ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
NORBERT ELIAS, Η θεωρία του συμβόλου, μτφρ. Ρεβέκκα Πεσσάχ, επ. Α. Παπαντωνίου, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 336
Ο Νόρμπερτ Ελίας (1897-1990) είναι ένας από τους κορυφαίους κοινωνιολόγους του εικοστού αιώνα, που χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία πολλά από τα βασικά του έργα είναι διαθέσιμα στην ελληνική βιβλιογραφία. Αναμφίβολα, σε αυτό το εγχείρημα υπήρξε σταθμός η έκδοση της θεμελιώδους μελέτης του «Η εξέλιξη του πολιτισμού» (1939, 1969, ελλ. εκδ. Νεφέλη, 1997), έργο με μεγάλη προϊστορία και σημαντικές επιδράσεις στο σύνολο της κοινωνιολογικής σκέψης. Σε απόσταση από το ακαδημαϊκό κατεστημένο και την επίσημη κοινωνιολογική προσέγγιση των κοινωνικών σχηματισμών, πολύ πριν γίνουν του συρμού οι γενεαλογικές μελέτες για την εξουσία και τους τρόπους διάχυσής της στο κοινωνικό σώμα, ο Ελίας επιτέλεσε ένα μοναδικό άθλο.
Με βάση ένα πλούσιο εποπτικό υλικό, που αφορά τις αλλαγές στους τρόπους συμπεριφοράς και στα ήθη των ανώτερων στρωμάτων της Δύσης από τον Μεσαίωνα και μετά, μελέτησε τους μηχανισμούς του κοινωνικού ελέγχου, την εσωτερίκευση των ελέγχων στη διαδικασία διαφοροποίησης των κοινωνικών στρωμάτων, τη μετατροπή τους σε αυτοκαταναγκασμούς, και τέλος τις μεταβολές στον συναισθηματικό κόσμο αυτών των στρωμάτων.
Οι ομόκεντροι κύκλοι αυτής της ανέλιξης, σε μια όλο και πιο διευρυμένη βάση, συνιστούν την εξάπλωση και την ανάπτυξη του πολιτισμού. Κοντολογίς, ο Ελίας αναλύει την πολιτισμική εξέλιξη στη βάση μιας διαδικασίας όχι αυστηρότερου αλλά διαφοροποιούμενου ελέγχου και αυτοελέγχου των ψυχορμήτων. Αυτή η διαδικασία συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία μονοπωλίων της εξουσίας και ειδικότερα του κράτους. Με την κοινωνική άνοδο νέων στρωμάτων και την αναδιανομή της εξουσίας, οι κοινωνικοί σχηματισμοί μεταβάλλουν τα υποδείγματα κοινωνικής συμπεριφοράς και οργάνωσης των ψυχορμήτων. Η μεταβολή αποκρυσταλλώνεται στον συμφυρμό αυτών των υποδειγμάτων και στην αμοιβαία προσαρμογή τους. Για να δώσουμε επιγραμματικά ένα απλό παράδειγμα, μια εντολή του είδους «απαγορεύεται το πτύειν» είναι μια τέτοια διαδικασία ελέγχου και αυτοελέγχου της κοινωνικής συμπεριφοράς, στο όνομα της υγιεινής μα και της κόσμιας συμπεριφοράς.
Οι ιδιαιτερότητες τέτοιας λογής εξελίξεων δημιουργούν ό,τι συνήθως ονομάζουμε «εθνικό χαρακτήρα»: μια ειδοποιός ιστορική διαδικασία ωθεί στον σχηματισμό μονοπωλιακής εξουσίας και στην υιοθέτηση από ανώτερα και κατώτερα στρώματα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής συμπεριφοράς. Αυτή με τη σειρά της εδράζεται σε διαφορετικές μορφές οργάνωσης του υπερεγώ των ατόμων. Ο Ελίας εξηγεί αυτό το ερμηνευτικό σχήμα με μια εκτεταμένη ανάλυση γύρω από το έθος του αυλικού στρώματος της απολυταρχικής Γαλλίας, το οποίο διαμόρφωσε και τα αντίστοιχα αστικά στρώματα. Στη συνέχεια, συγκρίνει αυτόν τον σχηματισμό με τον αγγλοσαξονικό, που στηρίζεται στο αυστηρό ήθος μιας ιδιωτικής κοινωνίας και στην πειθαρχημένη εργασία (προτεσταντισμός), ή την αντίστοιχη γερμανική κουλτούρα της αυστηρής πειθάρχησης και υπακοής στο κράτος, λόγω της καχεξίας των αστικών στρωμάτων και της ανάληψης ρυθμιστικού ρόλου από τον στρατό.
Τέτοιου είδους αυτοκαταναγκασμοί, απαραίτητοι για να ασκήσουν την κοινωνική λειτουργία τους τα εκάστοτε στρώματα, δημιουργούν ασφαλώς και αντίρροπες δυνάμεις, που επιζητούν την αποφόρτιση όσων ψυχικών εντάσεων επιφέρει ο αυτοέλεγχος. Μια έκφραση της αποφόρτισης είναι η χειραφέτηση, πράγμα που σημαίνει ότι ενώ σε μια πρώτη φάση γίνονται αποδεκτά τα υποδείγματα αυτοκαταναγκασμού των κυρίαρχων στρωμάτων από την πλευρά των ανερχόμενων τέτοιων, στη συνέχεια, με τη διεύρυνση του καταμερισμού των κοινωνικών λειτουργιών και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, προβάλλονται αξιώσεις για τη μεταβολή των κοινωνικών προτύπων συμπεριφοράς και του τρόπου άσκησης της εξουσίας. Για να επανέλθουμε στο προηγούμενο παράδειγμα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ενώ το «απαγορεύεται το πτύειν» συμβάδιζε μ’ ένα αυστηρό υπόδειγμα εξαστισμού και αυτοελέγχου, η πρόσφατη εντολή «απαγορεύεται το καπνίζειν» έρχεται ως απάντηση στον χειραφετησιακό χαρακτήρα που είχε προσλάβει το κάπνισμα στη συνάφεια ενός εξισωτικού φεμινιστικού κινήματος.
Δεν είναι ίσως τυχαίο που το έργο του Ελίας ήλθε στο προσκήνιο το 1968, όταν τα κινήματα χειραφέτησης βρίσκονταν σε ανοδική πορεία. Η αυτογνωσία των φορέων της χειραφέτησης ασφαλώς απαιτούσε τη διασαφήνιση όσων εξελίξεων έθεταν υπό αμφισβήτηση το αστικό ιδεώδες σε όλες του τις εκφάνσεις. Σ’ αυτήν την αναγκαιότητα ανταποκρίνεται ο περίφημος πρόλογος του ‘68 στην «Εξέλιξη…». Σε αυτόν τον πρόλογο, ο Ελίας εκθέτει το θεωρητικό ερμηνευτικό του σχήμα. Βασικός κορμός της σκέψης του είναι το γίγνεσθαι και η κοινωνική σχέση. Γι’ αυτό επικεντρώνει την κριτική του στον Parsons, ώστε να αποδείξει δύο πράγματα: πρώτον, την ιδεολογική υφή ενός στατικού συστήματος, συναφή με την κοσμοεικόνα των κυρίαρχων στρωμάτων και, δεύτερον, τα γνωσιολογικά προβλήματα που προκύπτουν. Σ’ ένα στατικό σύστημα, λέει, οι ανισορροπίες που μπορεί να προκύψουν στο εσωτερικό του από την κοινωνική δράση επιλύονται με την αποκατάσταση μιας νέας ισορροπίας μεταξύ των δρώντων, ενώ το όλο σύστημα δεν μεταβάλλεται, παραμένει δηλαδή σε μια κατάσταση αδράνειας. Έτσι, όμως, η μεταβολή ή η μετάβαση από το ένα σύστημα στο άλλο, π.χ. από τον φεουδαλισμό στον απολυταρχισμό ή στον καπιταλισμό, φαντάζει ως ένα εξωγενές φαινόμενο που δημιουργείται από τυχαίους ή εξωτερικούς παράγοντες κι όχι ως αποτέλεσμα ενός συνεχούς γίγνεσθαι. Αυτή η κοσμοεικόνα της αδράνειας αντιστοιχεί στην καθοδική πορεία των δυτικών εθνών-κρατών κατά τον 20ό αιώνα και στην άνοδο ισχυρών ανταγωνιστών σε άλλα μέρη του πλανήτη, που έχουν αφομοιώσει τα πλεονεκτήματα (και τα μειονεκτήματα) της δυτικής εξέλιξης. Αντιθέτως, τα κοινωνιολογικά ρεύματα του 19ου αιώνα, που συνδύαζαν την κοινωνική εξέλιξη με ιδεολογίες της προόδου, αντιστοιχούσαν σε μια ανοδική πορεία για τις βιομηχανικές τάξεις των δυτικών εθνών-κρατών (η εποχή της αποικιοκρατικής εξάπλωσης).
Η εικόνα του στατικού συστήματος μεταφέρεται και στο άτομο. Στα συμφραζόμενα του δυτικού ατομικισμού το άτομο και η κοινωνία είναι δύο ξεχωριστές οντότητες, οι οποίες μόνον εκ των υστέρων έρχονται σε επαφή μέσω μιας αμοιβαίας διείσδυσης. Το άτομο αποκτά τις γνώσεις του για τον εξωτερικό κόσμο με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις, δηλαδή με βάση τις απριόρι ικανότητές του (η αιτιώδης σχέση). Το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον αυτές οι αιτιακές συνάφειες είναι μια ιδιότητα των πραγμάτων ή εάν προκύπτει από το εσωτερικό του ανθρώπου, και άρα εάν μπορούμε να γνωρίσουμε τα πράγματα καθ’ εαυτά.
Το ζήτημα της κοινωνιογένεσης των κριτικών ικανοτήτων απασχόλησε τον Ελίας στο σύνολο του έργου του. Ειδικά η κριτική στον απριορισμό, εξακτινίζεται σε μια σειρά μελετών του, όπως εκείνη «Περί Χρόνου» (1984, ελλ. έκδ. Εκδόσεις του εικοστού πρώτου, 2004). Η επιχειρηματολογία του εδώ στηρίζεται στην έποψη ότι οι απριόρι αρχές της εποπτείας του Καντ (ο χρόνος και ο χώρος) είναι προϊόν μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας∙ η σύγχρονη διαμόρφωσή τους προϋποθέτει την αποκοπή του εγώ από τον έξω κόσμο που είναι μια εμπειρία συγκεκριμένων κοινωνιών. Το σοκ της κοπερνίκειας στροφής, οπότε ο άνθρωπος παύει να είναι το κέντρο του κόσμου και επικεντρώνεται στην εξέταση του ίδιου του εαυτού του, έχει ως υπόβαθρο μια αυτοαποστασιοποίηση, άγνωστη σε προγενέστερους κοινωνικούς σχηματισμούς. Αυτή συνεπαγόταν διαφορετικές δομές της προσωπικότητας, έναν έλεγχο της αυθορμησίας των συναισθημάτων -και άρα της διάχυσης στον γύρω κόσμο-, κι ανάμεσα στ’ άλλα τον επιστημονικό τρόπο γνώσης των αντικειμένων (ο διαχωρισμός υποκειμένου/αντικειμένου).
Οι αντιδράσεις στην επανεισαγωγή της εξέλιξης στην κοινωνική θεωρία από τον Ελίας ήσαν ποικίλες. Η βασική επίκριση ήταν εκείνη του ευρωκεντρισμού και του δαρβινισμού. Όσον αφορά τον ευρωκεντρισμό η κατηγορία αφορά τη συνταύτιση εν γένει του πολιτισμού με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αυτή είναι η κριτική που άσκησε ο Jack Goody στην «Υφαρπαγή της Ιστορίας» (2006, ελλ. Έκδ. Πολύτροπο, 2008). Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση, χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των ιδεολογικών προκαταλήψεων, όχι απλώς διαψεύδει αυτήν την έποψη αλλά φανερώνει ότι ο Ελίας στέκεται στον αντίποδά της. Ακόμη και η διαπίστωση ότι στους νεώτερους χρόνους «οι άνθρωποι έφθασαν σε τέτοιο βαθμό αυτοαποστασιοποίησης ώστε …η φύση έχει σκοπό και νόημα γι’ αυτούς όταν είναι σε θέση να την ελέγξουν», γίνεται σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο αναφοράς και αποτελεί ένα πρόγραμμα εργασίας, εφ’ όσον για τον Ελίας χρειάζεται να γίνει αντικείμενο της έρευνας η ίδια η αυτοαποστασιοποίηση.
Αυτό ακριβώς το πρόγραμμα τον οδήγησε να αναλύσει μία οριακή περίπτωση της εξατομίκευσης, την ιδιοφυΐα, στο σύγγραμμά του για τον «Μότσαρτ» (1991, ελλ. έκδ. Ίνδικτος, 2006). Ωστόσο, είναι φανερό ότι σ’ αυτήν την προγραμματική ιδέα εξυπονοείται κάτι πολύ περισσότερο. Δεν θα ήταν άστοχο εάν την αποκαλούσαμε επιγραμματικά κοινωνική οντολογία της γνώσης. Απόηχος αυτής της ιδέας είναι το τελευταίο έργο του Ελίας «Η θεωρία του συμβόλου» (1989, ελλ. έκδ. Μεταίχμιο, 2008). Θα πρέπει βέβαια να έχουμε κατά νου ότι πρόκειται για τη μεταγραφή προφορικού λόγου, μια και ο ίδιος δεν ήταν πλέον σε θέση να καταγράψει τις σκέψεις του, τόσο λόγω του γήρατος όσο και της τύφλωσης. Οι αρετές αυτού του κειμένου δεν βρίσκονται στη συστηματική έκθεση ενός ειδήμονα, όσο στη διεπιστημονική θεώρηση ενός ειδολογικού γνωρίσματος του ανθρώπου: της συμβολικής αναπαράστασης.
Ο Ελίας εξετάζει σε αυτήν τη μελέτη την ανθρωπότητα ως μία κοινωνική οντότητα που η ανάπτυξή της στηρίζεται στη γνώση. Η εισαγωγή της έννοιας «ανάπτυξη» θέλει εδώ να τονίσει τον διαχωρισμό μα και τη συνάφεια της βιολογικής εξέλιξης με την ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Η βιολογική εξέλιξη του είδους που στηρίζεται σε γενετικές δομές είχε ως αποτέλεσμα τη γλωσσική ικανότητα του ανθρώπου η οποία αναπτύσσεται κοινωνικά. Η δομή των γλωσσών καθορίζεται από την κοινωνική τους λειτουργία ως μέσων επικοινωνίας, γνώσης και σκέψης. Ωστόσο, ο διαχωρισμός γλώσσας, νοήματος και αντικειμένου μας εμποδίζει να κατανοήσουμε ότι η φύση και η κοινωνία συνδέονται στη γλώσσα. Η πρόθεση του Ελίας είναι να υπερβεί αυτούς τους διαχωρισμούς σε μια ανώτερη βαθμίδα σύνθεσης ή αφαίρεσης. Αυτή η βαθμίδα είναι τα σύμβολα, τα οποία προσδιορίζονται ως ενότητα γνώσης, γλώσσας και σκέψης. Εάν η γλωσσική ικανότητα ανήκει στον γενετικό εξοπλισμό του ανθρώπου, λέει, τα ηχητικά υποδείγματα της γλώσσας είναι μια κοινωνική δημιουργία, η οποία καθορίζεται από την ανάπτυξη των επιμέρους κοινωνιών. Η κάθε επιμέρους γλώσσα συγκροτείται από ηχητικά υποδείγματα τα οποία χαράσσονται στη μνήμη του λαού ως εικόνες. Εφ’ όσον οι άνθρωποι κατανοούν τα ηχητικά (ή εικονικά) μηνύματα ως συμβολικές αναπαραστάσεις των ίδιων θεμάτων επικοινωνίας, η γλώσσα είναι ζωντανή.
Ο Ελίας προχωρεί έτσι για να προσδιορίσει το πρόβλημα της αλήθειας, ως γνώσης που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Για να το επιτύχει αυτό, εισάγει την φαντασιακή γνώση ως προσδιοριστικό παράγοντα στην εν γένει ανάπτυξη του αποθέματος γνώσεων. Βέβαια, το τι προσλαμβάνουν οι άνθρωποι κάθε φορά ως πραγματικότητα καθορίζει την αλήθεια ή το κοινωνικό νόημα των πραγμάτων (την κοσμοεικόνα τους). Η σχέση μεταξύ επιστημονικής γνώσης, που αντιστοιχεί στα πράγματα, και φαντασιακής τέτοιας, προσδιορίζει το εκάστοτε στάδιο πολιτισμικής ανάπτυξης. Η συμβολική αναπαράσταση ως επιστημονική και φαντασιακή γνώση φαίνεται ν’ αντιστοιχεί στο δίπολο αποστασιοποίηση και συναίσθημα ή αυθορμησία που αναφέρθηκε παραπάνω. Οι δύο αυτοί ιδεότυποι ασφαλώς και δεν παρουσιάζονται ιστορικά σε απόλυτη καθαρότητα. Φανερώνουν όμως το κυρίαρχο στοιχείο μιας κοινωνίας, όπως για παράδειγμα της αστικής και της μαζικής.
Μολονότι ο Ελίας έρχεται πολύ κοντά στη θεωρία των τριών σταδίων του Αύγουστου Κομτ –θεολογικό, μεταφυσικό, επιστημονικό-, επιχειρεί να την τροποποιήσει με βάση μια αλληλουχία από θρησκευτικούς και εκκοσμικευμένους σχηματισμούς. Η κυριαρχία του ιερού ή του κοσμικού στοιχείου αποφασίζει και ποιο είδος γνώσης υπερισχύει στο εκάστοτε στάδιο. Σύμφωνα με την περιγραφή του, η ιστορία μοιάζει να εκτυλίσσεται σε επάλληλους κύκλους που όλο και διευρύνονται, μέχρις ότου απλωθούν στην ολότητα του πλανήτη. Αυτή η δημιουργία ευρύτερων ενοτήτων ή σχηματισμών μοιάζει περισσότερο ν’ ακολουθεί έναν συνδυασμό της θεωρίας των σταδίων του Κομτ με τη θεωρία των corso και ricorso του Βίκο.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι ποια ακριβώς ιστορική συγκυρία έφερε στην επιφάνεια μια αποστασιοποίηση με πλανητική εμβέλεια. Η απάντηση σ’ αυτό είναι ότι η ίδια η ανθρωπότητα προβάλλει ως μια ενότητα όταν οι χωρικοί προσδιορισμοί που καθόριζαν ασύμμετρες αντιθέσεις, του τύπου Έλληνας-βάρβαρος, πολιτισμένος-απολίτιστος, με βάση μια ειδοποιό διαφορά από τον υπόλοιπο ζωικό κόσμο (ζώο πολιτικό, homo faber, κ.λπ.), αποσπάστηκαν από χωρικούς προσδιορισμούς και μεταφέρθηκαν σε μια πνευματική σφαίρα ως αντιθέσεις του τύπου πιστός-άπιστος, χριστιανός-μουσουλμάνος. Κορύφωση αυτής της διαδικασίας είναι οι κάθε λογής διαβαθμίσεις ασύμμετρων εννοιών, του είδους άνθρωπος, υπεράνθρωπος, υπάνθρωπος, που για όσους θέλουν να τις ξεπεράσουν θέτουν αναπόφευκτα το ερώτημα του κοινού παρονομαστή για το ανθρώπινο είδος. Το πλέγμα των συμβόλων είναι μια απάντηση της κοινωνικής οντολογίας σε αυτό το ερώτημα. Αναδεικνύει μια ανθρώπινη διάσταση, που έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να ελέγξει τη φύση χάρη στην αποστασιοποίησή του από τούτη. Η αυτοαποστασιοποίηση υποδεικνύει τη στροφή του ανθρώπου στον έλεγχο των κοινωνικών σχέσεων και στο νόημα που μπορεί να τους δώσει.
Ο Γιώργος Μερτίκας είναι δοκιμιογράφος και μεταφραστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου