Τρεις μήνες μετά την αποβίβαση των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, τον Αύγουστο του 1919, η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας στέλνει εκεί τον γενικό επιθεωρητή Αλέξανδρο Κορυζή, με αποστολή να ερευνήσει τις υφιστάμενες οικονομικές συνθήκες και να προετοιμάσει την ίδρυση Υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Σμύρνη. Η στιγμή για την ανάδειξη νέων πρωταγωνιστών στην οικονομική δραστηριότητα της περιοχής διαφαίνεται ιδανική, αφού η ισορροπία των δυνάμεων στον πολιτικό χάρτη είχε ανατραπεί με τον πόλεμο. Πρόκειται για μια περιοχή που το καθεστώς των διομολογήσεων βρισκόταν σε άνθηση. Ξένες επιχειρήσεις, βιομηχανίες, ασφαλιστικά και τραπεζικά ιδρύματα δραστηριοποιούνται σ’ ένα περιβάλλον εξαιρετικά ευνοϊκό ως προς το κόστος λειτουργίας τους.
Το ελληνικό κράτος ασκεί εθνική πολιτική, ενώ η Εθνική Τράπεζα ως αρωγός του, μετά την ίδρυση του Υποκαταστήματος στις 8 Ιανουαρίου 1920, αναλαμβάνει πλέον τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξάπλωση των ελληνικών οικονομικών συμφερόντων στην περιοχή της Σμύρνης και στην εξυπηρέτηση των οικονομικών αναγκών της Στρατιάς της Μικράς Ασίας.
Ο Αλέξανδρος Κορυζής, επιφορτισμένος και με τα καθήκοντα του Οικονομικού Συμβούλου της Ύπατης Αρμοστείας, μαζί με τρεις επιθεωρητές της Εθνικής Τράπεζας απαρτίζουν το τμήμα οικονομικών μελετών της Αρμοστείας και αναλαμβάνουν, λόγω παντελούς έλλειψης στατιστικών στοιχείων, να ερευνήσουν την αγορά της Σμύρνης, με στόχο τη σύνταξη μελέτης για την οικονομία της και ειδικότερα για τους κλάδους της γεωργίας, της καπνοπαραγωγής, της βιομηχανίας και των ξένων εταιρειών που λειτουργούν στην περιοχή. Η μελέτη, μαζί με το τεκμηριωτικό υλικό που τη συνοδεύει, η οποία ολοκληρώθηκε σε χρόνο ρεκόρ, μόλις 4 μηνών, φυλάσσεται σήμερα στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας και είναι αποκαλυπτική.
Η ανίχνευση της οικονομίας της Σμύρνης, μιας πόλης που αποτέλεσε για αιώνες ένα διεθνές οικονομικό κέντρο, τη στιγμή ακριβώς που τερματίζεται μια μακρά ιστορική περίοδος στην Ανατολική Μεσόγειο, με την επικράτηση του τουρκικού κράτους υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, επιτρέπει να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς που πρέπει να τεθούν σε κίνηση έτσι ώστε από την οικονομία του πολέμου και του αποκλεισμού να περάσει η περιοχή της Σμύρνης στην οικονομική ανασυγκρότηση. Το κατεχόμενο υπό του ελληνικού στρατού τμήμα της Μικράς Ασίας τον Οκτώβριο του 1919 είχε έκταση 18.745 χλμ και 1.125.000 κατοίκους.
Η οικονομική ανάπτυξη, που ξεκίνησε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα με την κατασκευή των σιδηροδρομικών γραμμών Σμύρνης-Αϊδινίου και Σμύρνης-Κασαμπά, που χρησίμευαν κυρίως για τη μεταφορά αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων, από και προς την ενδοχώρα και το λιμάνι της Σμύρνης, επιβραδύνθηκε με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο το 1914 και ανακόπηκε εντελώς με τον αποκλεισμό του λιμανιού από τον βρετανικό συμμαχικό στόλο το 1915. Λίγο αργότερα διακόπηκε για στρατιωτικούς λόγους και η μεταφορά προϊόντων με τον σιδηρόδρομο μέσω Κωνσταντινούπολης.
Από τον πόλεμο το εξαγωγικό εμπόριο οδηγήθηκε σε κατάσταση πλήρους στασιμότητας. Η περιοχή ήταν φημισμένη για τα εκλεκτής ποιότητας αγροτικά προϊόντα. Τα καπνά και τα σουσάμια εξάγονταν κυρίως στη Γερμανία, το βαμβάκι στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, το όπιο (αφιόνι) από το οποίο έβγαινε η μορφίνη εξαγόταν στη Γερμανία, το ελαιόλαδο, που χρησιμοποιείτο και ως πρώτη ύλη στη σαπωνοποιία, σε όλη την Ευρώπη και στις χώρες της Αμερικής, το κριθάρι, που αποτελούσε την πρώτη ύλη για την κατασκευή της μπύρας, εξαγόταν στην Αγγλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία, η γλυκόριζα στην Αμερική και την Αγγλία, τα δέρματα στην Κεντρική Ευρώπη.
Μια εταιρία κολοσσός εκείνης της εποχής, που κατείχε το παγκόσμιο μονοπώλιο στον τομέα της ταπητουργίας, η «Oriental Carpet manufactures Ltd», που είχε ως έδρα της τη Σμύρνη, διέκοψε τη λειτουργία της. Επρόκειτο για επιχείρηση βρετανικών συμφερόντων, που προερχόταν από συγχωνεύσεις μικρών βιοτεχνικών επιχειρήσεων και εργαστηρίων και είχε Έλληνες εργάτες και διοικητικό στελεχιακό δυναμικό. Η εταιρεία αυτή είχε μονάδες και γραφεία αντιπροσωπείας στις σημαντικότερες πόλεις της Ινδίας και της Περσίας, στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, την Αργεντινή, τον Καναδά και την Αγγλία. Εννέα μεγάλες επιχειρήσεις ξένων συμφερόντων κυριαρχούσαν στους νευραλγικούς τομείς της βιομηχανίας της περιοχής, δηλαδή στην παραγωγή ενέργειας, την κλωστοϋφαντουργία και τα τρόφιμα. Ταυτοχρόνως, λειτουργούσαν 5.300 περίπου βιοτεχνικά εργαστήρια, τα οποία στην πλειοψηφία τους, κατά ποσοστό 75,5%, είχαν Έλληνες ιδιοκτήτες και εργαζόμενους. Η μεγάλη αύξηση κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στις τιμές των πρώτων υλών και της καύσιμης ύλης κατέστησε εξαιρετικά δύσκολη τη λειτουργία των εργοστασίων, ακόμα και μετά την ανακωχή. Η μείωση των εμπορικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων συμπαρέσυρε και τις ασφαλιστικές εταιρείες. Από τις 40 ξένες ασφαλιστικές εταιρείες μόνο 18 κατάφεραν να επιζήσουν στο τέλος του πολέμου.
Τα λαϊκά στρώματα υπέφεραν εξαιτίας της ανεργίας που είχε ανέβει κατακόρυφα, με τις επιτάξεις που έκαναν οι τουρκικές αρχές στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις, στις αποθήκες και στα προϊόντα που φυλάσσονταν, στα ζώα και σε κάθε μεταφορικό είδος. Είχαν βάλει λουκέτο τα εμπορικά καταστήματα, ενώ οι αγρότες είχαν αναγκαστεί να παραδώσουν τα ζώα, τις άμαξες και τα αναγκαία μέσα για την καλλιέργεια των αγρών τους. Τα Μικρασιατικά παράλια, που ήταν κέντρα καπνοφυτείας και σταφιδοπαραγωγής, είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους, επειδή ήταν εκτεθειμένα στις εχθρικές επιθέσεις. Κατά τη διάρκεια των ετών 1914-1915, περίπου 168.850 Έλληνες εκδιώχθηκαν.
Η στρατολογία πολλών ηλικιών των ανδρών κατά τη διάρκεια του πολέμου έγινε αισθητή λόγω της απότομης αύξησης των ημερομισθίων, τόσο στον βιομηχανικό όσο και στον γεωργικό τομέα. Οι εναπομείναντες δεν επαρκούσαν και επιπλέον στερούνταν των ειδικών γνώσεων που απαιτούσαν οι γεωργικές εργασίες. Η σοδειά που δεν είχε επιταχθεί σάπιζε στους αγρούς. Σύννεφα από ακρίδες κατά τους θερινός μήνες, από το 1915 και για δύο χρόνια, έπεφταν στα σπαρτά και τα αποδεκάτιζαν. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις, που πριν από τον πόλεμο ήταν 1.500.000 στρέμματα, μειώθηκαν σε 800.000 κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Στην αγορά σημειώθηκε έλλειψη καταναλωτικών αγαθών, κυρίως σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, όπως ενδύματα, ρούχα, χαρτί, φάρμακα, κυρίως λόγω της αυξημένης ζήτησης για την κάλυψη των αναγκών του στρατού και της επίταξης των σιδηροδρόμων. Η μαύρη αγορά στην πόλη της Σμύρνης έλαβε τεράστιες διαστάσεις. Οι χρυσές λίρες, που αφθονούσαν άλλοτε στην περιοχή, τα ασημένια, ακόμα και τα νικέλινα νομίσματα, αποθησαυρίζονταν. Η υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι της αγγλικής ήταν ραγδαία και η κερδοσκοπία του συναλλάγματος είχε αναχθεί σε μία από τις προσφιλέστερες δραστηριότητες. Είναι προφανές ότι κάποιοι βρέθηκαν με πολλά χρήματα στο τέλος του πολέμου: τοκογλύφοι και έμποροι που εφοδίαζαν το στρατό ή επιδίδονταν στο εσωτερικό εμπόριο, μεταπράτες. Η νέα αστική τάξη Τούρκων, φιλικά προσκείμενη στο νεοτουρκικό καθεστώς είχε δημιουργηθεί.
Στον τραπεζικό τομέα, κατά την 8 Ιανουαρίου 1920, που ιδρύεται το Υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας σημειώνεται μεγάλη κινητικότητα. Λειτουργούν ήδη υποκατάστημα της ιταλικής τράπεζας Banca di Roma, της γαλλικής Crédit Foncier d’ Algérie et de Tunisie, θυγατρική της Crédit Foncier de France, της Banque de Salonique, γαλλικών συμφερόντων, ενώ μελετάται η ίδρυση Υποκαταστήματος της αγγλικής τράπεζας Banque Nationale de Turquie και της Ιονικής Τράπεζας.
Η Εθνική Τράπεζα, με την ίδρυση του Υποκαταστήματος στη Σμύρνη, είχε ως πρωταρχικό μέλημα να εξαλείψει το νομισματικό χάος από την κερδοσκοπία του συναλλάγματος και να αποτρέψει την υποτίμηση της δραχμής. Ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα της Συνθήκης των Σεβρών για την ελληνική πολιτεία ήταν ότι προέβλεπε ως επίσημο νόμισμα την τουρκική λίρα. Επίσης, το Υποκατάστημα εκτελούσε εμπορικές εργασίες, εξαγωγές-εισαγωγές, συγκέντρωνε τις καταθέσεις των Ελλήνων και ικανοποιούσε τις τεράστιες επισιτιστικές και ταμειακές ανάγκες του ελληνικού στρατού.
Τον Σεπτέμβριο του 1922, η ελληνική παρουσία στη Σμύρνη έσβησε βίαια από τις φλόγες της φωτιάς που απλώθηκαν σε ολόκληρη την πόλη. Όσοι από τους Έλληνες γλίτωσαν την τουρκική οργή πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Στη νέα πατρίδα τους, την Ελλάδα, προσέφεραν ένα μεγάλο οικονομικό κεφάλαιο: την τεχνογνωσία τους στον τομέα της γεωργίας, κυρίως στην καλλιέργεια και την επεξεργασία των καπνών, και στην υφαντουργία. Ένας νέος κλάδος της ελληνικής βιομηχανίας, η ταπητουργία, που στηρίζεται στην επιδεξιότητα των γυναικείων προσφυγικών χεριών, γεννήθηκε στις παρυφές των ελληνικών μεγαλουπόλεων. Η Σμύρνη, πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, επικαλύφθηκε από την Izmir του σύγχρονου τουρκικού κράτους.
Η Ζιζή Σαλίμπα είναι ιστορικός - οικονομολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου