ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, Άνθρωποι
από λέξεις, εκδόσεις
Μελάνι, σελ. 135
Πού πηγαίνουν άραγε οι ανυπότακτοι ήρωες των
ημιτελών αφηγήσεων; Περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους καθώς συνωστίζονται
στον προθάλαμο του μυαλού του συγγραφέα, αναζητώντας ένα νεύμα του για να βγουν
ξανά στο προσκήνιο; Βρίσκουν ίσως παρήγορο καταφύγιο σε καινούριες ιστορίες
προσεταιριζόμενοι την έμπνευση άλλων συγγραφέων; Ή μήπως εξαϋλώνονται και
εξαφανίζονται, χωρίς να αφήσουν πίσω τους τα ίχνη και τα αποτυπώματα των λέξεων
που θα τους γλίτωναν από τη λήθη και την ανυπαρξία, δίνοντας τους οντότητα;
Η παντοδυναμία του χεριού, που γράφοντας αφήνει
μελανές κηλίδες στο χαρτί, εγκαθιδρύει τη συνθήκη της συγγραφής. «Πλάθει ιστορίες, στήνει μύθους, γεννά ήρωες
και το κυριότερο καθορίζει τις τύχες τους». Οι άνθρωποι από λέξεις είναι
ρευστοί και ευμετάβλητοι, έρμαια των διαθέσεων του δημιουργού τους, υποχείρια
των προθέσεών του.
Σ’ αυτά και άλλα ερωτήματα επιχειρούν να δώσουν
απαντήσεις τα τρία διηγήματα, «μεγάλου
μήκους», όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας. Αν και αυτοτελή και
αυτόνομα, λειτουργούν σαν τρίπτυχο, διαμορφώνοντας το αφηγηματικό υλικό μιας
ιδιότυπης τριλογίας, η οποία προσεγγίζει την ανθρώπινη περιπέτεια μέσα από την
περιπέτεια της συγγραφής.
Ο Γιάννης Ευσταθιάδης κρατά μια διακριτική απόσταση
από την εντελέχεια των ιστοριών του. Με εξαιρετική συνθετική ικανότητα
οργανώνει ένα πολυειδές αφηγηματικό υλικό υπονομεύοντας τη μονοσήμαντη λογική
της αναγνωστικής πρόσληψης. Κοιτάζει καλειδοσκοπικά τη γραφή και πειραματίζεται
με τα όριά της αποδομώντας τις αφηγήσεις του και εκθέτοντας σε κοινή θέα το
δομικό σκελετό και τις συναρμογές των ετερογενών μερών που συνθέτει.
Επιλέγοντας μια διαζευκτική λογική και μια διαλεκτική στάση, επιτρέπει στους μεν
ήρωες να τραβήξουν το δικό τους δρόμο, στον δε αναγνώστη να μοντάρει τις
αφηγηματικές εκδοχές που παρουσιάζονται στο πλαίσιο του διηγήματος με τον δικό
του τρόπο, εμπλέκοντάς τον εντέχνως και αφυπνίζοντάς τον συνεχώς. Οι χαρακτήρες
που δημιουργεί, έχουν την ευχέρεια να συνεργαστούν με το προαποφασισμένο σενάριο
ή να αυτονομηθούν από τη χειραγώγηση της συγγραφικής πράξης. Ο αναγνώστης πάλι
καλείται να παίξει έναν σημαίνοντα ρόλο στην τελική διαδικασία, αφού εκείνος
αποφασίζει για την αξιολόγηση του υλικού που του παρέχεται αυτούσιο από τον
συγγραφέα με τη μορφή παρατιθέμενων αυτοτελών κειμενικών ψηφίδων. Καθώς το ένα
απόσπασμα διαδέχεται το άλλο, δεν παραδίνεται στην μαυλιστική πειθώ των λέξεων,
στη χαύνωση της συνεχούς εξιστόρησης. Είναι σε εγρήγορση, σε ετοιμότητα. Ρυθμίζει,
ιεραρχεί και συνθέτει την εικόνα που συγκροτείται εντός του με τη φρεσκάδα ενός
ψηφιδωτού, στο οποίο ανεξάρτητα μέρη αρθρωμένα με γνώση, διεισδυτικότητα και
ευαισθησία συνδιαμορφώνουν το όλον.
Η μοναχική
ηρωίδα στο πρώτο διήγημα με την άρνηση της να αποδεχτεί τον έρωτα του αφηγητή
και κατ’ επέκταση το ρόλο που της έχει επιφυλάξει ο συγγραφέας, τίθεται
αυτομάτως εκτός κειμένου. Εξοβελίζεται στην ανυπαρξία, στο περιθώριο του μύθου,
μαζί με την ίδια την αφορμή που τη γέννησε. Στη συνέχεια η ιστορία κλυδωνίζεται
μετέωρη και χωρίς προορισμό, υπό τους ήχους της μουσικής του Σούμαν. Εξελίσσεται
σ’ ένα μάθημα ερωτικής ανατομίας, (δανείζομαι
τα λόγια του συγγραφέα), που επικαλείται
τη μνήμη ή τη διαίσθηση του αναγνώστη.
Στο δεύτερο αφήγημα ο επιτυχημένος επιχειρηματίας
γίνεται το αξιοθρήνητο σύμβολο της ανθρώπινης αλαζονείας και έπαρσης, καθώς
αυτοπαγιδεύεται στη νέα του εφεύρεση. Ευφυής και υπερόπτης, αδίστακτος και
αλαζών, δυναμικός και ανυποχώρητος, χωρίς ενοχές και αναστολές, συλλαμβάνει ένα
μεγαλόπνοο ριζοσπαστικό σχέδιο που υπερβαίνει όμως τα όρια της ηθικής τάξης και
του σεβασμού στη φύση. Επινοεί μια καινοτομία ικανή να φέρει στο τραπέζι του
καταναλωτή ζωντανές σαρδέλες, μέσα σε κονσέρβες γεμάτες θαλασσινό νερό. Στη
συνέχεια το επιχειρηματικό θαύμα θα αποδειχθεί χίμαιρα, όταν οι γιγάντιοι
μαγνήτες που εγκαταστάθηκαν στη θάλασσα
για να έλκουν τις σαρδέλες, θα συγκεντρώσουν απειράριθμα σμήνη πουλιών. Την
αποθέωση της δύναμης θα ακολουθήσει η εκκωφαντική πτώση και η συντριβή, την ωδή
στην παντοκρατορία του πολυμήχανου ανθρώπινου πνεύματος θα τη διαδεχθεί ένα
ρέκβιεμ, και ο υπερφίαλος επιχειρηματίας θα βρεθεί εγκιβωτισμένος στο
ντενεκεδένιο του κουτάκι σαν μια από τις θνησιμαίες ολοζώντανες σαρδέλες του. Μικροσκοπικός,
χωλός και ετοιμοθάνατος, αλλά «φρέσκος
του θανάτου».
Στην τρίτη ιστορία ο διάσημος σκηνοθέτης της όπερας
είναι νεκρός. Οριστικά απών, καταδικασμένος στη σιωπή και την ακινησία. Ωραίος
και ευθυτενής όσο ζούσε, νάρκισσος και ερωτύλος, άπιστος και μισογύνης, αλαζών
και ανοικτίρμων, μετά το μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, γίνεται ο ήρωας των
αφηγήσεων των άλλων. Ο αφηγητής, ο βοηθός του, η απαρηγόρητη χήρα οικειοποιούνται
την ιστορία του δίνοντας τη δική τους εκδοχή. Η αφήγηση καθώς κοιτάζει τον
έρωτα μέσα από το πρίσμα του θανάτου, συμπλέει και συγχρονίζεται με τις άριες
από τον Ντον Τζιοβάνι του Μότσαρτ. Μιλά για την αγάπη που γίνεται μίσος, για τον
θαυμασμό που μετατρέπεται σε αποστροφή, για το πένθος που δίνει τη θέση του στη
λύτρωση. Για την αμφισημία του έρωτα και τη νομοτελειακή μετάλλαξη των
αισθημάτων.
Οι αφηγήσεις του Γιάννη Ευσταθιάδη ενορχηστρώνονται
επιμελώς. Κατασκευάζονται σαν ένα δίκτυο συνδυασμών, ανατροπών και οσμώσεων που
αφήνουν στον αναγνώστη την πρωτοβουλία του τελικού αποτελέσματος με την
προσθήκη της δικής του φαντασίας. Αποτελούν ένα χώρο πειραματικών συλλογισμών, στον
οποίο οι κατοπτεύσεις από τα ετερόνομα οπτικά παρατηρητήρια παρατίθενται, αρθρώνονται
και συλλειτουργούν. Ένα ανοικτό πεδίο όπου δοκιμάζονται οι αντοχές των
στερεοτύπων και η εμβέλεια των νέων ιδεών.
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο
ΤΕΙ της Αθήνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου