ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ, Ο γύρος του θανάτου, εκδόσεις Άγρα, σελ. 209
Mε αφορμή την έκδοση της Όμορφης Νύχτας (Άγρα, 2009) έγραφα για την πολυποίκιλη διαδρομή του Θεσσαλονικέα Θωμά Κοροβίνη και τις πολυποίκιλες καταθέσεις του: Στον χώρο της στιχουργίας, της τραγουδοποιίας, της μελέτης του λαϊκού τραγουδιού και του λαϊκού πολιτισμού, της έρευνας των κοινών μας ριζών με τη γείτονα Τουρκία και τελευταία στον χώρο της πεζογραφίας. Η Όμορφη νύχτα είναι η πρώτη μεγάλης επιφάνειας πεζογραφική του σύνθεση η οποία κυριαρχείται από έντονο βιωματικό στοιχείο. «Ο γύρος του θανάτου», η δεύτερη και πιο ολοκληρωμένη μυθιστορηματική σύνθεση του Θ. Κοροβίνη βασίζεται σ’ ένα πραγματικό γεγονός της μεταπολεμικής μικροϊστορίας της Θεσσαλονίκης: Την εκτέλεση του 28χρονου Αριστείδη Παγκρατίδη, φερόμενου ως «Δράκου του Σέιχ-Σου», στις 17 Φεβρουαρίου 1968. Ο Δράκος του Σέιχ Σου έχει περάσει πλέον στη μυθολογία της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, για αρκετά χρόνια όμως και μόνον η αναφορά σ’ αυτόν προκαλούσε ρίγη τρόμου στους νοικοκυραίους της πόλης.
Πραγματικά, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της επόμενης, μια σειρά φόνων αλλά και επιθέσεων, εναντίον ζευγαριών κυρίως, στο δάσος του Σέιχ-Σου αλλά και στην περιοχή του αεροδρομίου της Μίκρας, συντάραξαν την πόλη. Οι φήμες, που άρχισαν να οργιάζουν όσο οι φόνοι συνεχίζονταν, εστιάζονταν κυρίως στο όνομα γόνου λίαν ευκατάστατης και ευυπόληπτης παλιάς οικογένειας της Θεσσαλονίκης. Ώσπου το 1963 οι Θεσσαλονικείς πληροφορήθηκαν ότι ο διαβόητος «Δράκος του Σέιχ-Σου» συνελήφθη και ότι ήταν ένας νεαρός ονόματι Αριστείδης Παγκρατίδης. Η σύλληψη και η δίκη του 23χρονου τότε Αριστείδη Παγκρατίδη συνέπεσε με το βαρύ πολιτικό κλίμα της εποχής, που είχε κυριολεκτικά στιγματιστεί από την δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη, από το δεξιό παρακράτος. Η περίπτωση του Αριστείδη Παγκρατίδη θεωρήθηκε μάννα εξ ουρανού, και θα λειτουργούσε ως εξιλαστήριο θύμα. Πραγματικά ο νεαρός Παγκρατίδης είχε όλα τα «προσόντα» για να τον εμφανίσουν ως ειδεχθή και κατά συρροήν δολοφόνο, να προβάλλουν ταυτόχρονα την σύλληψή του ως μεγάλη επιτυχία των οργάνων του νόμου και της τάξης, καθησυχάζοντας από τη μια τους νοικοκυραίους της πόλης που είχαν δικαίως αρχίσει να ανησυχούν για την ανικανότητά τους, σκεπάζοντας από την άλλη την λαϊκή οργή για τη δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη. Ορφανός από πατέρα - τον είχαν σκοτώσει οι Ελασίτες στην Κατοχή-, από τα πέντε του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, μεγαλώνει με τη μάνα του που ξενοπλένει για να εξοικονομήσει τα προς το ζην, κάτι που δεν φαίνεται να το καταφέρνει, αφού ο μικρός Αριστείδης βγαίνει στη βιοπάλη εγκαταλείποντας και το σχολείο. Ακόμα κι όταν η μάνα του παντρεύεται έναν εισπράκτορα και ο αδελφός και η αδελφή του φεύγουν για την Αθήνα, τα πράγματα για τον μικρό Αριστείδη δεν αλλάζουν προς το καλύτερο. Τον φωνάζουν «Γουρούνα» επειδή ψάχνει στα σκουπίδια να βρει φαγητό, ντυμένος με κουρέλια, βρώμικος. Οι συνθήκες ακραίας φτώχειας τον οδηγούν, από την τρυφερή εφηβική του ηλικία ακόμη, στην ανδρική πορνεία, ιδιαίτερα μετά την αποπλάνησή του από έναν μεσήλικα γείτονα με δέλεαρ χρήματα, στα 12 του χρόνια. «Δεν το ευχαριστιόταν», θα καταθέσει ένας από τους «πελάτες» του στο δικαστήριο, «αλλά το δεχόταν για τις 15-20 δραχμές που είχε ανάγκη όταν έμενε άνεργος». Ο έφηβος Αριστείδης –Αρίστος για τους φίλους- δουλεύει σε παντοφλάδικο, σε τσαγκαράδικο, γίνεται χαμάλης στο λιμάνι μέχρι τα 15 του, το 1955 δηλαδή, που μ’ έναν φίλο του κλέβουν δύο ποδήλατα, να πάνε στην Αθήνα μήπως και αλλάξει η ζωή τους. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι συλλαμβάνονται και κλείνονται στο αναμορφωτήριο. Βγαίνει το 1957, με ακόμη πιο διαλυμένο τον ψυχισμό του, με τις εσωτερικές του δυνάμεις στο ναδίρ. Η πορεία προδιαγεγραμμένη: Φτώχεια, βουτιά στον υπόκοσμο, ανδρική πορνεία, ναρκωτικά, σεξουαλικότητα φίρδην μίγδην (πόρνες, τραβεστί, άνδρες παθητικοί, λαϊκές τραγουδίστριες). Σαν έτοιμος από καιρό για ό,τι θα επακολουθήσει, ένα καταρρακωμένο, διαλυμένο πλάσμα που θα μπορούσες να το κάνεις ό,τι ήθελες, ακόμη και να του φορτώσεις όλα τα κακά του κόσμου, έστω κι αν αυτό δεν αποδεικνυόταν, όπως συνέβη στην περίφημη δίκη του. Παρά το γεγονός ότι ακόμη και ο εισαγγελέας της έδρας, Μιχαήλ Σγουρίτσας, επειδή όπως είχε δηλώσει «δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για την ενοχή του», είχε ζητήσει να καταδικαστεί ο Παγκρατίδης σε ισόβια και όχι σε θάνατο, τελικά κρίθηκε ένοχος για 4 ανθρωποκτονίες, καταδικάστηκε «τετράκις εις θάνατον» και τουφεκίστηκε στο Σέιχ Σου τα ξημερώματα της 17ης Φεβρουαρίου 1968.
Από μόνη της η ζωή και ο θάνατος του νεαρού Παγκρατίδη ακούγεται σαν μυθιστόρημα και ο ίδιος φαντάζει ως ένας ντοστογιεφσκικού τύπου μυθιστορηματικός ήρωας. Αν επρόκειτο για πρωταγωνιστή κινηματογραφικής ταινίας, θα έβλεπα πίσω από την κάμερα τον Παζολίνι. Αποτόλμησε να ασχοληθεί μαζί του ο Θωμάς Κοροβίνης. Πώς όμως; Ο Θεσσαλονικέας συγγραφέας δεν επιλέγει μια ψυχογραφικού τύπου προσέγγιση του Παγκρατίδη, αποφεύγει επίσης να υιοθετήσει την οπτική του παντογνώστη αφηγητή και να τον τοποθετήσει ως ήρωα μιας κλασικότροπης μυθιστορηματικής αφήγησης, κινώντας τον και εμφυσώντας του μυθιστορηματική ζωή με τη μέθοδο μιας ψευδεπίγραφης αληθοφάνειας. Ο Κοροβίνης –ίσως και από σεβασμό για τα πάθη και το τέλος του πανάτυχου αυτού ανθρώπου- προτίμησε να τον προσεγγίσει δια της πλαγίας οδού. Μέσω μιας σειράς άλλων φωνών πλην της δικής του. Αυτές οι φωνές –που φυσικά επινοεί ο συγγραφέας- με αποσπασματικό τρόπο προσφέρουν στον αναγνώστη τις ψηφίδες για να φτιάξει ο ίδιος πλευρές του πορτραίτου του μυθιστορηματικού ήρωα. Η αποσπασματικότητα είναι ό μόνος τρόπος –μοιάζει να μας λέει ψιθυριστά ο συγγραφέας- που μπορεί κανείς να πλάσει ένα τόσο αμφιλεγόμενο, με τόσες αντιφάσεις, τόσες σκοτεινιές, τόση Κόλαση και τόσο ελάχιστο Παράδεισο, μυθιστορηματικό ήρωα. Υιοθετώντας αυτόν τον πολυφωνικό αφηγηματικό τρόπο, ο Κοροβίνης καταφέρνει να φέρει σε επιτυχημένο πέρας και κάτι σημαντικότατο για το μυθιστόρημα. Να αναβιώσει μια ολόκληρη εποχή, χωρίς το πλούσιο πραγματολογικό υλικό που χρησιμοποιεί να κουκουλώσει το μυθιστόρημα και να το εκτρέψει από τη μυθιστορηματική του στόφα. Έτσι ο σημερινός αναγνώστης –και ιδιαίτερα ο αγέννητος τη θεοσκότεινη και τρομώδη μετεμφυλιακή δεκαετία του 1950- μεταφέρεται μέσω των εννιά φωνών που υποτίθεται ότι ανήκουν σε ανθρώπους που γνώριζαν τον Παγκρατίδη, στις φτωχογειτονιές της Θεσσαλονίκης, στις αλάνες όπου ξέδιναν τα φτωχόπαιδα, στη στερημένη ζωή της πλύστρας μάνας του και στη φοβερής ανέχειας ζωή της οικογένειάς του, μπαίνει στα άδυτα του λιμανιού της πόλης, στα μικρομάγαζα όπου ο 12χρονος γνωρίζει την πρώτη σεξουαλική κακοποίηση για λίγες δραχμές, «ακούει» την εξομολόγηση μιας τραβεστί για τη ζωή, τους χώρους όπου συχνάζει και τη σύντομη σχέση της με τον Αρίστο, μπαίνει παρέα μ’ έναν χαφιέ περιπτερά σ’ ένα κακόφημο κέντρο διασκέδασης όπου συχνάζουν ομοφυλόφιλοι και τραβεστί, αφού πρώτα τον «ακούσει» να εκθειάζει τα έργα και τις ημέρες του, πληροφορείται από έναν δημοκρατικό χωροφύλακα τα μυστικά του αστυνομικού κράτους της εποχής, μαθαίνει από έναν τσιρκολάνο τι είναι ο «γύρος του θανάτου» -ξύλινο βαρέλι όπου στα εσωτερικά του τοιχώματα μοτοσικλετιστές έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα- όπου είχε δουλέψει για ένα διάστημα ο νεαρός Παγκρατίδης, και τέλος αφήνεται στην αφήγηση της Σύλβα, της λαϊκής τραγουδίστριας, η οποία οδηγεί τον αναγνώστη στα μπουζουξίδικα της παλιάς Θεσσαλονίκης και στην ατμόσφαιρά τους, και παράλληλα μιλάει για τον σύντομο αλλά δυνατό έρωτά της με τον Αρίστο, τελειώνοντας με τη φράση-άξονα του μυθιστορήματος: Αυτόν τον κυνηγούσε η ζωή καρντάση μου, όπως κυνηγούσαν οι μοτοσικλέτες τον κίνδυνο σ’ εκείνον τον τρελό, τον γύρο του θανάτου».
Να προσθέσω, τελειώνοντας, ότι όλες αυτές οι εξομολογητικές αφηγήσεις-μονόλογοι, που υποτίθεται τις «ακούει» και τις μεταφέρει στον αναγνώστη κάποιος αόρατος εξομολόγος –μέθοδο που μεταχειρίζεται και στην Όμορφη νύχτα ο Κοροβίνης- εκφέρονται στο ιδιόλεκτο της κοινωνικής τάξης και του κοινωνικού χώρου από όπου προέρχονται τα πρόσωπα τα οποία τις αφηγούνται. Στα συν του πολύπτυχου και πολυεπίπεδου μυθιστορηματικού κόσμου του Κοροβίνη, η χυμώδης, γεμάτη ζωντάνια και παραστατικότητα γλώσσα του.
Η Έλενα Χουζούρη είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου