ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί, και στην Αθήνα αλλά και σε άλλους τόπους της ελληνικής επικράτειας, χώροι έκθεσης έργων τέχνης που οργανώνονται και λειτουργούν διαφορετικά απ’ ότι τα παραδοσιακά μουσεία και οι γκαλερί.
Εργαστήρια νέων δημιουργών ή αυτοδιαχειριζόμενοι από ομάδες καλλιτεχνών εκθεσιακοί χώροι ανοίγουν τις πύλες τους και καταρρίπτουν τους κατεστημένους κανόνες της προβολής και της εμπορίας των έργων τέχνης. Δημιουργούν ως εκ τούτου νέα δεδομένα αναφορικά με τον τρόπο πρόσληψής τους από το κοινό αλλά και εκτίμησης της καλλιτεχνικής τους αξίας.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Το μουσείο και οι χώροι τού εν δυνάμει, εκδόσεις Principia, σελ. 78
Το θεμελιώδες ζήτημα του θεσμοθετημένου εκθεσιακού χώρου τίθεται λοιπόν εκ νέου, με καθυστέρηση κάποιων δεκαετιών σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη (ανατολική και δυτική) και την Αμερική, και στη χώρα μας επί τάπητος.
Ο θεωρητικός της τέχνης και επιμελητής εκθέσεων Παναγιώτης Παπαδόπουλος επιχειρεί στο τελευταίο του δοκίμιο να προσεγγίσει τον κατ’ εξοχήν θεσμοθετημένο εκθεσιακό χώρο του μουσείου, με βάση την ιστορία της θεμελίωσής του και ταυτόχρονα την ιστορία της αμφισβήτησής του.
Ο Παπαδόπουλος αντιμετωπίζει το μουσείο ως ένα αρχείο για το οποίο ιδιαίτερη σημασία δεν έχει μόνο η τοις πάσι, δημοκρατική, προσβασιμότητά του, αλλά και ο τρόπος διαχείρισής του.
Δηλώνει εξ αρχής ότι ο πολιτισμικός αυτός χώρος συγκροτήθηκε τον 19ο αιώνα σύμφωνα με τις βουλές της πολιτικής εξουσίας, «συνδέθηκε άρρηκτα με τον κρατικό εθνικισμό αλλά και τη λαφυραγώγηση, είτε αναφερόμαστε στον Ναπολέοντα είτε στους ναζί».
Αρκεί ένας περίπατος στα σημαίνοντα μουσεία της δυτικής Ευρώπης, για να επιβεβαιώσει τις φράσεις του.
Συμπληρώνει ότι το μουσείο «υπήρξε, όμως, ένας από τους κύριους εκφραστές της μοντερνικότητας, της οποίας είναι και προϊόν. Δίκαια έχει χαρακτηριστεί σαν η πιο ανθεκτική ετεροτοπία της ευρωπαϊκής κουλτούρας».
Το θεωρεί ως ένα χώρο που μεσολαβεί μεταξύ του πραγματικού και του φαντασιακού, ανάμεσα στη ζωή και στην τέχνη.
Εμπλέκει, σε αυτόν τον καμβά της ετεροτοπίας του μοντέρνου, τις ίνες της παράδοσης του αρχειακού υλικού που δείχνει το μουσείο, τις εμπρηστικές καταθέσεις των ντανταϊστών ή των σουρεαλιστών, που, εν τέλει, αποτέλεσαν μουσειακό υλικό, τις θεωρήσεις του Σαΐντ για την αποικιακή αντιμετώπιση του κόσμου και του πολιτισμού του από τους κατέχοντες τα ηνία του, καθώς και τις θεωρήσεις της τεχνικής αναπαραγωγιμότητας του έργου τέχνης από τον φιλόσοφο και συλλέκτη Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο οποίος γράφει ενδεικτικά: «όσο περισσότερο μειώνεται η κοινωνική σημασία μιας τέχνης, τόσο περισσότερο διαχωρίζονται η κριτική και η απολαυσιακή στάση του κοινού. Το συμβατικό απολαμβάνεται άκριτα, το πραγματικά καινούριο κριτικάρεται με εμπάθεια».
Ο Παπαδόπουλος παρουσιάζει το μουσείο ως ένα χώρο ανοιχτό και συνεχώς εκ νέου πλαθόμενο, «που παραπέμπει σε κόσμους που γνωρίζουμε αλλά και σ’ αυτούς που ακόμα δεν έχουμε αφηγηθεί [...] Το μουσείο ως χώρο τού εν δυνάμει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου