28/12/12

«Στιγμιότυπα» της ποίησης του Τάκη Σινόπουλου

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Χριστίνα Μαϊφόση
1. «Νερά χαριτωμένα, ευλύγιστα μέσα στις πέτρες». Ανάμεσα στα τρία ποτάμια (μετά τον Ερύμανθο και τον Εύηνο) που διαθέτει «αυ­τός ο κόσμος», για να δροσίζει τα «μάτια, την ψυχή –καμιά φορά και το κορμί– των ανθρώπων», ανήκει κι ο «Ηπειρώτης Άραχθος, έξω από την Άρτα, ιδιοκτησία, νο­μίζω από παλιά, του ποιητή Γιάννη Δάλλα» (Τάκης Σινόπουλος, Νυχτολόγιο [1978]· Συλλογή ΙΙ, Αθήνα 1980, 303). 
2. «Κι εσύ κοιμάσαι; γιατί κοιμάσαι;». Τι θα ήταν διείσδυση και καθυπόταξη του ποιητικού από τον δημοσιογραφικό λό­γο; Μια μορφή ανησυχίας διακατείχε τον Τάκη Σινόπουλο (Ο χάρτης [1977]· Συλ­λογή ΙΙ, Αθήνα 1980, 203): «Γλώσσα, φτηνή, πολύ φτηνή πουτάνα. Σιχαμερές εφημερίδες».
3. «Κι όμως ταξίδευε μονάχος στον αέρα». Στην εικονοποιΐα του Τάκη Σινόπουλου (Η νύχτα και η αντίστιξη [1959]· Συλλογή Ι, Αθήνα 1976, 248, 166, 188, 248, 219) ουσιαστικό και ρηματική ενέργεια εναλλάσ­σο­νται. Έτσι, «όλα τα πουλιά συννεφιάζουν το άπειρο» ή «ήχος πουλιών συννεφιάζει ψηλά τον αιθέρα» αλλά και «κρύβει τα μεγάλα σύννεφα τα μάτια του» ή «ένα πρωί που πέρασα τα σύννεφα και γνώρισα το θάνατο».

4. «Ν’ αγοράσω λοιπόν ένα καθρέφτη»; Το γνώριμο μοτίβο της λογοτεχνίας: ο καθρέφτης. Μια ιδιάζουσα θεματοποίηση επιχείρησε ο Τάκης Σινόπουλος (Το Χρονικό [1975]· Συλλογή II, Αθήνα 1980, 112, 113). Κατεβαίνει στην αγορά για «ν’ αγοράσει ένα καθρέφτη για ξύρισμα» κι ένα «μι­­κρό ποταμάκι να πλένει κάθε νύχτα τον εαυτό του προ του ύπνου»:
«Έτσι να πηγαίνω καθαρός στα όνειρα».
Για να επανέλθει:
«Με τον καθρέφτη μου να καθρεφτίσω το άπειρο».
5. «Ίσως είναι το αυτί στις πέτρες που ακούει». Κατά τον Τάκη Σινόπουλο «ίσως είναι το ακοίμητο μάτι της μνή­μης»:
«Γι’ αυτό λοιπόν ξαφνικά οι πορείες
κι η βουή των λαών που σηκώνονται».
Ο ποιητής από τις διαδοχικές «σκοτεινές ιστορίες» οδηγείται σε «ένα προ­σκύ­νημα στη φοβερή Ιστορία», με την επίγνωση ότι «όπως πάντα στην Ιστο­ρία φυσάει διαβο­λε­μένος αέρας» ή «νύχτα διαβάζοντας τον καρ­πό του βι­βλίου που ονομάζεται ψέμα–Ιστορία». Με την ανάκληση μά­λιστα της σε­φε­ρικής Κίχλης αναρωτιέται: «Σκέψη ζε­στη / φαρμα­κε­ρή περνώντας απ’ την πα­γωμένη σκέψη ρεύματα σε ποια Ιστορία;» (Δρο­­μοδείχτες [1960-1980]∙ Το Χρο­νικό [1975]∙ Συλλογή ΙΙ, Αθήνα 1980, 34, 34-35, 140, 148, 153, 162).
6. «Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε». Στα πρώτα του ποιήματα ο Τάκης Σινόπουλος (Μεταίχμιο [1951]· Συλ­λογή Ι, Αθήνα 1976, 11, 12) υπήρξε οικείος του Ελπήνορα. Τον θυμήθηκε ακόμη και τότε που είχε
«η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι»,
ρωτώντας τον:
«πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;».
Ο «χαμένος στις απέραντες παραγράφους της ιστορίας», αυτός που «τον γυ­ρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα», σαν
«όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα».
7. «Φαρμακερό ψωμί φαρμακωμένο αλάτι»;
Τον στίχο στον τίτλο της παρούσας παραγράφου ακολουθούν οι εξής (Σι­νόπουλος, Συλλογή ΙΙ, 153):
«Αμετακίνητα συστήματα μεγάλες γέφυρες πολέμου
από τη μια γενιά ώς την άλλη.
Ο αέρας είναι μόνο στα βουνά.
Νύχτα διαβάζοντας τον καρπό του βιβλίου που ονο-
μάζεται ψέμα-Ιστορία».
8. «Ό,τι έφυγε θα μείνει άκλαυτο»;   
Φωτιές στον Μωριά και δεκάδες θάνατοι. Πού βρίσκεται το «επα­νι­δρυ­θέν» κράτος και ο «εθνικός» ηγέτης της Ραφήνας; Με τον Ντίνο Σιώτη (Ποι­ήματα πυρκαγιάς, Αθήνα 2007, 17, 34) συνεχίζω να ερωτώ:
«πού πήγαν τα πουλιά και ο Καχτίτσης
πού πήγαν ο Σινόπουλος κι ο Αλφειός
πού κοιμούνται τα φύλλα και οι νεκροί»;
9. «Όπως πάντα στην Ιστορία φυσάει διαβολεμένος
αέρας»;
Ο ποιητής που προσπαθεί να «αφουγκράζεται», όσο γίνεται, την ιστο­ρία γράφει (Σινόπουλος, Συλλογή ΙΙ, 148, 140):
«Κάτω ακουγότανε το κύμα η θάλασσα.

Γωνία με φως ερχόταν απ’ τη θάλασσα. Ή ας πούμε
ένα προσκύνημα στη φοβερή Ιστορία».
10. «Τα μεγάλα οράματα των ανθρώπων»
Πρόκειται κατά τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο (Το Χρονικό [1975]∙ Συλ­λο­γή ΙΙ, Αθήνα 1980, 148) για «μνημεία σιωπηλά που ο κόσμος δεν έχει στά­λα νερό», ενώ «πιο πίσω» από τα «πρόχειρα παραπήγ­μα­τα» οι «σκοτει­νές ακίνητες τράπεζες» και «πιο πίσω το μαχαίρι καλά τρο­χισμένο».

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: