20/11/10

Ο Όργουελ για τον Ντίκενς

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

GEORGE ORWELL, Κάρολος Ντίκενς, Μετάφραση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 90

Το δοκίμιο αυτό του Όργουελ (κατά κόσμον Έρικ Άρθουρ Μπλερ) περιλαμβάνεται στην συλλογή Decline of the English Murder and other essays (Penguin Books, 1965), στο οπισθόφυλλο της οποίας διαβάζουμε ότι το εκτενές δοκίμιο του Όργουελ για τον Ντίκενς (να σημειωθεί εδώ ότι τα δοκίμια, τα δημοσιογραφικά κείμενα και η αλληλογραφία του Orwell έχουν συγκεντρωθεί σε 4 ογκώδεις τόμους από την Sonia Orwell και τον Ian Angus και πάλι στις εκδόσεις Penguin) αποτελεί ένδειξη της προσωπικής φιλοδοξίας του πρώτου να μετατρέψει την συγγραφή με πολιτικό αντικείμενο και πρόθεση σε τέχνη (to make political writing into an art). Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση της δοκιμιακής πραγμάτευσης, ωστόσο, όπου και επιβεβαιώνεται μάλλον το αληθές της εξαγγελίας του οπισθόφυλλου, θα πρέπει να πούμε δυο λόγια για την ανά χείρας έκδοση, η οποία οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι προσφέρει στην ελληνική γλώσσα ένα σημαντικό κριτικό κείμενο.
Ο μεταφραστής, μάλιστα, πρόσθεσε τον ιδιαίτερα χρήσιμο (αριθμημένο) υπομνηματισμό, όπου παρέχονται, κυρίως, διασαφήσεις για πρόσωπα, όρους και βιβλία τα οποία συναντώνται στο κείμενο. Δεν απέφυγε, ωστόσο, κάποια λάθη (αναπάντεχα, θα έλεγα) στην φωνητική απόδοση ορισμένων από τα ξενόγλωσσα κύρια ονόματα.
Στις εναρκτήριες παραγράφους του δοκιμίου του ο Όργουελ ενσωματώνει τις διαφορετικές απόψεις του Τσέστερτον, του μαρξιστή συγγραφέα T. A. Jackson, του ίδιου του Λένιν αλλά και του Bechhofer Roberts, που έκανε μια ολομέτωπη προσωπική επίθεση υπό μορφήν μυθιστορήματος εναντίον του Ντίκενς, για να καταλήξει σε μια αρχική υπόθεση εργασίας: ότι ο Ντίκενς είναι για την πατρίδα του ένας εθνικός θεσμός. Στην ανατομία αυτού του θεσμού προχωρά ο Όργουελ στην συνέχεια του δοκιμίου του, ξεκινώντας από το τι δεν είναι ο Ντίκενς και γιατί δεν είναι. Ο Ντίκενς, λοιπόν, δεν είναι ένας «προλεταριακός» συγγραφέας, όπως κάποιοι τον παρουσιάζουν (επί παραδείγματι, υπήρξε εχθρικός απέναντι στον εργατικό συνδικαλισμό), ούτε είναι ένας «επαναστάτης» συγγραφέας – η κριτική του είναι κυρίως ηθικολογική, η στάση του δεν είναι ανατρεπτική, ενώ ο στόχος του δεν είναι η κοινωνία αλλά η ανθρώπινη φύση. Ως προς το τελευταίο, ο Ντίκενς πιστεύει ότι η λύση είναι, όλοι οι καπιταλιστές να γίνουν καλοί άνθρωποι, αν και σε κάποια βιβλία του φαίνεται να αντιλαμβάνεται την ματαιότητα αυτής της προσδοκίας. Δεν υπάρχει, πάντως, γράφει ο Όργουελ, η έννοια της ιστορικής αναγκαιότητας στο έργο του Ντίκενς, ενώ είναι βαθιά η φρίκη που αισθάνεται για την επαναστατική υστερία. Επιπλέον, ο Ντίκενς ελάχιστα ουσιαστικά επιχειρήματα χρησιμοποιεί εναντίον της παιδικής εργασίας (παρ’ όλα τα αντίστοιχα αρνητικά αυτοβιογραφικά στοιχεία στον Νταίηβιντ Κόππερφηλντ)– ωστόσο, κανένας άλλος δεν έγραψε τόσο διεισδυτικά, λέει ο Όργουελ, για την παιδική ηλικία και τον τρόπο με τον οποίον βλέπουν τα παιδιά την πραγματικότητα, και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία η διάθεση συμπάθειας απέναντι στα παιδιά ήταν κάτι πολύ πιο σπάνιο από ό,τι σήμερα. Πάντως, ως προς το σύστημα της εκπαίδευσης στην Αγγλία, αν και η κριτική τού Ντίκενς είναι σφοδρή, δεν είναι, όμως, ούτε εποικοδομητική, ούτε κατεδαφιστική. Όπως πάντα, αυτό που φαίνεται να θέλει ο Ντίκενς, υποστηρίζει ο Όργουελ, είναι μια ηθικοποιημένη εκδοχή τού ήδη υπάρχοντος. Ο ίδιος, ωστόσο, παραδέχεται ότι η άποψη του Ντίκενς «αν φέρνονταν καλά οι άνθρωποι, θα ήταν καλός ο κόσμος» δεν είναι τόσο κοινότοπη όσο ακούγεται.
Στο Δεύτερο Μέρος του δοκιμίου του, γίνεται μια προσπάθεια ερμηνείας από τον Όργουελ του βίου και του έργου τού Ντίκενς βάσει της κοινωνικής καταγωγής του και των συμπαθειών του προς συγκεκριμένες τάξεις και επαγγέλματα, ενώ παρατηρείται το ακόλουθο εντυπωσιακό: η έλλειψη στον Ντίκενς της τυπικής αγγλικής κομπορρημοσύνης και του χυδαίου εθνικισμού, εν μέρει ως «σημάδι μιας πραγματικής ευρύτητας πνεύματος» και εν μέρει ως «επακόλουθο μιας αρνητικής, ανήμπορης μάλλον πολιτικής στάσης».
Στο Τρίτο Μέρος ο Όργουελ εστιάζει στην προαναφερθείσα ιδιότυπη σχέση τού Ντίκενς και του έργου του με το προλεταριάτο και γενικότερα με το θέμα «τάξη– φύλο», ενώ στο Τέταρτο Μέρος γίνεται λόγος για τον τρόπο με τον οποίον ο Ντίκενς συνθέτει τα μυθιστορήματά του, καθώς και για τα θέματα που επιλέγει ή δεν επιλέγει να αναπτύξει και, συνακόλουθα, για τον τρόπο με τον οποίον τα προσλαμβάνουν όλα αυτά οι αναγνώστες του. Λέγεται χαρακτηριστικά στο δοκίμιο ότι «Άπαξ και ο Ντίκενς περιγράψει κάτι, θα το βλέπεις για όλη σου τη ζωή» αλλά και ότι «Κανένας σύγχρονος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να συνδυάσει τέτοια έλλειψη στόχων με τόσο μεγάλη ζωντάνια».
Ο Όργουελ ξεκινά το Πέμπτο Μέρος με τη φράση «Ο θαυμαστής τού Ντίκενς που έχει διαβάσει όσα έγραψα ώς εδώ θα έχει προφανώς εξοργιστεί εναντίον μου» και προχωρά εστιάζοντας περισσότερο στα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά τού μελετώμενου, καθώς μέχρι τώρα είχε, όπως γράφει, περιοριστεί στο «μήνυμά» του. Στην πραγματικότητα, ο Όργουελ επιστρέφει στην αρχική υπόθεση εργασίας, ότι ο Ντίκενς είναι τελικά μάλλον ένας θεσμός από τον οποίο, όμως, δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις, και καταλήγει στο ότι η «αναμφισβήτητη σφραγίδα τής γραφής τού Ντίκενς είναι η περιττή λεπτομέρεια». Φέρνει, μάλιστα, σχετικά παραδείγματα, τα οποία δεν κάνουν άλλο παρά να επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματά του στην αμέσως προηγούμενη ενότητα του δοκιμίου του, ενώ συμπληρώνονται εδώ και ορισμένα στοιχεία για τους ήρωες του Ντίκενς. Γράφει, λοιπόν, ο Όργουελ, συγκρίνοντας, μάλιστα, την «σύλληψη» του Ντίκενς με την ευρύτερη «σύλληψη» του Τολστόι (να σημειώσουμε, πάντως, εδώ ότι σε ένα άλλο δοκίμιό του με τον τίτλο «Η παρεμπόδιση της λογοτεχνίας»– βλ. στο Τζορτζ Όργουελ, Βιβλία εναντίον τσιγάρου, Μετάφραση, Επίμετρο: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, Μεταίχμιο, 2010 – ο Τολστόι από κοινού με τον Έρενμπουργκ χαρακτηρίζονταν ως «λογοτεχνικές πόρνες»), ότι τα πρόσωπα του πρώτου «είναι ήδη τελειωμένα και ολοκληρωμένα» ενώ του δεύτερου «αγωνίζονται να δημιουργήσουν την ψυχή τους». «Στη δική μου μνήμη», γράφει ο Όργουελ, «οι άνθρωποι του Ντίκενς έρχονται πολύ πιο συχνά και πιο ζωηρά από τους ανθρώπους τού Τολστόι, αλλά τους θυμάμαι πάντοτε σε μια μοναδική και αμετάβλητη στάση, σαν φωτογραφίες ή σαν έπιπλα».
Στο Έκτο και τελευταίο Μέρος αυτού του αναλυτικού δοκιμίου (όπου, όπως είναι φανερό, ο Orwell καταθέτει την δική του γνώμη για τον Ντίκενς, με όση “αυθαιρεσία” μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο), το τελικό μυστικό της δημιουργικότητας του μυθιστορηματογράφου εντοπίζεται στο ότι είναι πάντα έτοιμος να κάνει κήρυγμα, εξαιτίας ή χάρη σε μια ασαφή μεν αλλά μόνιμη δυσφορία εναντίον των κακώς κειμένων που τον περιβάλλουν.
Ο Ντίκενς είναι δημοφιλής, κατά τον Όργουελ, επειδή εκφράζει την φυσική εντιμότητα του κοινού ανθρώπου (και υπάρχουν άνθρωποι πολύ διαφορετικού τύπου που μπορούν ομοίως να περιγραφούν ως «κοινοί»), ο οποίος ανταποκρίνεται συγκινησιακά στην ιδέα τής ανθρώπινης αδελφοσύνης και βρίσκεται πάντοτε στο πλευρό του αδυνάτου εναντίον του δυνατού, όποια κι αν είναι η πρακτική του συμπεριφορά. Πρόκειται, κατά την οργουελιανή διατύπωση, και σύμφωνα με την μετάφραση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, για «έναν ευδιάθετο αντινομισμό ντικενσιανού μάλλον τύπου [που] αποτελεί ένα από τα τυπικά χαρακτηριστικά τής δυτικής λαϊκής κουλτούρας». Όσοι εγκρατείς τού έργου τού Κάρολου Ντίκενς, ας λάβουν τον λόγο και, ίσως, τον αντίλογο.

Η Σταυρούλα Γ. Τσούπρου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: