28/12/12

Χιονιάς θαλπωρής

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΣΙΓΚΟΥΛΗ
Δημήτρης Πετσετίδης- 2013
Ό,τι καιρό κι αν κάνει, για μας είναι ζωή καλοδεχούμενη, είπε ο σύζυγος του ηλικιωμένου ζευγαριού, χωμένος στο κάθισμα και τυλιγμένος με το πρόχειρο πανωφόρι του. Η φράση ήρθε σαν απάντηση στις προβλέψεις της μετεωρολογικής υπηρεσίας, που μιλούσε για επιδείνωση της κακοκαιρίας στο λεκανοπέδιο.
-Ξεχνάς τον κόσμο της δουλειάς και τις ανάγκες του τέτοιες ώρες, απάντησε η γριά σύζυγος μέσα απ’την κουζίνα, καθώς ετοίμαζε το πρωινό τσάι και τις δόσεις των χαπιών που έπρεπε να πάρουν, ο γέρος για τη στηθάγχη και η κυρία Νίνα, η σύζυγος, για τον ίλιγγο και την παραμορφωτική αρθρίτιδα
-Ο καθένας με την τύχη του, αντέτεινε ο γέρος, άλλωστε ό,τι καιρό κι αν κάνει, κάποιος θα είναι ζημιωμένος πάντα.

Πρωινό μιας Κυριακής του Δεκέμβρη. Ένας Δεκέμβρης φόβητρο, όχι μόνο για τις επιπτώσεις στην υγεία με το ψύχος και την υγρασία του, αλλά και για την κατοχική όψη των στερήσεων, της φτώχιας, της ακρωτηριασμένης ελπίδας που όμοιά της δεν είχαν ζήσει μετά τον πόλεμο. Στο σαλόνι επικρατεί σιωπή. Αχνό το φως της ημέρας, δίνει όψη αίθουσας μοναστηριού με τα κάδρα οικείων προσώπων στους τοίχους, μια άλλη αγιογραφική διαδρομή στη θέση των εικονισμάτων. Έξω απ’το μεγάλο παράθυρο παλεύουν τα δέντρα με το ξεροβόρι, λυγίζοντας πέρα δώθε σαν χαιρετισμός ικετευτικής αίτησης προστασίας.
Δεκέμβρηδες ογδόντα και κάτι είχαν περάσει. Ο καθένας με τη δική του συγκομιδή ζωής. Τέτοια εποχή ήταν όταν γνωρίστηκε το ζευγάρι. Στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, εκείνη τραυματίας στα Δεκεμβριανά, εκείνος διοικητικός υπάλληλος του νοσοκομείου. Δύο άνθρωποι διαφορετικής αφετηρίας. Εκείνος θρησκόληπτος, αποδεχόμενος τα πάντα στη ζωή ως θέλημα Θεού, εκείνη επαναστάτρια, κόντρα στη μοιρολατρία, στην απαίτηση υποταγής σε μια πίστη άλλη, όπου ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό από άγνοια για την αξία του.
Δύο αντίθετα που τα έφερε κοντά ο πόθος, που τον λέμε και αγάπη. Ηφαίστεια οργανικά της νιότης που διέγραφαν τη λογική των πεποιθήσεων στο ηδονικό πέταγμά τους. Κι ας είχαν κόντρα τις εξουσίες και τις προκαταλήψεις των συγγενικών και πολιτικών κύκλων. Ο καθένας απ’ τους δυο έκανε την υπέρβασή του, κι αυτό ήταν σαν άλλος, ιδιόμορφος ηρωισμός στου καιρού τις εξελίξεις, όπως διωγμοί, απαγορεύσεις, απειλές, στερήσεις, συμβιβασμοί, κάθε δοκιμασία ένα ποιοτικό άλμα στην αφοσίωση και στην αλληλεγγύη.
Κυριακάτιο πρωινό του απειλητικού Δεκέμβρη, το γέρικο ζευγάρι αιχμάλωτο της συνήθειας και της αργής κίνησης, τσιγγουνεύεται στο ξόδεμα του χρόνου. Οι θύμησες έρχονται πότε σαν ευμενίδες και πότε σαν ερινύες, σχεδόν μόνιμη συντροφιά τις ώρες της αϋπνίας, στις εσωτερικές εξομολογήσεις και στην κουβεντούλα της συγγενικής ή φιλικής παρέας.
-Θα ‘ρθει άραγε κανείς σήμερα; μονολόγησε η κυρία Νίνα.
Ακολούθησε μικρή σιωπή. Αυτή άρχισε να διαβάζει για τις θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων, το μάραθο που βοηθάει την πέψη, η μέντα που είναι για το κρυολόγημα, η πικραλίδα για τη χοληστερίνη. Ο γέρος σύζυγος περιεργαζόταν τη σκυφτή σιλουέτα της με θλίψη, που ο χρόνος και η συμβίωση, ίσως και τα κρυμένα αδήλωτα παράπονά της για τα ανεκπλήρωτα όνειρά της, είχαν συμβάλλει στην παραμόρφωσή της. Πώς διαλύθηκε εκείνη η ομορφιά του εικοσάχρονου κοριτσιού, με το αεράτο περπάτημα, το κομψό ντύσιμο και την άρνηση στα πλούτη και στις εξουσίες, παρά την εύπορη οικογενειακή της καταγωγή; Στην πράξη αριστερή και χριστιανή όσο λίγοι.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Όχι, δεν ήταν από τον γιο, τα οικογενειακά του προβλήματα τον είχαν αραιώσει. Ήταν ο αδερφός τού συζύγου που δήλωσε «ίσως περάσω αργότερα, έχουν συνέλευση στην πολυκατοικία για το αν θ’αγοράσουμε πετρέλαιο ή όχι».
Κλάμα μικρού παιδιού ο αέρας στις χαραμάδες. Οι πρώτες νιφάδες του χιονιού περικύκλωσαν τα δέντρα, παίζουν έξω απ’ το παράθυρο, το ρολόι στον τοίχο μετράει τη ζωή κόμπο κόμπο. Κάποτε το σαλόνι ετούτο ήταν γεμάτο ζωή και ομαδική ψυχολογία. Ατμόσφαιρα ζωηρή, κόντρες διαλόγων και αναπάντητα ερωτήματα της κυρίας Νίνας, πώς και γιατί οι άνθρωποι της δουλειάς δεν μπορούν να αυτοδιαχειριστούν τη μοίρα τους... Ύστερα από πολλά, άρχιζαν σιγανά το τραγούδι, «με τη χρυσή της νιότης πανοπλία», και κατέληγαν στα ενδότερα του κάθε γνωστού, γεννήσεις, έρωτες, χωρισμούς, θανάτους, χαρμολύπη αυτοπροσδιοριστική της θέσης του καθενός.
Όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο, εκείνη διάβαζε σκυφτή για το νεραϊδόχορτο και την καταπολέμηση της πνευμονίας. Ξαφνικά, ήρθε το τρόμος του κακού και στους δύο. Ο σύζυγος, με τον ξερόβηχα να του δυσκολεύει την αναπνοή, η στηθάγχη να τον πνίγει, εκείνη με τον ίλιγγο, που τη σώριασε δίπλα του καθώς σηκώθηκε απότομα, τους έφεραν κοντά κοντά κι άρχισαν να αλληλοενθαρρύνονται. Ποιος να βοηθήσει ποιον;
To θυροτηλέφωνο ξαναχτύπησε, όταν το κακό είχε αραιώσει. Στην οθόνη φάνηκαν τα τρία αγαπητά και γνωστά πρόσωπα της επίσκεψης, σαν τους τρεις μάγους με τα δώρα Η φωνή ρώτησε: «να τα πούμε;». «Ελάτε, περάστε», απάντησε η σύζυγος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: