21/12/12

Χ–άδεια

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ
Δημήτρης Πετσετίδης- Χριστούγεννα 
Το μικρό μου ακαθόριστο δωμάτιο
μετατοπιζόταν μέσα στη νύχτα
καθώς φύσαγε δαιμονισμένα
κι από το ανοιχτό παράθυρο
έβλεπα κάτω από τον ουρανό
μια κρεμαστή πελώρια λάμπα
να τη σαλεύει ο άνεμος στο χάος.                   
(Γιώργης Παυλόπουλος,  «Η λάμπα»)

Άναψε το δέκατο. Από τότε που ο γιατρός τού είχε πει να το κόψει, θεώρησε πως έπρεπε τουλάχιστον να λάβει κάποια μέτρα.. Στην αρχή, δοκίμασε να το περιορίσει. Ύστερα από λίγο καιρό, ωστόσο, παράτησε την προσπάθεια και του αρκούσε απλώς να τα μετράει. Μερικές φορές, μάλιστα, είχε την ευχαρίστηση να ανακαλύπτει ότι είχε καπνίσει λιγότερα, λόγω ιδιαίτερων συνθηκών: ένας βήχας, μια οποιαδήποτε άλλη αδιαθεσία, ένας επισκέπτης (τι σπάνιο πράγμα!) που ενοχλείτο ακόμη και από την μυρωδιά.
Προτιμούσε να καπνίζει (γιατί αλήθεια;) όρθιος, παρά καθιστός. Λες και το τσιγάρο δεν πρόσφερε χαλάρωση – τη μέγιστη, για να είμαστε δίκαιοι. Χαλάρωση ναι, θα σου απαντούσε, αλλά ας μην την συγχέουμε με την παραίτηση. Όταν κάπνιζε, το μυαλό του ήταν σε εγρήγορση – μια ελεγχόμενη, συνήθως, εγρήγορση, οργανωτική και γι’ αυτό απελευθερωτική. Η όρθια στάση τού επέτρεπε, ταυτόχρονα, να έχει πλήρη εποπτεία τού χώρου, χωρίς να στραβολαιμιάζει και χωρίς να χρειάζεται να σηκώνεται και να κάθεται κάθε λίγο προκειμένου να διαπιστώσει ή έστω να χαζέψει κάτι. Όπως τώρα, που ήθελε να απολαύσει το έργο του: τον χριστουγεννιάτικο – για την ακρίβεια, επρόκειτο για συγκερασμό χριστουγεννιάτικου και πρωτοχρονιάτικου, όπως του άρεσε να διευκρινίζει, με μια σχολαστικότητα που εξαντλούσε ανέκαθεν τους συνομιλητές του – στολισμό του σαλονιού, τον οποίο είχε μόλις ολοκληρώσει.

Ο καπνός τού δέκατου γαργαλούσε ήδη την γιρλάντα της κορνίζας, έχοντας νωρίτερα επιδαψιλεύσει τα χάδια του στις πεταλούδες που στέκονταν αέρινες, συμμετρικά καρφιτσωμένες στην κουρτίνα. Ήταν αγαπημένη συνήθεια της μακαρίτισσας της γυναίκας του να στολίζει τις κουρτίνες με μπιχλιμπίδια – άρεσαν και στο παιδί· της φαίνονταν σαν κάτι μαγικό, σαν να ήταν η κουρτίνα μια πάνινη οθόνη και πάνω της εκτυλισσόταν ένας εκπληκτικά γρήγορος, εξ ου και φαινομενικά ακίνητος, χορός – ορατός μόνο για τα μάτια ενός παιδιού.
Στο ενδέκατο έκανε με το στόμα του δαχτυλίδια, μειδιώντας αδιόρατα στην θύμηση του πατέρα του που του είχε μάθει το κόλπο. Τα κυκλάκια περιτριγύριζαν χαριτωμένα την κορυφή τού δέντρου, στεφανώνοντας για ελάχιστες στιγμές το ασημένιο αστέρι, που, αν και λόξευε προς τα αριστερά, διατηρούσε, ωστόσο, την αξιοπρέπεια που ταίριαζε στην αναμφισβήτητη κορωνίδα του στολισμού. Οι πολύχρωμες μπάλες, οι περισσότερες παλιές, με τις λίγες καινούργιες να προσπαθούν, μάταια μάλλον, να εκσυγχρονίσουν το σύνολο, αντιστέκονταν πεισματικά, δεκαετίες τώρα, στην ομοιομορφία τού μονόχρωμου, που πρώτα ως συρμός και ύστερα ίσως λόγω τεμπελιάς είχε εξαπλωθεί από τους δημόσιους και επαγγελματικούς χώρους και στα σπίτια, ακόμα και σε εκείνα όπου κατοικούσαν και έπαιζαν παιδιά. Ανάμεσα στις μπάλες κρέμονταν φαναράκια, κουκλάκια, χάρτινα ζαχαρωτά, μετεωρίζονταν φιόγκοι και ξύλινα παιχνίδια και όλα αυτά γαρνίρονταν, τελικά, με τις περίτεχνες κόκκινες, χρυσές και ασημένιες κορδέλες τής βροχής, που τώρα τελευταία, με δική του πρωτοβουλία, είχαν εμπλουτιστεί με όμοιων αποχρώσεων χάντρες δεμένες μαζί σαν τεράστια κολιέ.
Στο δωδέκατο αναγκάστηκε να καθίσει. Τα πόδια του έτρεμαν (είχε χρειαστεί να ανέβει και στην σκάλα, μην το ξεχνάμε, και δεν είχε και κανέναν να τον στηρίξει – με οποιονδήποτε τρόπο…) και η μέση του τον προειδοποιούσε για άλλη μια άυπνη νύχτα, στην μακριά διάρκεια της οποίας θα αγωνιζόταν χωρίς ελπίδα να βρει μια βολική θέση για να κατορθώσει να αποκοιμηθεί. Έτσι, όμως, ανακάλυψε πως μπορούσε, από τον διθέσιο καναπέ του, να χαζεύει τα φτερωτά χάδια που έστελνε το τσιγάρο του, υποβάλλοντας ταυτόχρονα τα σέβη του, στον πιο σκληρά δοκιμαζόμενο εργαζόμενο των εορτών. Στεκόταν παχύς παχύς και τέλεια φουσκωμένος δίπλα στο παντελώς αχρησιμοποίητο τζάκι, αδιαφορώντας για τον καπνό που χόρευε αδιάκοπα πάνω στο κόκκινο, αμετάκλητα κουμπωμένο στομάχι του. Ο αιώνιος παππούς παρατηρούσε, χαμογελώντας αυτάρεσκα, τις ποικίλες απεικονίσεις τής φυσιογνωμίας του σε κουκλάκια, καδράκια, κάλτσες δώρων, παιχνίδια, μπιμπελό, σκούπες καπνοδόχων, τραπεζομάντηλα, ηλεκτρονικά παιχνίδια, πετσέτες, τασάκια, πιάτα και ποτήρια, ενώ κάποτε κάποτε αναρωτιόταν κρυφά ποιος στ’ αλήθεια από τους εαυτούς του να ήταν εκείνος που κατοπτρικά πολλαπλασιαζόταν στο βάθος τού παρελθόντος και του μέλλοντος. Ή μήπως δεν ήταν ο όποιος εαυτός του εκείνο το οποίο αντικατοπτριζόταν, παρά μόνο μια βαθιά επιθυμία πλήρωσης, που όσο πιο πολύ βάθαινε τόσο περισσότερο άδεια ήταν τα δώρα της;
Το δέκατο τρίτο παραπήγαινε. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην υπερβαίνει το μισό πακέτο. Τέλος πάντων, αφού ήταν γιορτές, θα το παρέβλεπε. Αλλά μόνον για σήμερα. (Ίσως και για την παραμονή;) Ετοιμάστηκε να ξαπλώσει. Τράβηξε το κορδόνι τής βραχνιασμένης πράσινης καμπανούλας που τους κρατούσε συντροφιά τόσα χρόνια τώρα, από την γέννηση της κόρης του, κι έσβησε το φως. Έμειναν να αναβοσβήνουν ηλεκτρικές φλογίτσες στο σκοτάδι του σαλονιού, ενημερώνοντας όσους κοιτούσαν κατά κει ότι γιορτάζουν και σ’ αυτό το σπίτι· και σ’ αυτό το διαμέρισμα μια καρδιά σε λίγες μέρες θα ξαγρυπνήσει για να κρυφακούσει τα κάλαντα, όταν θα τα τραγουδούν στους άλλους ορόφους. Γιατί την δική του την πόρτα δεν θα την ανοίξει, ούτε ετούτη την χρονιά.
Αλλά αυτά ήταν άλλοτε. Την απομόνωση την ακολούθησε η αρρώστια και την αρρώστια το γηροκομείο. Εδώ το δέντρο δεν το στολίζει ο ίδιος και ούτε στέκονται αέρινες πεταλούδες πάνω στις κουρτίνες. Θα αναγκαστεί οπωσδήποτε να συνεισφέρει για τα κάλαντα που θα έρθουν να τους τραγουδήσουν πολλά παιδιά μαζί ανήμερα των εορτών – κι ας κατακρίνει μέσα του την βιασύνη με την οποία τα τελειώνουν όπως όπως, για να προλάβουν να πάνε να “τα πουν” σε όσο περισσότερα μέρη μπορούν – νοσταλγώντας πικρά τον βραχνιασμένο ήχο τής καμπάνας του, που δεν συγκρίνεται ούτε με την ωραιότερη μελωδία του κόσμου. Η υποχρεωτική κλήση από την Λουκέρνη θα του προσφέρει την μοναδική χαρά των ημερών και συνάμα το ανανεούμενο κάθε φορά αίσθημα της αξιοπρέπειάς του: τα παιδιά δεν τα φέρνουμε στην ζωή για να μας γηροκομήσουν αλλά για να μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα καταφέρουν κάτι καλύτερο από εμάς. Κι όσο για το τσιγάρο, το έχει κόψει οριστικά, από καιρό. Μένει η ανάμνηση από τα άυλα χάδια τού καπνού του, να στοιχειώνει, μαζί με τα στολίδια, όλα τα επόμενα άδεια Χριστούγεννα της ζωής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: