15/3/13

Ένας πολλαπλά ρηγματωμένος κόσμος

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

ΛΙΛΑ ΚΟΝΟΜΑΡΑ, Το δείπνο, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 258

Το δείπνο ως μέρος και ως μέσο έκφρασης της κοινωνικής τελετουργίας, σημαίνει τη συνάθροιση και ίσως, ιδεωδώς βέβαια, τη σύγκλιση και την επαφή ορισμένων ατόμων, με αφορμή μεν το φαγητό αλλά με βαθύτερη και μονιμότερη αιτία την πανάρχαιη ανάγκη (ή και την ελπίδα) ουσιαστικότερης συνάντησης με τον άλλο, συγγενή ή γνωστό. Υπάρχουν είναι η αλήθεια πολλών λογιών δείπνα, με μια απειρία συμβολισμών για το καθένα τους, αναλόγως με τα πρόσωπα που προσέρχονται και τους σκοπούς φανερούς ή κρυφούς που εξυπηρετούν, γι’ αυτό άλλωστε και το στοιχείο του «ομοτράπεζου» χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ από όλες τις τέχνες, από τη ζωγραφική ως τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Αρχής γενομένης από το «Συμπόσιο» του Πλάτωνος, τα «Συμποσιακά» του Πλουτάρχου, τους «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου, ένα είδος εγκυκλοπαιδείας για την γευσιγνωσία της αρχαιότητας, το γεύμα ή το δείπνο (αν και δεν είναι το ίδιο πράγμα) έχουν μια κεντρική, εμβληματική σημασία σε πολλά αφηγηματικά ή φιλοσοφικά κείμενα, ενώ στο νου μου έρχονται συνειρμικά και αρκετές κινηματογραφικές ταινίες (κάποιες τις θεωρώ σταθμούς)  που εστιάστηκαν σ’ένα τραπέζι με τους πέριξ συνδαιτημόνες: τους Νεκρούς του Τζέημς Τζόυς, Το δείπνο της Μπαπέτ της Κάρεν Μπλίξεν, Το γυμνό γεύμα του Ουίλλιαμ Μπάροουζ, αλλά επίσης τον Εξολοθρευτή άγγελο του Λουίς Μπουνιουέλ, Το μεγάλο φαγοπότι του Μάρκο Φερέρι ή το σχετικό με το θέμα επεισόδιο στο Pulp fiction του Κουέντιν Ταραντίνο. Εν ολίγοις, ο προφανής και εύκολος συμβολισμός του δείπνου είναι η συνένωση, η προοπτική της επικοινωνίας μεταξύ γνωστών και αγνώστων, αν και αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε, γιατί πολύ συχνά, όπως στο μυθιστόρημα Το δείπνο της Λίλας Κονομάρα, τα πράγματα αλλάζουν ή αντιστρέφονται, και η συνάφεια βαθαίνει παρά μειώνει τις διαφορές!

Στο βιβλίο της Κονομάρα τα πρόσωπα που προσκαλούνται δεν είναι πια νεαρά, ο μέσος όρος της ηλικίας τους είναι προς την υποτιθέμενη ωριμότητα, αλλά αυτό δεν εμποδίζει το βάθεμα των μεταξύ τους διαφορών. Οι συνθήκες πάντως είναι ευνοϊκές για ένα συμπαθές βράδυ, αυτό ελπίζει και η οικοδέσποινα, η Ελένη. Το διαμέρισμα είναι σε μια παράκτια περιοχή της Αττικής, με μια βεράντα που έχει από κάτω της σαν πιάτο τη θάλασσα του Σαρωνικού, αλλά οι ανταγωνισμοί, οι διαγκωνισμοί και οι αντιπαλότητες βγαίνουν πολύ πιο εύκολα σ’ αυτή την χαλαρή ατμόσφαιρα του δείπνου, δημιουργώντας στον αναγνώστη μια αυξανόμενη πίεση, ίσως μια αμηχανία που δεν προέρχεται από την αφήγηση αλλά την προβολή της αφήγησης στη φαντασία του. Είναι αδύνατο να είμαστε ωσεί παρόντες στο τραπέζι  αυτό χωρίς να σκεφθούμε ό,τι η υπαρξιακή φιλοσοφία του Σαρτρ όρισε τόσο καλά –και τόσο έγκαιρα- σαρώνοντας τις ουμανιστικές μας αυταπάτες: η κόλασή μας είναι οι άλλοι. Η αλήθεια είναι σ’ αυτό καθαυτό το μυθιστόρημα δεν συμβαίνουν, ως δράσεις, πολλά πράγματα. Το δείπνο δεν είναι ένα κεφαλαιώδες συμβάν από μόνο του, όμως είναι το κλειδί που χωρίς αυτό είναι αδύνατο να συνδέσουμε τα τρία μέρη του βιβλίου της Κονομάρα. Αν και τα τρία αυτά μέρη είναι αποκλίνοντα, με άλλα λόγια αν και σ’ αυτά τα μέρη αναπτύσσονται αφηγήσεις με διαφορετικό ορίζοντα η κάθε μια και από διαφορετικά πρόσωπα, είναι σε κάποιο βαθμό επάλληλα. Χρειάζονται το ένα το άλλο και υποστηρίζονται μεταξύ τους. Χωρίς να έχει υπάρξει το δείπνο της Ελένης δεν θα είχε μάλλον ωριμάσει το σχέδιο του Αντώνη, ενός αποτυχημένου μουσικολόγου, να οργανώσει με δόλια μέσα την  επαγγελματική εξόντωση του φίλου του, Στέφανου, τον οποίο στο βάθος φθονεί και μισεί. Δεν θα είχαν, ακόμα, ανακαλύψει το απροσδόκητο αισθησιακό τους δέσιμο η Λήδα και ο Μάνος, και δεν θα είχε ανοιχτεί εκείνη σ’ ένα πέλαγος λαγνείας που φτάνει στον νοσηρό ερωτισμό. Και, τέλος, ίσως δεν θα είχε πεθάνει η Ελένη, κάνοντας την ασιάτισσα υπηρέτριά της, τη Λι, να βρει την ευκαιρία να αρπάξει τα χρήματά της (προϊόν απάτης κι αυτά) και να φύγει για την Αμερική, επιβιβαζόμενη στο πλοίο που εκείνη την ίδια νύχτα του δείπνου περνούσε φωταγωγημένο κάτω από τον εξώστη του σπιτιού.
Με μια έννοια, λοιπόν, σ’ αυτό το μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα, όπως άλλωστε και στο προηγούμενό της, την Αναπαράσταση (2009), όλα είναι σχετικά αλλά και, συνάμα, όλα ακολουθούν τον δικό τους, τυχαίο δρόμο, γιατί κάτι το επουσιώδες, το ανεπαίσθητο μπορεί να είναι η κινητήρια αφορμή για να φτάσουν τα πράγματα σε ένα αποτέλεσμα ή να μη φτάσουν. Όλα κρέμονται από μια κλωστή! Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα συγκλίνοντα στοιχεία και στα τρία μέρη, τα οποία ασφαλώς η συγγραφέας δεν τα ενσωμάτωσε κατά τύχη στην πολυφωνική, τριπλή της αφήγηση: ένα στοιχείο από αυτά το μνημονεύσαμε ήδη στην αρχή και δεν είναι άλλο από το φαγητό. Το δείπνο ανοίγει και κλείνει, ως σύνθεση, με το φαγητό. Αλλά, ο αναγνώστης δύσκολα μπορεί να πει αν αυτό εδώ το φαγητό, ο τρόπος του σιτίζεσθαι, έτσι όπως τον εννοούν τα συγκεκριμένα μυθιστορηματικά πρόσωπα, είναι  ένα κίνητρο απόλαυσης, ή, μήπως, είναι το επιστέγασμα της αθυμίας, της αδιαφορίας ορισμένων, και ενδεχομένως ο εφιάλτης και το κίνητρο του πανικού για κάποιους άλλους;  Σίγουρα ο Αντώνης που είναι συνεχώς σε μια έκρυθμη ψυχική κατάσταση, για να κρύψει τους φόβους και τις ενοχές του καταφεύγει στη μέθη, και, το ίδιο σίγουρα, ο έγκλειστος άντρας που έχει στο υπόγειο σπίτι της η Λι, στη Νέα Υόρκη, και το ταΐζει με το ζόρι, βλέπει το φαγητό ως εφιάλτη, αφού η Λι του έκοψε τη γλώσσα από το φόβο μήπως και τη μαρτυρήσει στις Αρχές. Το φαγητό λοιπόν ως πηγή δυστυχίας, ή, το δείπνο ως επιστέγασμα του εσωτερικού πένθους: αυτή είναι η άλλη πλευρά μιας ανθρωπότητας που σε ένα μεγάλο μέρος της εξακολουθεί να πεθαίνει καθημερινά από την έλλειψή του. Αλλά και η κομμένη γλώσσα του ανώνυμου αμερικανού, δεν συμβολίζει την εκδίκηση της Λι για την αλαλία, μεταφορική και κυριολεκτική, και για την βίαιη υποταγή τής ως τώρα ζωής της;
Από την πλευρά αυτή τα πράγματα είναι μάλλον ευεξήγητα. Η ενστικτώδης ανάγκη της Λι να επιβιώσει δεν διαφέρει ουσιαστικά από την ανάγκη επιβίωσης του μέθυσου Αντώνη, για να λειτουργήσει όμως το ένστικτο και στις δυο φαινομενικά ανόμοιες περιπτώσεις, ξυπνάει το θηριώδες που κρύβεται σε κάθε άνθρωπο, ασιάτη ή ευρωπαίο. Παρόμοιες πλάγιες ειρωνικές επισημάνσεις για τη φύση του ανθρώπου και τα όριά του, είναι αρκετά συχνές στο βιβλίο της Κονομάρα, δείχνοντάς μας ότι παράλληλα με τα εμφανή τεκταινόμενα στα τρία μέρη του, υπάρχουν ενσωματωμένοι και προβληματισμοί που κινούνται σ’ ένα δεύτερο, βαθύτερο επίπεδο και σχετίζονται με το πολιτικό νόημα των πραγμάτων. Όσο κι αν, ιδίως  στο τρίτο μέρος του βιβλίου, με την ιστορία της Λι, η αφήγηση είναι δεμένη περισσότερο από όσο χρειάζεται έντονα με κάποιες προσχηματικές απόψεις για τις σχέσεις κυρίαρχου και κυριαρχούμενου, Το δείπνο είναι ένα καλό ηχείο πολλών ερωτημάτων που προέκυψαν τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω της μετακίνησης πληθυσμών της Ασίας και της Αφρικής προς τη Δύση και τις ρηγματωμένες κοινωνίες της. Ερωτημάτων που δεν σχετίζονται μόνο με την οικονομική αλλά και την πολιτισμική διάσταση, με τα ήθη και τις νοοτροπίες. Κατ’ αναλογία, όπως ακριβώς οι παλιοί φίλοι που μαζεύτηκαν στο τραπέζι της Ελένης, ένα καλοκαιριάτικο βράδυ, αποδεικνύονται ανεπαρκείς στο να αντιμετωπίσουν καταμέτωπο τον βαθύ έρωτα, την ανδρική φιλία, τους αιφνιδιασμούς και τα απροσδόκητα της ζωής, το ίδιο ανεπαρκείς, σ’ ένα ευρύτερο και συλλογικότερο πεδίο, εμφανίζονται οι κοινωνίες μας, καθώς απαντούν στην καθολική ρευστότητα και στα φαινόμενα της αποδόμησης με την προσφυγή στην «ασφάλεια» των παραδοσιακών στερεοτύπων. Το βιβλίο της Κονομάρα είναι κατά κάποιο τρόπο καρπός αυτής της πολλαπλής αίσθησης του μεταιχμίου που την αισθανόμαστε όλοι. Μιας αίσθησης που κυριαρχεί επίσης στον ψυχισμό των προσώπων του μυθιστορήματός της. Σ’ ένα κρεσέντο του εσωτερικού του πανικού ο Αντώνης, στο πρώτο μέρος που ίσως εκτείνεται πολύ, θα περιγράψει ακριβώς αυτή την μετέωρη κατάσταση: «Χρειαζόμαστε ένα τέλος, δεν το καταλαβαίνετε; [...] Μια ζωή συσσωρεύω ανοιχτές υποθέσεις, ζητήματα που εκκρεμούν, διαθέτω, είναι η αλήθεια, μια αξιοσημείωτη συλλογή. Όμως, πώς να σας το εξηγήσω, κάτι γίνεται κάθε φορά και λίγο πριν από την τελειωτική κίνηση έρχεται εκείνο το μούδιασμα [...] Ο κύκλος δεν ολοκληρώνεται ποτέ, η μια του άκρη στρέφεται προς τα μέσα και μπήζει την κόψη της στα ίδια της τα σωθικά» (σ. 49-50).  
Το 2002 είχα επισημάνει τις αρετές του πρώτου βιβλίου της Λίλας Κονομάρα, του Μακάο, μιας δίπτυχης νουβέλας με πολλές αλληγορικές προεκτάσεις για το νόημα του χρόνου και με εξαιρετική χρήση της αλληλουχίας ρεαλιστικού και υπερβατικού. Στο τωρινό Δείπνο  ασφαλώς έχουν ελαττωθεί πολύ τα δεύτερα, τα υπερβατικά στοιχεία, όπως και η υπόμνηση του υπερφυσικού ως δύναμης που κινεί το νόημα του κόσμου. Διατηρείται όμως ένα από τα γνώριμα χαρακτηριστικά τής γραφής της, που είναι η υποβολή, και που την πετυχαίνει με τον ρυθμό με τον οποίο κινείται η αφήγησή της. Δεν έχει ξεχάσει μια από τις πρώτες αρετές της που είναι η συνειρμική διάπλαση της περιγραφής, κάτι δύσκολο σε μια μυθοπλασία που παραμένει ρεαλιστική. Από εκεί και η ικανότητά της να αποτυπώνει τη ρευστότητα του χρόνου που τη βοήθησε στα τρία μέρη του Δείπνου να ενσωματώσει τα πάντα, περιγραφές, διαλόγους, εικόνες, σε μια μορφή αφήγησης, πυκνής εσωτερικής ροής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: