ αυτό το παρελθόν, όπως μνημεία που απεικόνιζαν τόπους εργασίας, μόχθου, ακόμα και της εμπειρίας της ανεργίας. Από την ευρεία εμπορευματοποίηση του παρελθόντος όμως επωφελήθηκαν, τελικά, και οι αντίθετες προς τις κυρίαρχες αντιλήψεις για το παρελθόν.
Μια ανάλογη απόπειρα για παρέμβαση στην επίσημη ιστορία στα σχολεία, που επιχείρησε η Θάτσερ στο τέλος της θητείας της, είχε παρόμοια μοίρα. «Αν και δεν είμαι εγώ η ίδια ιστορικός», είχε πει, «έχω μια ξεκάθαρη ιδέα του τι είναι ιστορία: η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο από την αναφορά στα γεγονότα του παρελθόντος». Το κριτικό πνεύμα και οι διαφορετικές ερμηνείες δεν είχαν θέση σε αυτού του είδους την ιστορία ενώ, αντίθετα, οι ξεκάθαρες σκέψεις πάνω σε πολύπλοκα πράγματα ήταν μέρος των προθέσεών της στο σχεδιασμό του νέου εκπαιδευτικού προγράμματος για την ιστορία. Το ίδιο το εθνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που καταρτίστηκε το 1990, λίγο πριν την παραίτησή της, και έγινε αποδεκτό μετά από μακρόχρονες συζητήσεις των εκπαιδευτικών, έσπαγε ένα ακόμα εθνικό ταμπού, δηλαδή την κρατική παρέμβαση στο περιεχόμενο των σπουδών, σε μια χώρα με μακρά παράδοση στην ελευθερία των σχολείων να συντάσσουν τα δικά τους εκπαιδευτικά προγράμματα. Στην πράξη όμως η Θάτσερ δεν μπόρεσε να περάσει μια ενιαία γραμμή ηθικής διαπαιδαγώγησης μέσω της ιστορίας, η οποία θα ήταν αγγλοκεντρική και θα εξυμνούσε τους άγγλους ήρωες, όπως η ίδια επιθυμούσε, χάρη στην αντίσταση των εκπαιδευτικών, που πρότειναν εναλλακτικά προγράμματα, τα οποία πρόβαλλαν την πολυπολιτισμικότητα και την κοινωνική πολυμορφία της Βρετανίας.
Ο κοινωνικός διχασμός που προκάλεσε η πολιτική ζωή τής Θάτσερ, αλλά, όπως φαίνεται, και ο θάνατός της, απέδειξε ότι η περίφημη οικονομική της πολιτική όχι μόνο δεν μπόρεσε να λειάνει αλλά, αντίθετα, όξυνε τις κοινωνικές και πνευματικές αντιθέσεις. Με τη βοήθεια του μεγαλύτερου επιτεύγματός της, όπως είπε η ίδια, τη δημιουργία των Νέων Εργατικών, οι αντιθέσεις αυτές μάλλον διαιωνίστηκαν. Οι αξίες της αγοράς, οι οποίες όντως επικράτησαν και μετέτρεψαν τον κοινωνικό ιστό, όχι μόνο της βρετανικής αλλά και πολλών άλλων κοινωνιών, βρήκαν στην Μάργκαρετ Θάτσερ την πρώτη τους δυναμική υπέρμαχο. Η επίκληση στο εξωραϊσμένο παρελθόν, ή ακόμα και στην ιστορία των εθνικών ηρώων, βρήκε αρχικά κάποιους σύμμαχους. Η ψυχή, ωστόσο, μπορεί πάντα να αντιστέκεται.

Η Αθηνά Συριάτου είναι ιστορικός και διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

1 σχόλιο:

Κατερίνα Τοράκη είπε...

Εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο και μάλιστα οι αναφορές στη "βιομηχανία της κληρονομιάς", όπου (και) στην Αγγλία ανθίζει ιδιαίτερα, μου θύμισαν το βιβλίο "Χειμώνας στον πολιτισμό" του Jean Clair (που και παρά τις πιθανές υπερβολές του, έχει τόση αλήθεια).