2/4/11

H «λογοτεχνική σχολή» Ζαχαριάδη και η διάρκειά της

Ο αληθινός Παπαδιαμάντης


(...) Δυστυχώς, αυτός ο πράγματι μεγάλος δημιουργός ούτε στη ζωή ούτε στη γλώσσα του, κυρίως όμως ούτε στο έργο του θέλησε να εκφράσει την κοινωνική αδικία και την ανάγκη για απελευθέρωση από αυτήν. Έτσι, έμεινε ένας από τους κορυφαίους νεοέλληνες δημιουργούς που έκανε σπουδαίες περιγραφές, μοναδικές ηθογραφικές προσεγγίσεις, ψυχογραφίες, που έγραψε ύμνους στον ατομισμό και στη θρησκεία, διθυράμβους για τη χριστιανική πίστη και το χριστιανισμό, που ύμνησε την ελληνική φύση και το Αιγαίο πέλαγος. (...) Και, δυστυχώς, μέσα από αυτές τις θέσεις του, μέσα από αυτές τις δοξασίες του και αυτήν τη στάση ζωής ο Αλ. Παπαδιαμάντης φρέναρε τη δυνατότητα που είχε να μπολιαστεί με το κοινωνικοπολιτικό είναι, να προσπαθήσει να το εκφράσει και να αξιοποιήσει το μοναδικό του ταλέντο στην υπηρεσία του λαού ενάντια στους αστικοτσιφλικάδες. Αδίκησε έτσι το μεγάλο του έργο και στένεψε την προσφορά του.(...)

Το στιλ της προσωπικής του ζωής, που αρκούνταν μόνο να έχει χρήματα για το ποτό του και την ταβέρνα του, μαρτυρά ένα είδος κοινωνικής περιθωριοποίησης. Όλοι οι μελετητές του έργου του, οι οποίοι είναι αφοσιωμένοι οπαδοί αυτού του έργου, ομολογούν το συγκεκριμένο τρόπο ζωής και την αγάπη του Αλ. Παπαδιαμάντη στον ασκητισμό και στο αλκοόλ.(...)
Εντέλει, μέσα από όλα αυτά, προκύπτει το ξεκάθαρο ερώτημα: Εμείς, οι κομμουνιστές όταν κρίνουμε έναν δημιουργό, ακόμα και τον πιο σπουδαίο, με ποιον τρόπο θα πρέπει να τον κρίνουμε; Ποια είναι εκείνα τα εργαλεία που θα μας οδηγούν αλάθητα στη σωστή κάθε φορά κρίση; Το εργαλείο είναι η θεωρία μας. Είναι η ανάλυση με βάση τα μαρξιστικά κριτήρια, αν ο δημιουργός κάνει τον κουφό, τον αδιάφορο στις κοινωνικές εξελίξεις ή αν συστρατεύεται με την «πένα» του για την κοινωνική αλλαγή. Αν ο πνευματικός άνθρωπος, ο διανοούμενος συντάσσεται με την εργατική τάξη και τους συμμάχους της ή αν ευθυγραμμίζεται με την αστική τάξη της κάθε εποχής. Αυτή η επιλογή είτε θα προσδώσει πόντους στο καλλιτεχνικό του έργο είτε θα το αφήσει στο στενό επίπεδο της πνευματικής δημιουργίας.(...)
Χρειάζεται ικανότητα να μπορούμε να κρίνουμε παράλληλα, όταν αυτό είναι αναγκαίο, το έργο ενός δημιουργού χωρίς να οδηγούμαστε σε απλοϊκές γενικεύσεις και χωρίς να μετατρέπουμε την επιθυμία μας σε πραγματικότητα. Γιατί θα θέλαμε ο Αλ. Παπαδιαμάντης να ήταν κοινωνικός αγωνιστής. Αλλά δεν ήταν.
Η πραχτική αξία όλων αυτών σχετίζεται με το πώς διαπαιδαγωγούμε σήμερα τη νέα βάρδια της εργατικής τάξης, πώς τη μαθαίνουμε να κρίνει, να υιοθετεί τη μαρξιστική μέθοδο ανάλυσης, να φυλάγεται από κακοτοπιές και κάθε είδους οπορτουνισμό.
Κι εδώ αξίζει να θυμηθούμε πως αρχές του 1937, μέσα από τις φυλακές της Κέρκυρας, ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, στο έργο του ο «Αληθινός Παλαμάς» σκιαγραφεί τον Αλ. Παπαδιαμάντη, γράφοντας: «(...) Περιέγραψε οπωσδήποτε τη ζωή του λαού, μα δεν μπήκε στην ψυχή του», (Εκδόσεις «Γλάρος», 1986 σελ. 28).

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΙΚΟΣ
Μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ
Ριζοσπάστης, 13/3/2001, Ένθετη έκδοση «7 μέρες μαζί»


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Δεν έχει νόημα κάποιου είδους διεξοδική αντιπαράθεση με το κείμενο του Γ. Μαυρίκου -το οποίο πάντως αποτελεί πολιτισμικό τεκμήριο της εποχής μας, τεκμήριο αγραμματοσύνης και αμετροέπειας-, γιατί οποιαδήποτε απόπειρα κριτικής του θα ισοδυναμούσε με το να κλέβει κανείς παπαδιαμαντικό ξωκλήσι. Άσε δε που μια στοιχειώδης αντιπαράθεση, σημείο προς σημείο, στα μάτια κάποιων αναγνωστών της Αυγής θα επιβεβαίωνε μακαρίως τη συντριπτική υπεροχή του δικού μας χώρου έναντι των «δογματικών.  
Μόνο ένα γεγονός νομίζω πως έχει νόημα να σχολιαστεί, γιατί αναπαράγει ένα παλιό σκάνδαλο, το οποίο όμως έχει πολύχρονη διάρκεια και ευρύτερες διαστάσεις. Αναφέρομαι στην καταληκτήρια αναφορά στην περισπούδαστη μελέτη του Ζαχαριάδη «Ο αληθινός Παλαμάς», σε συνδυασμό με μια άλλη κορώνα του κειμένου του Γ. Μαυρίκου: «Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι στη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου, το δικό μας κίνημα έχει αναδείξει και έχει συμπορευτεί με αληθινούς γίγαντες της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας σε όλους τους τομείς των Γραμμάτων και των Τεχνών, με κορυφαίους διανοητές. Σπουδαίους ανθρώπους που έθεσαν τη μοναδική τους ‘πένα’, την Τέχνη τους, στην υπηρεσία των λαϊκών αγώνων και του Κόμματος. Χρειάζεται σεβασμός στους δικούς μας ‘άγιους’, που άγιασαν με τη στάση ζωής τους και το έργο τους τους αγιασμένους αγώνες του λαού μας».
Το σκάνδαλο λοιπόν, η πιο διαρκής παθολογία της αριστεράς, έχει να κάνει ακριβώς με τον μη σεβασμό των «δικών μας», της κουλτούρας και του έργου των αριστερών δημιουργών, εν τέλει της ίδιας της δυναμικής του αριστερού κινήματος, δηλαδή με το γεγονός ότι η περιβόητη μελέτη του Ζαχαριάδη γράφεται το 1937, και έχει ως στόχο, αναδεικνύοντας τον «αληθινό Παλαμά», να τον «αποσπάσει» από τα χέρια της αστικής τάξης, καθιστώντας τον «δική μας» σημαία. Ναι, το 1937, όταν ο Κώστας Βάρναλης έχει ολοκληρώσει το ποιητικό του έργο, όταν ο Γιάννης Ρίτσος έχει ήδη δώσει, μάλλον χαρίσει, κυριολεκτικά και απλόχερα, στην αριστερά τον «Επιτάφιο», κάνοντας απίστευτες υποχωρήσεις από την ήδη κατακτημένη τεχνική και αισθητική του.
Είναι προφανές, ότι του τραγικά (σε σχέση με τον ιστορικό ρόλο που του έλαχε) αγράμματου Ζαχαριάδη δεν του αρκούσαν αυτοί οι δύο αριστεροί ποιητές∙ του έπεφταν ποιητικά «λίγοι», δεν του έκαναν για «σημαίες». Έτσι ανέλαβε, αυτός αυτοπροσώπως, να κατασκευάσει τον ποιητή-οδηγό της λαοκρατίας, αποκαλύπτοντάς μας το κρυμμένο, αληθινό νόημα του Παλαμά, δηλαδή του επίσημου, καθεστωτικού ποιητή της Μεγάλης Ιδέας.
Η έπαρση του Ζαχαριάδη, έπαρση τυπικά κομματική, αναπαράγεται σε όλα τα συστατικά της και στο παρόν κείμενο: ούτε ο Ζαχαριάδης, τότε, ούτε ο μαθητής του Γ. Μαυρίκος, σήμερα, μπόρεσαν να διανοηθούν ότι τα κολλυβογράμματά τους δεν αρκούν για να χειριστούν και το απλούστερο λογοτεχνικό ή πολιτισμικό φαινόμενο, πόσο μάλλον τα λογοτεχνικά μεγέθη του Παλαμά και του Παπαδιαμάντη. Όμως, εκτός από την έπαρση υπάρχει και η ύβρις: δεν αναρωτήθηκαν ποτέ για την αυτάρκεια της «θεωρίας» τους, δηλαδή για την τραγική φτώχεια της, για την κουτοπόνηρη και ηθελημένη άγνοιά της, έναντι π.χ. εκείνου του τρομακτικού όγκου θεωρητικών επεξεργασιών που είδαν το φως μέσα στο πιο ζέον «καμίνι της ταξικής πάλης», στην επαναστατική Ρωσία, αμέσως πριν και αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, των θεωρητικών επεξεργασιών που ακόμα αρδεύουν πλουσιοπάροχα τη θεωρία της τέχνης, στις πιο προωθημένες αναζητήσεις και επεξεργασίες της.
Με το «αισθητικό» τους κριτήριο τραγικά αναγνωρίσιμο, βαλτωμένο στα απόνερα της λαϊκίστικης παραφιλολογίας, δεν μπαίνουν στον κόπο να αναλογιστούν: πώς στα επαναστατικά χρόνια, οι εργάτες της Αγίας Πετρούπολης άκουγαν, διάβαζαν και έβλεπαν πρωτοποριακά έργα, όπως π.χ. τα φουτουριστικά ποιήματα του Μαγιακόφσκι; Απ’ ό,τι φαίνεται, η «θεωρία» του Γ. Μαυρίκου χρειάζεται ακόμη πολλές δεκαετίες για να φθάσει στο «στάδιο» του φουτουρισμού, και έτη φωτός για να προσεγγίσει το «Μαύρο τετράγωνο» του Μάλεβιτς...
Κι αυτή είναι μια άλλη όψη της τραγωδίας: κανείς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει αγράμματη την αριστερά, ούτε την παγκόσμια ούτε την ελληνική. Ακόμα και στο Μεσοπόλεμο, έστω και συνυπολογίζοντας μόνο τον Βάρναλη και τον Ρίτσο (δηλαδή χωρίς να μιλήσουμε για τον «ορισμό» της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, δηλαδή για τον αριστερό και εν ταυτώ σουρεαλιστή Νικόλαο Κάλας, και τόσους άλλους), η αριστερά χρεώνεται ένα μεγάλο μέρος του πνευματικού κεφαλαίου της χώρας. Αλλά και το κοινωνικό σώμα της αριστεράς, σε κάθε εποχή, αποτελείτο από ανθρώπους που διάβαζαν περισσότερο από τους άλλους, και επειδή διάβαζαν με τον τρόπο των αριστερών, με «ιερό» δέος απέναντι στη γνώση, με επίγνωση των ορίων τους, με παροιμιώδη νηφαλιότητα και σεμνότητα, ενίοτε και κρυπτικότητα, γι’ αυτό και μάθαιναν να μιλούν μόνο για όσα ξέρουν καλά.
Η αμετροέπεια αφορά το κομματικό σώμα της αριστεράς, κι αυτή η διαφορά συνιστά μια παθολογία με τη μεγαλύτερη διάρκεια και διάχυση. Ας θυμηθούμε μόνο τον «αληθινό Σολωμό», πριν από κανα δυο χρόνια, στις σελίδες της Αυγής, διά χειρός Αλέκου Αλαβάνου, που με θεωρητικούς αυτοσχεδιασμούς προσπάθησε να μας αποκαλύψει το «πραγματικό νόημα» του «Ύμνου εις την Ελευθερία», αγνοώντας επιδεικτικά την ογκώδη φιλολογική εργασία των σύγχρονων σολωμιστών, οι οποίοι, όλως τυχαίως, στον δικό μας πολιτικό χώρο ανήκουν, σχεδόν όλοι. Αλλά, και πάλι, ας μη χαμογελάσουμε μακαρίως, επιβεβαιωνόμενοι έναντι των κάθε φορά «άλλων», γιατί αυτή η ιστορία δεν έχει τέλος.
Ερχόμαστε έτσι σε μια άλλη όψη, του ίδιου φαινομένου, που επίσης συνδέει τις περιπτώσεις που ήδη ανέφερα: αφορά τον, εκτός τόπου και χρόνου, πολιτικό μαξιμαλισμό. Μάλιστα, η Ζαχαριαδική εκδοχή του ευδοκίμησε αμέσως μετά την κρίση του 1929, ενώ οι σύγχρονες παραφυάδες του βλασταίνουν υπό την παρούσα κρίση. Η συγκυρία, το περιβάλλον της κρίσης είναι φαίνεται ιδανικό για τέτοιες εξάρσεις, οι απλουστεύσεις εύκολα αποκτούν κάποια ερείσματα, όμως είναι γνωστό πως ο βολονταρισμός καταλήγει μόνο στην τραγωδία. Άλλωστε, το έπος της δεκαετίας του 1940, με το παλαμικό κοσμοείδωλο να οργανώνει την ιδεολογία του (ας δει κανείς μόνο τα αντιστασιακά τραγούδια και τα θεατρικά δρώμενα «του βουνού»), είχε την πιο άδοξη κατάληξη: όλο αυτό το κίνημα ηττήθηκε στον Γράμμο, γιατί το κοσμοείδωλό του, ως ιστορικό πρόταγμα, ήταν παρωχημένο. Ηττήθηκε ως παλαμικός, εθνο-ποιμενικός δεκαπεντασύλλαβος, απέναντι στον επελαύνοντα σεφερικό «ελεύθερο» στίχο.
Οι πόλεμοι, και οι εμφύλιοι πόλεμοι, σε «τελευταία ανάλυση» δεν κερδίζονται βέβαια με στίχους, αλλά η ιδεολογία τής κάθε «σημαίας» είναι αναγνωρίσιμη, «μυρίζει» από μακριά, καθορίζει εν πολλοίς την έκβαση των πραγμάτων. Για παράδειγμα, οι ιστορικοί θα συνεχίσουν να ερευνούν το γεγονός ότι οι εργάτες των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα της Αθήνας, δεν ανέβηκαν στο βουνό κατά τον εμφύλιο, θα συνεχίσουν να εντοπίζουν κοινωνικούς λόγους και οικονομικές αιτίες, όμως είναι γνωστό πως οι συγκεντρώσεις των εργατών του Μεσοπολέμου έκλειναν με απαγγελίες ποιημάτων του Βάρναλη – σε αυτό, το λαϊκο-εργατικό κοσμοείδωλο είχαν αναγνωρίσει τον εαυτό τους ως εργατική τάξη.
Ο Παλαμάς αντιστοιχούσε στην πριν το 1922 Ελλάδα∙ αντίθετα, με την ίδρυση του ΚΚΕ και με το Φως που καίει (1922) του Βάρναλη, η ελληνική κοινωνία και κουλτούρα περνά οριστικά στην αστική εποχή, δηλαδή στις αντιθέσεις και τα διλήμματά της. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, ο Ζαχαριάδης θα ψάχνει την «ψυχή του λαού» από χωρίου εις χωρίον, στη φλογέρα του Παλαμά... Και, ενενήντα χρόνια αργότερα, ο Γ. Μαυρίκος θεωρεί, αφελώς, μαζί με τον Ζαχαριάδη, πως ο Παπαδιαμάντης, που κι αυτός αντιστοιχεί στην προνεωτερική ελληνική κοινωνία, «περιέγραψε οπωσδήποτε τη ζωή του λαού»... Τη ζωή ποιου λαού, ποιας εποχής, περιέγραψε; Αφηρημένη έννοια είναι ο λαός; Η δε λογοτεχνική «περιγραφή», κι αυτή αισθητικά αφηρημένη έννοια είναι;
Με τούτα και μ’ εκείνα, πάλι στο Μεσοπόλεμο επιστρέφουμε, δηλαδή στο σημείο μηδέν, στη νεκρανάσταση της Ζαχαριαδικής απλουστευτικής αυθαιρεσίας. Και πάλι απ’ την αρχή, προσμένοντας, ίσως μάταια, ίσως με πίστη μεταφυσική αλλά δεν γνωρίζω να υπάρχει καμιά άλλη πίστη, εκείνη τη στιγμή που η πολιτική πρωτοπορία θα αναπνέει στο οξυγόνο της αισθητικής πρωτοπορίας, όπως τότε, στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης. Με τον βολονταρισμό και πάλι να καραδοκεί, να τις καταστρέψει και τις δύο...

Είμαστε μεσοπόλεμος, ανίατα μεσοπόλεμος...
Βύρων Λεοντάρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: